Για το μυθιστόρημα της Rachel Kushner, «Τα φλογοβόλα» (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Ίκαρος).
Της Αργυρώς Μαντόγλου
«Ήταν περφόρμανς το να οδηγώ τη Moto Valera στους δρόμους της Νέας Υόρκης… Έκανε σκηνή την πόλη». Στο «εκρηκτικό» και πολυεπίπεδο δεύτερο μυθιστόρημα της Κούσνερ όλοι υποδύονται ένα ρόλο, ακόμα και όταν είναι μόνοι με τον εαυτό τους ή στις ιδιαίτερες στιγμές τους μαζί με άλλους. Όλα τα μέρη, το αχανές σκηνικό της Νέας Υόρκης, αλλά και το εσωτερικό των σπιτιών είναι μέρος μιας παράστασης, στημένης όχι για να αποτυπώσει μια πραγματικότητα, αλλά για να γητέψει ένα κοινό, είτε αυτό είναι υπαρκτό, είτε βρίσκεται θαμμένο κάπου στο φαντασιακό της αφηγήτριας. Την ώρα που η Ρίνο, η εικοσιτριάχρονη μοτοσικλετίστρια μιλάει, φαίνεται να έχει συνείδηση πως αυτά που λέει προσαρμόζονται σ’ αυτόν που κάθε φορά απευθύνεται.
Σ’ αυτό το μεταμοντέρνο «ιστορικό» μυθιστόρημα όλα είναι τέχνη και πολιτική του βίου.
Η Κούσνερ περιγράφει έναν κόσμο όπου οι επαναστάτες της εποχής, πέρα από τους άλλους εθισμούς, έχουν και τον εθισμό μιας ακαταπόνητης αφηγηματικής λαγνείας. Όλοι λατρεύουν να λένε ιστορίες. Στο μυθιστόρημα υπάρχουν αμέτρητες ιστορίες παρμένες από τα πρωτοσέλιδα, ανέκδοτα, μονόλογοι, επιτηδευμένες ναρκισσιστικές αφηγήσεις, ατυχείς περιπέτειες και ακραία στιγμιότυπα. Η συγγραφέας δεν παύει ποτέ να αφηγείται. Σ’ αυτό το μεταμοντέρνο «ιστορικό» μυθιστόρημα, τοποθετημένο στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα -υπάρχουν εντυπωσιακές σελίδες όπου η πένα της παίρνει φωτιά από τη «φλόγα του παρόντος»-, όλα είναι τέχνη και πολιτική του βίου, καθώς το ατομικό συναντάται με εκρηκτικές στιγμές της ιστορίας, ενώ όλα έχουν στηθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελέσουν ένα «θέαμα» και να προκαλέσουν εντυπώσεις, είτε πρόκειται για μια βόλτα με τη μηχανή στην πόλη της Νέας Υόρκης (βλ. η Μάριαν Φέιθφουλ σε φωτογραφία της εποχής), είτε για μια απαγωγή από της Ερυθρές Ταξιαρχίες· τα γεγονότα που περιγράφονται υπόκεινται στους κανόνες του θεάματος: οφείλουν να μιλούν από μόνα τους, να είναι συναρπαστικά και πολυσήμαντα προς τέρψη και γνώση του θεατή.
Ατόφιο ρίσκο, η τέχνη
Από τις πρώτες σελίδες η αφηγήτρια μας προετοιμάζει για όσα θα ακολουθήσουν: «Για μένα η τέχνη προερχόταν από μια στοχαστική μοναξιά. Ένιωθα ότι έπρεπε να εμπλέκει ρίσκα, αληθινό, ατόφιο ρίσκο, η τέχνη», μας λέει και φαίνεται πως είναι διατεθειμένη να διακινδυνεύσει όσο χρειαστεί, προκειμένου να προωθήσει τις ιδέες της.
Χειμαρρώδης, λυρική, ακριβής, ευφάνταστη και ενίοτε συγκινητική παρατηρεί τον κόσμο κάνοντας αλματώδεις συνειρμούς, λες και ο κόσμος γύρω της είναι μια σκηνή και αυτή έχει καθήκον διασχίζοντας τον με τη μηχανή της να μη χάσει ούτε ένα στιγμιότυπο, καθώς «φλέγεται» να «στήσει» τη δική της αφήγηση και να λάβει μέρος στην «καλλιτεχνική σκηνή» της εποχής της.
Τη συναντάμε για πρώτη φορά πάνω στη μηχανή της, μια Moto Valera, την ώρα που τρέχει να λάβει μέρος στους αγώνες των Αλυκών Μπόνβιλ. Ο φίλος της είναι o Σάντρο Βαλέρα, ο δευτερότοκος γιος μιας οικογένειας που ανήκει στην οικονομική ελίτ της Ιταλίας, ιδιοκτήτες της βιομηχανίας ελαστικών Valera και των μοτοσικλετών Moto Valera, αν και ο ίδιος συστήνεται ως καλλιτέχνης, μένει στη Νέα Υόρκη και δεν έχει στενές σχέσεις με τους δικούς του.
Με έναν αθώο και δήθεν ανάλαφρο τρόπο η Ρίνο σε πρώτο πρόσωπο μας λέει για το πώς έφθασε στη Νέα Υόρκη από ένα χωριό της Νεβάδα που έχει το όνομά της, πώς πέρασε τον πρώτο καιρό στην πόλη, τους ανθρώπους, τις «πρωτοπορίες» και τις καταστάσεις που συνάντησε μέχρι τη γνωριμία της με τον Σάντρο που είναι κατά δεκατέσσερα χρόνια μεγαλύτερός της. Όσο πλησιάζει τις Αλυκές ο λόγος της πυκνώνει και γίνεται πιο σύνθετος καθώς αρχίζει να παρουσιάζει και τις σκοτεινές πτυχές του κόσμου με τον οποίο ήρθε σε επαφή. Χειμαρρώδης, λυρική, ακριβής, ευφάνταστη και ενίοτε συγκινητική παρατηρεί τον κόσμο κάνοντας αλματώδεις συνειρμούς, χωρίς να αφήσει τίποτα απαρατήρητο ή ασχολίαστο, τίποτα δεν ξεφεύγει από το άγρυπνο μάτι της, λες και ο κόσμος γύρω της είναι μια σκηνή και αυτή έχει καθήκον διασχίζοντας τον με τη μηχανή της να μη χάσει ούτε ένα στιγμιότυπο, καθώς «φλέγεται» να «στήσει» τη δική της αφήγηση και να λάβει μέρος στην «καλλιτεχνική σκηνή» της εποχής της. Και όπως ο λόγος της έτσι και το έργο της ποικίλλει: είτε πρόκειται για τα φωτογραφημένα ίχνη της στο χιόνι, τις διαδρομές που σχημάτισε κάνοντας σκι, είτε για τη συμμετοχή της στους αγώνες ταχύτητας, ή άλλες ιδέες που σκέφτεται να κινηματογραφήσει για να φτιάξει το δικό της φιλμάκι το οποίο θα αποτυπώνει το παρόν, η Ρίνο πάντα πρωτοτυπεί.
Η Ρίνο είναι μια πειστική και ταυτόχρονα συγκινητική αφηγήτρια καθώς η Κούσνερ της επιτρέπει την αφέλεια και τον αυθορμητισμό της νεότητας, αν και σπάνια ξεστομίζει ή σκέφτεται κάτι το αναμενόμενο ή κλισέ. Στους αγώνες στις Αλυκές θα κάνει νέο ρεκόρ, τρέχει με 308 μίλια την ώρα και γίνεται επισήμως η ταχύτερη γυναίκα του πλανήτη για το 1976. Στη συνέχεια την προσκαλούν να τρέξει σε ένα αγώνα προώθησης των ελαστικών Valera που ονομάζεται το «Πνεύμα της Ιταλίας».
Η Rachel Kushner
|
Από τον φουτουρισμό στον καπιταλισμό
Σε κάποια κεφάλαια η Κρούσνερ περιγράφει τον τρόπο που η οικογένεια Βαλέρα έγινε μια οικονομική αυτοκρατορία και το φασιστικό παρελθόν της, μέσα από τη βιογραφία του πατρός Βαλέρα, ιδρυτή της εταιρείας. Μας περιγράφει τα παιδικά του χρόνια στην Αίγυπτο, την μετάβαση του στην Ιταλία, και την επαφή του με το ρεύμα των Φουτουριστών στα εφηβικά του χρόνια μέχρι την ένταξή του στο ιταλικό φασιστικό κόμμα. Ο Βαλέρα δεν επρόκειτο ποτέ να λησμονήσει μια νεανική πεποίθησή του «ότι η έντονη και ουσιώδης ζωή ήταν η αλλαγή και η σβελτάδα και φανερωνόταν μόνο μέσα από έντονες αναταράξεις».
Το 1942 η εταιρεία επεκτείνεται στη Βραζιλία, απ’ όπου έφερνε το καουτσούκ για τα λάστιχα και μας παρέχονται συγκλονιστικές εικόνες από τις εξαθλιωμένες συνθήκες εργασίας των εργατών, ενώ στη συνέχεια εξιστορείται το πώς η εταιρεία ανέλαβε την κατασκευή του σύγχρονου οδικού συστήματος της χώρας του, και το πώς, μετά το θάνατό του, τα μέλη της οικογένειας έγιναν στόχος των Ερυθρών Ταξιαρχιών.
Όταν η Ρίνο επισκέπτεται την Ιταλία με τον Σάντρο –το πιο ζωντανό κεφάλαιο του βιβλίου–, ένα ταξίδι που η ίδια δίσταζε να κάνει, θα βρεθεί μπλεγμένη με την πολιτική. Εκεί θα ζήσει για ένα διάστημα στον κόσμο της μεγαλοαστικής τάξης της Ιταλίας και θα αναμειχθεί (άθελά της) με την απαγωγή του μεγαλύτερου αδελφού του Σάντρο και διευθυντή της εταιρείας Valera από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Οι χαρακτήρες που κατοικούν την έπαυλη (η μητέρα, ένας ηλικιωμένος συγγραφέας, οι υπηρέτες και οι φίλοι της οικογένειας) δίνονται με χιούμορ, υπόγεια υπονόμευση και καυστικά σχόλια για τη βαναυσότητα, την εκκεντρικότητα και τον ναρκισσισμό των μεγαλοαστών και των αυλικών τους.
Το κυνήγι της φωτιάς
Η Κούσνερ επιχειρεί να συνδέσει μεταξύ τους τα κυρίαρχα ρεύματα του εικοστού αιώνα στην τέχνη αλλά και στην πολιτική.
Τα Φλογοβόλα έχουν φιλόδοξο θέμα και στόχο: Η Κούσνερ επιχειρεί να συνδέσει μεταξύ τους τα κυρίαρχα ρεύματα του εικοστού αιώνα στην τέχνη αλλά και στην πολιτική. Οι παραλληλισμοί είναι εύστοχοι, τις περισσότερες φορές, αν και σε σημεία η αφήγηση, παρότι απολαυστική, μοιάζει να «γέρνει» από τις υπερβολικά πολλές πληροφορίες. Στο μυθιστόρημα υπάρχουν πολλές προωθημένες ιδέες για τον χρόνο, τον πολιτικό ακτιβισμό, την οικονομική ανέχεια, τη ρήξη, την πλήξη, την ταυτότητα, την έμπνευση, και αυτή η πληθώρα σκέψεων όσο καλά διατυπωμένες και ρηξικέλευθες κι αν είναι, κάποιες φορές μοιάζει να μη μπορούν να «στεγαστούν» στο ίδιο μυθιστόρημα.
Κάπου περιγράφει το φλογοβόλο ως «μια φλόγα που έκαιγε ό,τι δεν έπρεπε να υπάρχει, ένα πράγμα που εκτόξευε το δηλητήριο του, σαν τις φλόγες…». Όλοι οι χαρακτήρες που παρουσιάζονται έχουν την παρόρμηση «να κάψουν ό,τι δεν πρέπει να υπάρχει», αλλά συχνά αδυνατούν να το επιχειρήσουν. Αν το έκαναν, ίσως να αναδεικνυόταν περισσότερο τα δικά τους, αυθεντικά προτερήματα. Το ίδιο ισχύει και για το μυθιστόρημα.
* Η ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ είναι συγγραφέας και μεταφράστρια.
Τα φλογοβόλα
Rachel Kushner
Μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Ίκαρος 2014
Σελ. 568, τιμή εκδότη € 17,51