Για το μυθιστόρημα του Paolo di Paolo Δώσε μου λίγη ζωή (μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδ. Ίκαρος).
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Προηγείται η κριτική, έπεται η μνεία του γιατρικού, η πρόταση για το νυν μέσω του τότες που (όπως έλεγε ο Samuel Beckett). Ο συγγραφέας τέρπει αλλά συνάμα υπενθυμίζει, επισημαίνει, διαγιγνώσκει, προτείνει. Αφουγκράζεται, γίνεται παλλόμενη μεμβράνη, αντένα, τηλεβόας για ψιθύρους, αλλά και σιγαστήρας για ουρλιαχτά. Ο Paolo Di Paolo (Ρώμη, 1983) αφού μας ταξίδεψε στον glitter κυνισμό της μπερλουσκονικής παρατεταμένης παράνοιας με το Πού ήσασταν όλοι; (μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδ. Ίκαρος) επιχειρεί ένα γόνιμο ταξίδι στο παρελθόν και στα μονοπάτια της ιστορίας με το Δώσε μου λίγη ζωή, που επίσης μεταφέρει άρτια και κομψά στα ελληνικά ο Ανταίος Χρυσοστομίδης.
Τότες που η μάρκα του τσιγάρου, το πώς κρατούσες τον στυλογράφο, ο κόμπος στον λαιμοδέτη σου, σήμαιναν ότι είσαι από τούτη τη μεριά και όχι από την άλλη, σήμαιναν ότι ποντάρεις στην ευαισθησία και όχι στην αναισθησία.
Ο Di Paolo μας ταξιδεύει με αβίαστο γράψιμο στον Μεσοπόλεμο, στα 1926, στο μεταίχμιο ανάμεσα στην αισιόδοξη ταχύτητα και στην επέλαση του εφιάλτη, τότες που το ρηξικέλευθο πάλευε με το φριχτά σιδερένιο όνειδος και άλγος, τότες που ακόμη πετάριζαν οι ελπίδες και αντιμάχονταν τη μαύρη μαυρίλα που στοίχειωνε ήδη την Ευρώπη, τότες που μπορούσες να χαμογελάς όντας βέβαιος ότι το εικοσιτετράωρό σου, η καθημερινή σου ζωή, είναι τίγκα στις σημασίες και στη σπουδαιότητα. Οι μικρολεπτομέρειες είναι πολύτιμες, και ο προσδιορισμός της ταυτότητας, σύνολου του είναι, τελείται μέσα από τις μικρολεπτομέρειες. Τότες που η μάρκα του τσιγάρου, το πώς κρατούσες τον στυλογράφο, ο κόμπος στον λαιμοδέτη σου, σήμαιναν ότι είσαι από τούτη τη μεριά και όχι από την άλλη, σήμαιναν ότι ποντάρεις στην ευαισθησία και όχι στην αναισθησία, σήμαιναν ότι θεωρείς ότι οι λέξεις είναι εφαλτήριο πράξεων και όχι αέρας κοπανιστός, σήμαιναν ότι το τι καπνό φουμάρεις είμαι ζήτημα ζωής ή/και θανάτου.
Δίπολα που κινούν τις λέξεις
Ο νεαρός Μοράλντο και ο νεαρός Πιέρο, η νεαρή Καρλότα και η νεαρή Άντα, το Τορίνο και το Παρίσι, η τρυφερότητα και η βία, η ποίηση και η κτηνωδία, είναι τα δίπολα που κινούν τις λέξεις του Di Paolo. Η πλοκή υφαίνεται, με τη ζωντάνια που προσδίδει η χρήση του ενεστώτος χρόνου, γύρω από μία σύντομη στιγμή του ήδη σύντομου βίου που δόθηκε στον αντιφασίστα διανοούμενο και εκδότη Piero Gobetti (1901-1926), την στιγμή της αναχώρησής του από το ασφυκτικά βίαιο Τορίνο και της εγκατάστασής του στο Παρίσι όπου ασθένησε σοβαρά και άφησε την τελευταία του πνοή (στην κεντρική φωτό, ο Stefano Oppedisano ως Piero Gobetti, στην ταινία Il delitto Matteotti του Florestano Vancini, 1973). Ο Μοράλντο συναντιέται με τον Γκομπέτι στα φοιτητικά αμφιθέατρα, τον αντιπαθεί και τον θαυμάζει, εντέλει γοητεύεται από την αγέρωχη μαχητικότητά του, επιχειρεί να έρθει σε επαφή μαζί του, χάνονται, και συναντιούνται, τυχαία, δίχως τίποτα να συμβεί, σ᾽ ένα παγκάκι στο Παρίσι, κι ανταλλάσσουν δυο τρεις σχεδόν αδιάφορες κουβέντες. Η ανάσα της Ιστορίας και ο καθημερινός βήχας, η καταχνιά της εξορίας και η αισιόδοξη αίθρια πίστη στην πρόοδο, το σάστισμα του αναπάντεχου έρωτα και η συντριβή του στις ξέρες της καθημερινότητας, όπως βροντερά προειδοποιούσε ο Μαγιακόφσκι — όλα μπλέκουν και πλέκονται στην πλοκή του Di Paolo, όλα γίνονται οι ψηφίδες του έργου που τόσες και τόσες φορές, και παρά τις δικές μας απανωτές προσπάθειες, γράφεται ερήμην μας.
Ο Paolo di Paolo
|
Λεπταίσθητος, λεπτολόγος, λεπιδοπτερολόγος της αγωνίας, όπως άλλοτε χαρακτηρίστηκε ένας δικός μας, ο Νίκος Καχτίτσης, ο Ιταλός συγγραφέας ελίσσεται ευφυώς ανάμεσα στο προσωπικό και το πολιτικό, ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο, ανάμεσα στο καθημερινό και το ιστορικό. Η μέριμνα για το ρούχο, το φαγητό, το ποτό εναλλάσσεται με την μεγάλης κλίμακας αγωνία για την υπεράσπιση της αξιοπρέπειας, για την άμυνα απέναντι στη γενίκευση και εξάπλωση της αναισθησίας και της κτηνωδίας. Είναι συνταρακτικό το κεφάλαιο ανάμεσα στις σελίδες 125 και 129, μια εξόχως πυκνή ιστορία της προβοκάτσιας και του τραμπουκισμού, που ξεκινάει με χοντρά χωρατά για τις γυναίκες και τη βάρβαρη βαρβατίλα του αρσενικού για να προχωρήσει σε εφιαλτικές περιγραφές άγριου ξεπαστρέματος ενός αθώου, δήθεν κομμουνιστή, που έπεσε στα χέρια, και στα πόδια, σαλταρισμένων από την εξουσία προανθρώπων. Το σύντομο αυτό, συνταρακτικό ας επαναλάβω, κεφάλαιο, ευφυώς τοποθετείται από τον Di Paolo ανάμεσα σε δύο κεφάλαια που σκοπίμως σφύζουν από τρυφερότητα, παιγνιακή διάθεση, φιλοσοφία, τέχνη, ευαισθησία, πνεύμα, στοχασμό.
Ακούστε πώς τελειώνει το κεφάλαιο που προηγείται: «Η αλήθεια όμως βρίσκεται στη θλιμμένη μουσική των καρουσέλ, που μοιάζει να έχει απορροφήσει μέσα της όλη τη μελαγχολία του κόσμου. Πρέπει να στήσεις αυτί για να την ακούσεις. Ενώ πιπιλίζεις μια καραμέλα ή δαγκώνεις ένα κομμάτι μαντολάτο».
Ακούστε πώς αρχίζει το κεφάλαιο που έπεται: «Πρέπει να φύγει κανείς για να είναι ελεύθερος; Πρέπει να αλλάξει τόπο, να ξεριζωθεί, για να μπορεί να γράφει, να μιλάει; Για να τον στηρίξουν δεν θα υπάρχουν παρά ηττημένοι και εξόριστοι. Από τη φλόγα και τους ηρωισμούς του Τζορντάνο Μπρούνο έχει απομείνει μονάχα αυτό το νέφος από μαύρο καπνό πάνω από το Κάμπο Ντέι Φιόρι; Άραγε το όνειρο του Καμπανέλα ήταν μονάχα το όνειρο ενός φυλακισμένου; […] Σταθερός σαν βράχος, σαν ερείπιο ενός χιλιετούς πολιτισμού, ο Κρότσε δεν φεύγει, μένει εκεί» (σ. 130).
Ο Di Paolo θέλει να θυμηθεί και να μας θυμίσει, θέλει να πάει στο Μεσοπόλεμο για να δει από τι μακελειό κατάγεται αυτός και η γενιά του, μια γενιά που τσαλαβουτάει στο σχεδόν τίποτα και στην απουσία νοήματος, συναισθήματος, πάθους, σκοπού, σχεδίων για το μέλλον και γνώσεως για το παρελθόν.
Με την ευκαιρία, ας παραθέσω ονόματα ξακουστών στοχαστών και καλλιτεχνών που παρελαύνουν στις σελίδες του Di Paolo: Καντ, Μαντένια, Κρότσε, Νίτσε, Μιχαήλ Άγγελος, Ντ᾽ Ανούντσιο, Τουργκένιεφ, Γκόγκολ, Αρτούρο Γκραφ, Καζοράτι, Αλφιέρι, Κίπλινγκ, Βάγκνερ, Ενγκρ, Πιέρο ντε λα Φραντσέσκα, Ζολά, Ναντάρ, Ιούλιος Βερν, Σεζάν, και άλλοι. Δεν παρελαύνουν για να (επι)δείξουν ευρυμάθεια, αλλά διότι είναι ανάγκη σε καιρούς συγχύσεως και χάους να καταφεύγουμε στο μεγαλείο εκείνων που μίλησαν με πάθος και σε βάθος για τον άνθρωπο και την κοινωνία, στο μεγαλείο εκείνων που με τα χρώματα, με τις λέξεις, με τις νότες έδειξαν για τι υπέροχα και τι επαίσχυντα πράγματα είναι ικανός ο άνθρωπος.
Ο Di Paolo θέλει να θυμηθεί και να μας θυμίσει, θέλει να πάει στο Μεσοπόλεμο για να δει από τι μακελειό κατάγεται αυτός και η γενιά του, μια γενιά που τσαλαβουτάει στο σχεδόν τίποτα και στην απουσία νοήματος, συναισθήματος, πάθους, σκοπού, σχεδίων για το μέλλον και γνώσεως για το παρελθόν. Θέλει, ο ταλαντούχος νεαρός, να υπερβεί την ευκολία του να γράφει και να περάσει στα ζόρια του στοχασμού. Και κάνει καλά. Άλλωστε φροντίζει να πει: «Όταν παρακμάζει η πολιτική, πρέπει να παραμένουμε πολιτικοί» (σ. 156)᾽. Που σημαίνει: δική μας όλη η ευθύνη.
Σαν υστερόγραφο, επιτρέψτε μου να εκφράσω τον θαυμασμό μου για το πώς μιλάει για τα δάκρυα ο Di Paolo – τα δάκρυα που αποτέλεσαν αγαπημένο θέμα του τελευταίου φιλοσόφου, του Emil Cioran. Γράφει ο Di Paolo: «Λαξευμένα πάνω σε έναν διάφανο ουρανό υπάρχουν πέντε ή έξι κόκκινα δάκρυα που αντί να κατεβαίνουν, ανεβαίνουν. Αερόστατα, όπως σε μυθιστόρημα του Βερν».
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Δώσε μου λίγη ζωή
Paolo Di Paolo
Μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης
Ίκαρος 2015
Σελ. 208, τιμή εκδότη € 14,45