Για το μυθιστόρημα του Graham Greene «Η Δύναμις και η Δόξα» (μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Πόλις).
Του Γιώργου Λαμπράκου
Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από τη μοντέρνα εποχή: το φάντασμα της αβεβαιότητας – κι άλλο ένα, που είναι τρόπον τινά η αναπόδραστη σκιά του πρώτου: η αγωνιώδης προσπάθεια για άρση της αβεβαιότητας. Οι συστηματικοί κλονισμοί των βεβαιοτήτων του Δυτικού ανθρώπου σε όλους τους τομείς της γνώσης και της ύπαρξής του, από τη θρησκεία και την ηθική μέχρι την επιστήμη και την τέχνη, φανερώνονταν και αναλύονταν στο έργο καλλιτεχνών και λογοτεχνών, στοχαστών και επιστημόνων, με αυξανόμενη ένταση από τον 19ο αιώνα και εξής, με αποκορύφωμα τη γενικευμένη αίσθηση στον 20ό αιώνα πως όλα είναι αβέβαια, ρευστά, χαοτικά. Ακόμα και η ίδια η επιστημονική «αρχή της αβεβαιότητας», για παράδειγμα, μάλλον δεν θα μπορούσε να είχε επινοηθεί σε άλλη εποχή.
Ο πολυγραφότατος Βρετανός συγγραφέας με το ανήσυχο πνεύμα, το εκλεπτυσμένο ύφος και την πολυπρισματική ευαισθησία του κατόρθωσε να δώσει φωνή σε πολλά από όσα έζησαν και ένιωσαν οι άνθρωποι στον 20ό αιώνα, τον αιώνα της ριζικής αβεβαιότητας.
Σε τούτο το πλαίσιο, το λογοτεχνικό έργο του Γκράχαμ Γκρην (1904-1991) κατέλαβε μια ιδιαίτερη θέση την οποία εξακολουθεί να κατέχει. Ο πολυγραφότατος Βρετανός συγγραφέας με το ανήσυχο πνεύμα, το εκλεπτυσμένο ύφος και την πολυπρισματική ευαισθησία του, σε συνδυασμό με την εμβίωση σημαντικών γεγονότων στα αμέτρητα ταξίδια του, κατόρθωσε να δώσει φωνή σε πολλά από όσα έζησαν και ένιωσαν οι άνθρωποι στον 20ό αιώνα, τον αιώνα της ριζικής αβεβαιότητας, που παρότι χρονικά είναι περασμένος, μοιάζει, τουλάχιστον ως προς την αίσθηση της αβεβαιότητας, κάθε άλλο παρά ξεπερασμένος.
Η κίνηση του οίκου Πόλις να εκδώσει ξανά, σε ανανεωμένες μεταφράσεις, μερικά από τα γνωστότερα έργα του Γκρην στηρίζεται λοιπόν μεταξύ άλλων στην αναγνώριση πως το έργο του έχει πράγματα να μας πει που δεν έχουν διόλου ξεπεραστεί. Μετά τα έργα Ο ήσυχος Αμερικανός, Ο άνθρωπός μας στην Αβάνα και Οι θεατρίνοι, μόλις εκδόθηκε το κατά γενική ομολογία σπουδαιότερο μυθιστόρημα του Γκρην, ΗΔύναμιςκαιηΔόξα (σε προσεγμένη μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, με εισαγωγή του Τζον Άπνταϊκ και επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη), ενώ έχει αναγγελθεί και η έκδοση του Ουσία και βάθος. Μακάρι αυτή η εκδοτική κίνηση να συνεχιστεί και με άλλα καλά έργα του Γκρην που δεν κυκλοφορούν πια, όπως π.χ. Ο ανθρώπινος παράγοντας.
Πρωταγωνιστής είναι ένας ιερέας δίχως όνομα, «μικρόσωμος, ντυμένος με σκούρο κοστούμι πόλης», αλκοολικός, ενοχικός και προπαντός κατατρεγμένος, τόσο από την επισήμως αθεϊστική εξουσία που διώκει τους ιερείς της ευρύτερης περιοχής, όσο και από τις αβεβαιότητές του.
Το Η Δύναμις και η Δόξα εκδόθηκε το 1940. Η ιστορία διαδραματίζεται στο Μεξικό στις αρχές της δεκαετίας του 1930 – πιο συγκεκριμένα στις περιοχές Τσιάπας και Ταμπάσκο, που ναι μεν δεν κατονομάζονται, αλλά είναι τα μέρη τα οποία γνωρίζουμε πως επισκέφτηκε ο Γκρην το 1938 και αποφάσισε πρώτα να τα αποτυπώσει σε ένα ιστορικό/ταξιδιωτικό βιβλίο, έπειτα να τα αναπλάσει μυθιστορηματικά. Πρωταγωνιστής είναι ένας ιερέας δίχως όνομα, «μικρόσωμος, ντυμένος με σκούρο κοστούμι πόλης», αλκοολικός, ενοχικός και προπαντός κατατρεγμένος, τόσο από την επισήμως αθεϊστική εξουσία που διώκει τους ιερείς της ευρύτερης περιοχής (το ιστορικό γεγονός στο οποίο εδράζεται το έργο), όσο και από τις αβεβαιότητές του. Η υπόθεση του βιβλίου, τοποθετημένη σε ένα ζοφερό σκηνικό σκληρότητας, απελπισίας και παραίτησης, είναι η ιστορία αυτού του «παπαμέθυσου», με τους υπόλοιπους χαρακτήρες να υφίστανται πρωτίστως για να φωτίζουν τον Γολγοθά του (στην κεντρική φωτογραφία, πλάνο από την εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα ταινία The fugitive (1947) του John Ford με τον Henry Fonda και την Dolores del Rio).
Πίστη και διώξεις
Το ζήτημα της θρησκευτικής πίστης και της κρατικής δίωξής της, κεντρικό ζήτημα του μυθιστορήματος, δεσπόζει από τις πρώτες κιόλας σελίδες, όταν ο οδοντίατρος Τεντς συναντά τον παπά. Ο διάλογός τους, αποκαλυπτικός: «“Θυμάστε πώς ήταν εδώ πριν… πριν έρθουν οι Ερυθροχίτωνες;” ρώτησε [ο παπάς]. “Νομίζω ναι”. “Πόσο ευτυχισμένο μέρος ήταν τότε”. “Ναι; Δεν το ‘χα προσέξει”. “Είχαν, τουλάχιστον, τον Θεό”. “Για τα δόντια δεν κάνει διαφορά”, είπε ο κύριος Τεντς». Οι πολλές σκηνές του βιβλίου με διαλόγους εξίσου κοφτούς και σπινθηροβόλους αποτελούν ένα από τα καταπληκτικότερα χαρακτηριστικά του – ορθά ο Άπνταϊκ τονίζει την επίδραση των κινηματογραφικών τεχνικών στον Γκρην.
Οι Ερυθροχίτωνες, που ιστορικά δρούσαν υπό την ηγεσία του διαβόητου Καναμπάλ, έχουν πάρει λοιπόν την εξουσία και καταδιώκουν τους ιερείς σαν σκυλιά. Πρωταγωνιστής στο κυνήγι ιερέων είναι ένας άθεος υπαστυνόμος που ακολουθεί τις εντολές του αρχηγού της αστυνομίας με μεγαλύτερο πείσμα από αυτό που χαρακτηρίζει τον κοιλαρά ανώτερό του. Όχι μόνο στους πιστούς, αλλά και στον υπαστυνόμο, που είχε πολύ άσχημες εμπειρίες από την Εκκλησία στα νιάτα του, ο Γκρην διαβλέπει την προσήλωση σε κάτι: «Είχε κάτι ιερατικό το αποφασιστικό, αυστηρό του βάδισμα – σαν θεολόγος που ανατρέχει στα σφάλματα του παρελθόντος για να τα αφανίσει ξανά από την αρχή […] Κι εκείνος μυστικιστής ήταν, αλλά το μόνο που γνώρισε ποτέ ήταν το κενό – την απόλυτη βεβαιότητα για την ύπαρξη ενός θνήσκοντος κόσμου που ολοένα ψυχραίνει, και ανθρώπινων όντων που εξελίχθηκαν από ζώα χωρίς κανέναν απολύτως σκοπό. Τα ήξερε αυτά· έτσι ήταν». Αυτές οι προτάσεις, βγαλμένες θαρρείς από έργο του Τζόζεφ Κόνραντ, παραπέμπουν στον αντίποδα της πίστης, στην άλλη πλευρά του ίδιου του Γκρην που, πριν από τη μεταστροφή του στον καθολικισμό σε ηλικία 22 ετών, θεωρούσε εαυτόν άθεο – ο Κόνραντ, από την άλλη, παρά τον επίσημο καθολικισμό του, δεν παραδόθηκε στην παραμυθία της πίστης.
O Graham Greene
|
Καλό και κακό: εναλλασσόμενες όψεις του ίδιου νομίσματος
Στην προσπάθειά του να γλιτώσει, ο παπαμέθυσος δέχεται αρωγή από διάφορους ανθρώπους, μεταξύ αυτών η Κόραλ, κόρη της αγγλικής οικογένειας Φέλοους. Η Κόραλ δεν πιστεύει στον Θεό, ωστόσο βοηθά ασμένως τον ιερέα με το «πρόσωπο αλήτη». Εδώ, το καλό και το κακό παρουσιάζονται ως εναλλασσόμενες όψεις του ίδιου νομίσματος: όχι μόνο το καλό δεν είναι πάντα με την πλευρά του ιερέα ή του πιστού, αλλά είναι διάσπαρτο στον κόσμο, ακόμα και στον πραγματικό ή φαινομενικό αντίπαλο – το ίδιο ισχύει και για το κακό, το οποίο αντιπροσωπεύει (και νιώθει πως αντιπροσωπεύει) μεταξύ άλλων ο ίδιος ο τοποτηρητής του Θεού επί γης, ο αντιήρωας-αντιιερέας μας, καθώς έχει διαπράξει αμαρτήματα (όπως το να αποκτήσει ένα ξώγαμο) που δεν μπορεί να συγχωρέσει στον εαυτό του. Με κλονισμένη πίστη, αλλά και με το αναφαίρετο «στίγμα» του ανθρώπου της εκκλησίας, ο αιρετικός παπαμέθυσος, μια οιονεί παπαδιαμαντική φιγούρα έτσι όπως περιφέρεται πάνω στο μουλάρι του και μες στο μεθύσι του («Τρέχοντας πάνω-κάτω με το μουλάρι του, πάσχιζε να δωροδοκήσει τον Θεό με υποσχέσεις στιβαρής προσήλωσης…»), πασχίζει να κρατήσει την αξιοπρέπειά του τελώντας λειτουργίες στα κρυφά, ενορχηστρώνοντας όπως μπορεί κάθε φορά τη διαφυγή του, παρέα με την ενδιαφέρουσα φιγούρα ενός μιγά, καταρχάς αρωγού και εντέλει προδότη.
Το πρόβλημα του παπαμέθυσου οξύνεται ωστόσο αφάνταστα, καθώς συμπεριλαμβάνει τη ζωή (διάβαζε: τον θάνατο) των άλλων. Ήδη ο υπαστυνόμος έχει αρχίσει τις συλλήψεις και τις εκτελέσεις ομήρων, επειδή κανείς δεν θέλει να προδώσει τον ιερέα. Αθώες ζωές χάνονται λοιπόν επειδή ο ιερέας αρνείται να παραδοθεί. «Αν έφευγε, θα ήταν όλοι ασφαλείς και απαλλαγμένοι από το παράδειγμά του. […] Φεύγοντας, θα ήταν σαν να έπαυε να υπάρχει και ο Θεός σε όλον εκείνο τον χώρο ανάμεσα στα βουνά και τη θάλασσα. Δεν ήταν άραγε καθήκον του να μείνει, έστω κι αν τον απεχθάνονταν, έστω κι αν δολοφονούνταν για χάρη του; Έστω κι αν το παράδειγμά του τους διέφθειρε; Το τεράστιο βάρος του προβλήματος τον συγκλόνισε». Ο πρωταγωνιστής, με το αλκοόλ να διαποτίζει κάθε σκέψη και αίσθησή του, βλέπει την κόρη του και μετανιώνει: «ένιωθε την ίδια του την απαξία σαν βάρος στο βάθος της γλώσσας του» – οι συναρπαστικές παρομοιώσεις του Γκρην αξιοποιούν και αλλού τη στοματική διάσταση: «ένιωθε τις προσευχές του να τον βαραίνουν σαν κακοχωνεμένο φαγητό».
«Είναι πολύ εύκολο να πεθαίνεις για κάτι καλό ή όμορφο, για το σπίτι σου ή για τα παιδιά σου ή για τον πολιτισμό – αλλά θέλει να είσαι Θεός για να πεθάνεις για τους χλιαρούς και τους διεφθαρμένους».
Στον αντίποδα βρίσκεται, όπως επισημάνθηκε, ο υπαστυνόμος, άνθρωπος που πιστεύει πως οι κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις καθορίζουν αποκλειστικά την ανθρώπινη κατάσταση, πως αρκεί η επιβολή ενός ορθολογικού και εξισωτικού συστήματος πάνω στη ζωή των ανθρώπων κι εκείνοι αίφνης θα γίνουν ευτυχισμένοι και πλήρεις. Η συνείδηση του υπαστυνόμου δεν πνίγεται «μέσα στο πρακτικό πρόβλημα – τι να κάνω;», όπως του παπαμέθυσου. Απεναντίας, εκείνος ξέρει τι να κάνει, για εκείνον το καλό και το κακό είναι καθορισμένα εκ των προτέρων. Υπό αυτή την έννοια, είναι πιο δογματικός από τον ιερέα – υπό την ίδια έννοια, δηλαδή, κατά την οποία ο κομμουνισμός αποτέλεσε την πολιτική εκείνη εκδήλωση του 20ού αιώνα που επιζήτησε να άρει οριστικά την αβεβαιότητα για το πώς να ζει ο μοντέρνος άνθρωπος, καταλήγοντας συνήθως σε θρησκευτικού επιπέδου δογματισμούς.
Στην αγωνιώδη περιπλάνησή του ο παπαμέθυσος αυτοστιγματίζεται διαρκώς (και δικαίως) ως «κακός ιερέας», ως αλαζόνας και δειλός, και αναζητά την εξιλέωση: «Ξέρω –εκ πείρας– πόση ομορφιά πήρε μαζί του ο Σατανάς στην πτώση του». Σε κάποιες στιγμές, μάλιστα, εξαίρει το κακό που λαμπρύνει τον θάνατο: «Για τούτο τον κόσμο πέθανε ο Χριστός· όσο περισσότερο το κακό που έβλεπες και άκουγες γύρω σου, τόσο μεγαλύτερη λαμπρότητα περιέβαλλε τον θάνατο. Είναι πολύ εύκολο να πεθαίνεις για κάτι καλό ή όμορφο, για το σπίτι σου ή για τα παιδιά σου ή για τον πολιτισμό – αλλά θέλει να είσαι Θεός για να πεθάνεις για τους χλιαρούς και τους διεφθαρμένους».
«Νομίζω πως το Η Δύναμις και η Δόξα είναι το μόνο μυθιστόρημα που έχω γράψει για να υπερασπιστώ μια θέση». Γκράχαμ Γκριν
Ο θάνατος και η τιμωρία της ζωής
Η εμμονική διαλεκτική ζωής και θανάτου διαποτίζει το μυθιστόρημα και συγκροτεί τους δύο πόλους της εξέλιξής του, πόλους για τους οποίους δεν μπορούμε να αποφασίσουμε (συνήθως, ούτε και οι χαρακτήρες μπορούν) ποιος είναι ο θετικός και ποιος ο αρνητικός: «“Χίλιες φορές να πεθάνω”, είπε εκείνη. “Α”, είπε ο άντρας, “φυσικά. Αυτό εννοείται. Μόνο που πρέπει να συνεχίσουμε να ζούμε”». Και παρακάτω: «“Δεν είναι και τόσο χάλια αυτή η ζωή, Τρίξι. Έτσι δεν είναι; Δεν είναι και τόσο χάλια”. Την ένιωσε όμως να σφίγγεται: η λέξη “ζωή” ήταν ταμπού· έφερνε στον νου τον θάνατο». Μπροστά στη σκηνή του θανάτου ενός παιδιού, με τη μάνα του και τον ιερέα παρόντες, ο Γκρην γράφει κάτι ιδιαζόντως σκληρό: «Γιατί, στο κάτω-κάτω, να περιμένουμε από τον Θεό να τιμωρεί τους αθώους με περισσότερη ζωή;».
Τι ακριβώς συμβαίνει με τη γενικότερη κοσμοθεώρηση του παπαμέθυσου και, ως έναν (μάλλον μεγάλο) βαθμό, του Γκρην; Στην «Εισαγωγή» του ο Άπνταϊκ σημειώνει την εξής αυτοβιογραφική άποψη του Γκρην: «Νομίζω πως το ΗΔύναμιςκαιηΔόξα είναι το μόνο μυθιστόρημα που έχω γράψει για να υπερασπιστώ μια θέση». Ο Γκρην ταξίδεψε στο Μεξικό ειδικά για να γράψει για τους διωγμούς κατά των ιερέων και αυτό το βιβλίο φαίνεται να είναι το ουσιαστικότερο απόσταγμα της θέσης του.
Έτσι, στους διαλόγους μεταξύ του υπαστυνόμου και του παπαμέθυσου, μετά τη σύλληψη του δεύτερου, αναδεικνύονται οι διαφορές τους. Ο υπαστυνόμος αντιμάχεται την εκκλησιαστική απραξία μπρος στην αδικία: «Πες μου όμως κάτι – τι κάνατε ποτέ σας στο Μεξικό για μας; Είπατε ποτέ σε κανέναν γαιοκτήμονα να μη χτυπάει τον κολίγο του; – Α, ναι, ξέρω, ίσως στο εξομολογητήριο, και βέβαια είναι καθήκον σας μετά να το ξεχνάτε αμέσως». Απέναντι σε αυτά, ο παπαμέθυσος δεν έχει ουσιαστικά επιχειρήματα να αντιπαραθέσει – ενδεχομένως και να συμφωνεί εν πολλοίς με αυτή την κριτική. Λίγο παρακάτω, ο υπαστυνόμος αδυνατεί να κατανοήσει γιατί ένας ιερέας άφηνε να πεθαίνουν οι όμηροι εξαιτίας του και εν γνώσει του: «Σκότωσα τρεις ομήρους εξαιτίας σου. Τους κακόμοιρους. Αυτό μ’ έκανε να σε μισήσω», λέει στον ιερέα, κι εκείνος του απαντά λίγο μετά: «Καλύτερο είναι να τον αφήνεις [τον άνθρωπο] να πεθάνει μέσα στις λάσπες και να ξυπνήσει στον Παράδεισο».
Ό,τι κι αν είναι ένας άνθρωπος, θα συγχωρεθεί – ό,τι κι αν κάνει, θα γλιτώσει. Η ηθική δεν φαίνεται να παίζει κάποιον κατευθυντήριο ρόλο στη ζωή.
Ποιος όμως εγγυάται τον Παράδεισο μετά θάνατον; Ακόμα πιο δύσκολο ερώτημα: τι συνεπάγεται για την ίδια τη ζωή στη Γη το να διατυμπανίζει κανείς μονάχα τον Παράδεισο; Στην εξαναγκαστική ηθική του υπαστυνόμου, που επιβάλλει την ιδεολογία του με το όπλο, η βασική αντίδραση του παπαμέθυσου φαίνεται να είναι η απαξίωση της ζωής μπροστά στην αιώνια μακαριότητα της υποτιθέμενης ζωής στον Παράδεισο. Και όχι μόνο αυτό: ούτε καν όσο ζει κανείς δεν φαίνεται να έχει, σύμφωνα με τον παπαμέθυσο και την ιδία πρακτική του, κάποια υποχρέωση να ζει με τον τάδε ή τον δείνα τρόπο. Ό,τι κι αν είναι ένας άνθρωπος, θα συγχωρεθεί – ό,τι κι αν κάνει, θα γλιτώσει. Η ηθική δεν φαίνεται να παίζει κάποιον κατευθυντήριο ρόλο στη ζωή: όπως κι αν ζήσουμε, το συγχωροχάρτι το έχουμε στην τσέπη μας. Όπως έγραψε εύλογα ένας κριτικός, ο Γκρην «δεν έπαψε ποτέ να πιστεύει στο απέραντο έλεος του Θεού που μπορεί να γλιτώσει και τον πιο άθλιο αμαρτωλό».
Πίστη, πιστοί και ηθική των ιερέων
Στο επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη, που ερμηνεύει τις προκείμενες του βιβλίου προσφέροντας ανεκτίμητες θεολογικές αλλά και ιστορικές πληροφορίες, αυτή η κοσμοθεώρηση που αναδεικνύεται μέσα από το βιβλίο ανατιμάται. Ο παπαμέθυσος είναι «ανίκανος να μετανοήσει», όταν πεθαίνει «κανείς δεν αναγνωρίζει την αγιότητά του», ο θάνατός του «αποτελεί κατεξοχήν φανέρωση της βασιλείας και της δύναμης και της δόξας του Θεού» και «η Χάρη του Θεού οδηγεί έναν αμαρτωλό ιερέα στην αγιότητα». Προχωρώντας παραπέρα τη θέση του Γκρην, υποστηρίζει πως «Η Εκκλησία χαρίζει τη σωτηρία στην κοινωνία των πιστών, ανεπηρέαστα από την ηθική ποιότητα των ιερέων της» και πως «Η μαρτυρία και ο αγιασμός του Ονόματός του συνεχίζονται εις τους αιώνας. Αυτώ η Δύναμις και η Δόξα».
Άραγε η ηθική ποιότητα των ιερέων δεν επηρεάζει την τελική σωτηρία τους (ή των πιστών που τους εμπιστεύονται); Μπορούμε να μιλάμε για αγιότητα του παπαμέθυσου ύστερα από όσα έχει κάνει; Αρκεί η οξυμένη «συνείδηση της αμαρτωλότητας» για να καταστήσει κάποιον άγιο; Κι αν η θυσία του παπαμέθυσου ήταν μαρτυρική (που όντως ήταν), τι θα λέγαμε τότε για τους αθώους ομήρους που εκτελέστηκαν για τις δικές του αμαρτίες; Ήταν χειρότερο που ένας άλλος ιερέας του μυθιστορήματος, ο Πάδρε Χοσέ, υποχώρησε στις επιταγές του καθεστώτος και δεν πήρε στον λαιμό του άλλους ανθρώπους; Άλλο πράγμα η κατανόηση και η συμπόνια απέναντι στο δράμα ενός πραγματικού ανθρώπου ή ενός μυθοπλαστικού χαρακτήρα, κι άλλο η αναγόρευσή του σε άγιο.
Η Δύναμις και η Δόξα είναι σε κάθε περίπτωση ένα λογοτεχνικό ψυχογράφημα από τα λίγα, ένα μυθιστόρημα που δικαίως συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα του 20ού αιώνα.
Όπως κι αν έχει (και με επίγνωση πως η αντίληψη του Γκρην περί πίστης ήταν ασφαλώς πιο αινιγματική από αυτή που σκιαγραφήσαμε), μετά την εκτέλεση του παπαμέθυσου η εμφάνιση ενός άλλου ιερέα υποδηλώνει πως την Εκκλησία (εδώ, Καθολική, αλλά και όποια άλλη ενστερνίζεται ο εκάστοτε πιστός) δεν μπορεί να την εξαλείψει κανείς οριστικά. Υποδηλώνει όμως και την ανικανότητα των περισσότερων ανθρώπων να ζήσουν χωρίς πίστη σε μια ανώτατη δύναμη.
Κατά την ανάγνωση του Η Δύναμις και η Δόξα μάς ήρθε στον νου το σκηνικό κάποιων «μεξικάνικων» έργων του Μπ. Τράβεν, με τη διάχυτη σκληρότητα και τον αμείλικτο κυνισμό τους (ο επαναστατικός αναρχισμός του Γερμανού διαφέρει πάντως από τον χριστιανικό κομμουνισμό του Γκρην), το Πλουμιστό ερπετό του Ντ.Χ. Λόρενς, καθώς επίσης ο αλκοολικός πρόξενος του ηφαιστειώδους Μάλκολμ Λόουρι. Με πρόσωπα ερριμμένα σε έναν έρημο κόσμο, με ένα ύφος βαθύτατα ανησυχαστικό, καθώς και με στιγμιότυπα δαιμονικής ομορφιάς και σπαρακτικής οδύνης, το Η Δύναμις και η Δόξα είναι σε κάθε περίπτωση ένα λογοτεχνικό ψυχογράφημα από τα λίγα, ένα μυθιστόρημα που δικαίως συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα του 20ού αιώνα. Δυστυχώς για τον Γκρην, η δύναμη και η δόξα δεν ανήκουν στον Θεό. Ευτυχώς για τον Γκρην, η δύναμη και η δόξα ανήκουν στη λογοτεχνία του.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα ««Αίμα μηχανή» (εκδ. Γαβριηλίδη).
Η Δύναμις και η Δόξα
Γκράχαμ Γκρην
Μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Πόλις 2015
Σελ. 360, τιμή εκδότη € 17,70