
Για το μυθιστόρημα του Joseph Roth, «Η κρύπτη των καπουτσίνων» (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Άγρα).
Του Νίκου Ξένιου
Η Κρύπτη των Καπουτσίνων (Die Kapuzinergruft, 1938) κυκλοφορεί, για δεύτερη φορά στην Ελλάδα, σε μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου, από τις εκδόσεις «Άγρα». Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία, το 1933, έχει σηματοδοτήσει την εξορία του Ροτ στο Παρίσι. Ο άπατρις πλέον συγγραφέας αποχαιρετά οριστικά το ηγεμονικό σύμπαν της Αυστροουγγαρίας, με τη διεθνική σύνθεση και τις ποικίλες αισθήσεις.Καθιερωμένος ως αρθρογράφος της «Frankfurter Zeitung», έχει ήδη δημοσιεύσει το Εμβατήριο Ραντέτσκι, όπου περιέγραφε τις τελευταίες μέρες της μοναρχίας των Αψβούργων, ώστε χαίρει της εκτίμησης των διανοουμένων, τόσο της παλιάς αυτοκρατορίας, όσο και της υπόλοιπης Ευρώπης.
Νοσταλγός μιας τελειωμένης εποχής
Χωρίς να έχει την πρόθεση να απαρνηθεί τις ρίζες του, ο Ροτ δίνει ιδιαίτερη σημασία στη σχέση του με τον καθολικισμό. Στο τέλος του Εμβατηρίου Ραντέτσκι πεθαίνει ο εγγονός του ιδρυτή της δυναστείας Τρόττα, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ η Κρύπτη των Καπουτσίνων ξεκινά το 1913 και τελειώνει με το Anschluss, το 1938: το βιβλίο γράφηκε βιαστικά, προκειμένου να επιβιώσει ο Ροτ, που μάλιστα εκείνη την εποχή είχε παραδοθεί τελείως στον αλκοολισμό. Πλάθοντας το ιστορικό της οικογένειας Τρόττα, ο Ροτ βασίζει την τραγικότητα της μητέρας του ήρωα σε μια εμμονή, και το ίδιο κάνει και με τα άλλα πρόσωπα της νεανικής του παρέας.
Το λογοτεχνικό πρόσωπο που πλάθει ο Γιόζεφ Ροτ -ως ένα βαθμό αυτοβιογραφούμενος- διακρίνεται από την «αριστοκρατική», νηφάλια απαξίωση της ιδιοκτησίας του, από τη βαθμιαία ένταξη σε ένα διηνεκές, άχρονο παρόν έκπτωσης των αξιών του.
Ο νεαρός βαρόνος Τρόττα βιώνει την παρακμή του παλιού αυστριακού μεγαλείου ως προσωπικό του αφανισμό: σφραγισμένος από εμμονή στην Αυστροουγγαρία και στον εβραϊκό τρόπο ζωής ο Τρόττα περνά τη λαμπερή και επιφανειακή νιότη του ανέμελα μέχρι την έναρξη του πολέμου, οπότε και αποκτούν υπόσταση όλα τα μικροαστικά όνειρα που ως νέος περιφρονούσε. Κυριαρχημένος από την αίσθηση του επικείμενου τέλους[1], με τα «οστεώδη δάκτυλα του θανάτου» να κυριαρχούν πάνω από το ποτήρι του, ο Τρόττα σπεύδει να παντρευτεί την εκλεκτή της καρδιάς του και ν’ αποχαιρετήσει τη μητέρα του, με μια τελετουργία που υποβιβάζει το ουσιώδες εις όφελος της κομψής ψευδαίσθησης. Αντιλαμβανόμενος σαρκαστικά την παρακμή και την πτώση όλων των συνιστωσών ενός κόσμου όπου ο ταξικός προσδιορισμός προσέδιδε τεχνηέντως νόημα στα πράγματα, αυτός ο ιδαλγός υπομένει στωικά τη σύλληψη και την εξορία στη Σιβηρία, αναπτύσσοντας μιαν ιδιότυπη αντίληψη συντροφικότητας και σταδιακά αναδιπλούμενος στον παλιό του εαυτό. Το λογοτεχνικό πρόσωπο που πλάθει ο Γιόζεφ Ροτ -ως ένα βαθμό αυτοβιογραφούμενος- διακρίνεται από την «αριστοκρατική», νηφάλια απαξίωση της ιδιοκτησίας του, από τη βαθμιαία ένταξη σε ένα διηνεκές, άχρονο παρόν έκπτωσης των αξιών του, από την αγκίστρωση σε σχήματα ιδεολογικά και αισθητικές αποτιμήσεις ενός παρελθόντος που φέρει εν σπέρματι τον ενταφιασμό των ελπίδων του.
![]() Ο Joseph Roth με τον Stefan Zweig
|
Εύθραυστος ανδρισμός
Ο Ροτ αναπαριστά λογοτεχνικά τη ρηχότητα στην αντιμετώπιση της ζωής από τους νέους αυστριακούς στρατιώτες του ancien régime με μια τρωτή, ευγενή εκδοχή του ανδρισμού και μελαγχολική αμφιθυμία απέναντι στη μιλιταριστική ιδιότητα, ως ασυμβίβαστη προς την ευαισθησία και την καλλιέργεια των ευγενών αυτών ανδρών. Ο πικραμένος, αποκαρδιωμένος άνδρας που αναδύεται από τις σελίδες του Ροτ δεν είναι διανοούμενος, αλλά με θυμοσοφικό τρόπο αναψηλαφεί τις ρίζες του, χλευάζει την εθελοτυφλία της μητέρας του, δυναμιτίζει τη βιωσιμότητα της ταξικής παράδοσης από την οποία κατάγεται[2] αντλώντας, παράλληλα, κάποιο είδος ικανοποίησης από αυτά τα «οστεώδη δάκτυλα του Θανάτου», που επαναλαμβάνονται πεισματικά ως μοτίβο μέσα στο βιβλίο, είτε από πρόθεση, είτε λόγω προχειρότητας του συγγραφέα.
Στο τελευταίο κεφάλαιο ο Τρόττα επισκέπτεται το παλιό καφενείο της Βιέννης όπου σύχναζε η υψηλή κοινωνία της εποχής της Αυτοκρατορίας. Ξαφνικά μπαίνει ένας νέος με δερμάτινες μπότες, λευκό πουκάμισο και περίεργο καπέλο, για ν’ ανακοινώσει αυστηρά την πτώση της κυβέρνησης και την εγκαθίδρυση μιας «λαϊκής» κυβέρνησης Γερμανών. Με το Anschluss τελειώνει η αυστριακή αυτοκρατορία και το κομψό καφενείο σφαλίζει τις πόρτες του κρατώντας τον Τρόττα κλεισμένο μονάχο, σαν τάφος. Τα «οστεώδη δάκτυλα του Θανάτου» τον έχουν πια αγγίξει. Ο ήρωας κατευθύνεται, μέσα στη νύχτα προς την κρύπτη των Καπουτσίνων, όπου βρίσκονται ενταφιασμένοι οι τελευταίοι Αψβούργοι, και αποτίει έναν απονενοημένο φόρο τιμής. «Και τώρα; Τι κάνω εγώ, ένας Τρόττα;»
Ραγδαίος εκτοπισμός των εβραίων λογοτεχνών
Η φήμη του Στέφαν Τσβάιχ, η εκούσια εξορία του, η φιλία του με τον Γιόζεφ Ροτ, όλα προκαλούσαν το ενδιαφέρον του κοινού, ιδιαίτερα του αγγλοσαξονικού, που διέβλεπε το τέλος των ουτοπιών.
Ο «Αποχαιρετισμός στον Γιόζεφ Ροτ» του Στέφαν Τσβάιχ (στην κεντρική φωτό, οι δυο τους, στην Οστάνδη, το 1936), που περιλαμβάνεται στην έκδοση της Άγρας, παρουσιάζει τον θάνατο των φίλων ως τον οιωνό μιας ζοφερής εποχής που έρχεται και την οποία οι διανοούμενοι αδυνατούν να αναχαιτίσουν. Ο Τσβάιχ, με αυστριακό διαβατήριο που ίσχυε μέχρι το Anschluss του Μαρτίου του 1938, ταξίδευε στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Λατινική Αμερική και ένιωθε πως ζούσε στον «χρυσό αιώνα της ασφάλειας». Η αίσθηση όμως του κοσμοπολιτισμού δεν στάθηκε εξίσου απατηλή για όλους τους εβραίους συγγραφείς[3]: στα γραπτά του Χέρμαν Μπροχ μπορεί κανείς να συναντήσει μιαν εκδοχή της Βιέννης ως «πόλης της διακόσμησης, και όχι της Τέχνης»[4], μια πρώτη διατυπωμένη απαρέσκεια για τον αισθητισμό και την επιφανειακή προσέγγιση των σοβαρών ζητημάτων. Η φήμη του Στέφαν Τσβάιχ, η εκούσια εξορία του, η φιλία του με τον Γιόζεφ Ροτ, όλα προκαλούσαν το ενδιαφέρον του κοινού, ιδιαίτερα του αγγλοσαξονικού, που διέβλεπε το τέλος των ουτοπιών. Αλλά και μια πλειάδα άλλων διανοουμένων επίσης ανησυχούσε: ο Καρλ Κράους εντόπιζε μιαν ανεδαφική ανεμελιά στην πόλη των βαλς και της ανεργίας, ενώ ο Άρθουρ Σνίτσλερ πρώτος διαπίστωνε τη βαθμιαία αποδυνάμωση του φιλελευθερισμού, καθώς μεγάλα τμήματα μικροαστών πιεζόμενα οικονομικά και συντασσόμενα με την χριστιανοσοσιαλιστική κίνηση άρχισαν να επιτίθενται στους Εβραίους. Η αυτοκτονία του Ερνστ Τόλλερ στη Νέα Υόρκη σήμανε και την αρχή του τέλους του Ροτ, που έπεσε στην κατάθλιψη και στο ποτό, μέχρι που πέθανε από πνευμονία και delirium tremens στις 27 Μαΐου 1939. Η σύζυγός του, που βρισκόταν ήδη σε ψυχιατρική κλινική, δολοφονήθηκε με «ευθανασία» από τους Ναζί τον Ιούλιο του 1940. Και την ίδια χρονιά ο Τσβάιχ έφυγε για την Αμερική οριστικά, αποκαρδιωμένος από τις εξελίξεις στην Ευρώπη, ενώ στις 23 Φεβρουαρίου 1942 αυτοκτόνησε μαζί με τη δική του σύζυγο.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η νουβέλα «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» (εκδ. Κριτική).

Η κρύπτη των καπουτσίνων
Joseph Roth
Μτφρ. Μαρία Αγγελίδου
Άγρα 2014
Σελ. 264, τιμή εκδότη € 15,50