Ο Γκράχαμ Σουίφτ ανατέμνει την μέση βρετανική οικογένεια που βιώνει την κατάθλιψη στο μυθιστόρημα Μακάρι να ήσουν εδώ.
Του Γιώργου Βέη
Η ασθένεια των τρελών αγελάδων και ο πόλεμος στο Ιράκ συνιστούν τις κύριες εστίες των αναφορών. Ο πολύπειρος αφηγητής, ο Γκράχαμ Σουίφτ, δαφνοστεφής βετεράνος στο χώρο της απαιτητικής μυθοπλασίας, προβάλλει τις περιπέτειες των Λάξτον και Μέρικ, οι οποίοι αποτελούν τον κορμό δύο φίλεργων, τυπικά στενοκέφαλων, αυταρχικών οικογενειών, μέτριας ή και χαμηλής παιδείας, από το μάλλον καταθλιπτικό Ντέβον της πρώην θαλασσοκράτειρας Αγγλίας.Ο κοινός παρονομαστής της συμπεριφοράς των Λάξτον και Μέρικ υποδηλώνει σταθερά, αν μη τι άλλο, έναν ανίατο, παρατεταμένο διχασμό του εγώ ανάμεσα στην επιθυμία, περιττό να τονίσω: ανικανοποίητη κατά το μάλλον ή ήττον, και στους αλυσιδωτούς συμβιβασμούς, τους οποίους παρέχει ο ανιαρός βίος των ζωοτρόφων ή των ιδιοκτητών τροχοφόρων προς ενοικίαση από τακτικούς ή έκτακτους θερινούς παραθεριστές. Η αναχώρηση του Τομ Λάξτον, στα δεκαοκτώ του, από τον περίκλειστο αυτόν κόσμο τον οδηγεί μαθηματικά στα πεδία μαχών του Ιράκ. Εκεί, ως διακεκριμένο στέλεχος των βρετανικών δυνάμεων εισβολής, βρίσκει τον (πιθανότατα λυτρωτικό) θάνατο, μαζί με δύο υπ΄ αυτόν οπλίτες, στις 4 Νοεμβρίου του 2006, σε μια μοιραία φάση των αιματηρών επιχειρήσεων στη Μπάσρα.
Η απροσδόκητη συνάφεια και συναισθηματική συνύπαρξη ζώντων και τεθνεώτων παράγει μια από τις καλύτερες σελίδες του βιβλίου και ίσως από τις πιο αντιπροσωπευτικές της θεματολογικής πρότασης του συγγραφέα
Ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Τζακ ή Τζάκο, θα υποδεχθεί τη σορό του στην πατρίδα τους. Η απροσδόκητη συνάφεια και συναισθηματική συνύπαρξη ζώντων και τεθνεώτων παράγει μια από τις καλύτερες σελίδες του βιβλίου και ίσως από τις αντιπροσωπευτικότερες της θεματολογικής πρότασης του συγγραφέα. Διακρίνω, μεταξύ άλλων, τα εξής ενδεικτικά, τα οποία εμμέσως πλην σαφώς παραπέμπουν στο κλίμα του εμβληματικού μυθιστορήματος του Γουίλιαμ Φόκνερ Καθώς ψυχορραγώ, όπου οι κατ΄ εξοχήν συνεκτικοί διηγητικοί κρίκοι είναι, ως γνωστόν, οι διάφορες φάσεις της πορείας ενός φέρετρου: «Ήταν η πρώτη φορά που βρίσκονταν έτσι, οι δυο τους, και δεν επρόκειτο να ξανασυμβεί. Για μια στιγμή ένιωσε ότι βρισκόταν κι ο ίδιος κλεισμένος σε κιβούρι. Του φάνηκε σαν να έπρεπε να διαπεράσει τον αέρινο τοίχο που περιέβαλλε το φέρετρο προτού μπορέσει ν' ακουμπήσει (ξανά) πάνω του τα χέρια του, μετά το μάγουλο, μετά το μέτωπο και τέλος τα χείλη. Δεν είχε προσχεδιάσει ούτε προβλέψει αυτές τις κινήσεις, αλλά του τις είχε επιβάλει απλώς το σώμα του. Είπε: "Είμαι εδώ, Τομ. Είμαι εδώ, μαζί σου". Έπειτα, σαν να είχε αφήσει κάτι αδιευκρίνιστο, είπε: "Είμαστε και οι δύο εδώ"». (Βλ. σ. 318)
Η σύζυγος του Τζακ, ο υπέροχος, ιδανικός έρωτας της εφηβείας του, η Έλλη, δεν παρίσταται ούτε στην τελετή άφιξης του τεθνεώτος ούτε στην ταφή του. Τα αίτια, σκοτεινά και ανεκλάλητα, αιωρούνται στην ατμόσφαιρα ως αρχετυπικές Ερινύες. Οι διευκρινίσεις, οι οποίες παρέχονται στον αναγνώστη από τον θεό της αφήγησης αφορούν άλλωστε περισσότερο τον Τζακ από ό,τι την Έλλη. Παραθέτω τα εξής για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής: «Για κείνη ο θάνατος του Τομ σήμαινε πολύ απλά ότι ο Τομ είχε χαθεί πια για πάντα και δεν επρόκειτο να γυρίσει ποτέ. Αντιλαμβανόταν ότι αυτή η αντιμετώπιση ήταν απόλυτα εύλογη. Για τον ίδιο όμως κι εξίσου απλά, σήμαινε ότι ο Τομ είχε όντως ξαναγυρίσει – κι ας ήταν πολύ δυσκολότερο να επιχειρηματολογήσει υπέρ αυτής της άποψης. Τώρα το καταλάβαινε πραγματικά. Η επιστροφή του ήταν τόσο βέβαιη, όσο και το αν, αντί για κείνη την επιστολή που ανάγγελλε τον θάνατό του, είχε χτυπήσει ο ίδιος ο Τομ την εξώπορτα: να περάσω; Ήταν λες και τώρα που ο Τομ ήταν νεκρός εκείνος δεν μπορούσε πια να ζήσει χωρίς αυτόν, κι ας είχε ζήσει χωρίς αυτόν δεκατρία ολόκληρα χρόνια. Τόσην ώρα που οδηγούσε προσπαθούσε να ξεφύγει από αυτό το παράλογο αλλά αληθινό γεγονός που τον καταδίωκε». (Βλ. σ. 256).
Ο κεκοιμημένος Τομ, ο οποίος οίκοθεν νοείται έδειξε υποδειγματικό σεβασμό στα στρατιωτικά του καθήκοντα, όπως ακριβώς έπραξαν και συγγενικά του πρόσωπα στο εγγύς παρελθόν, είχε προλάβει να εκτελέσει συμβολικά τον πατέρα του, διακόπτοντας με την κατάταξή του στο στράτευμα κάθε επαφή μαζί του. Η αναχώρηση του Τομ και η αναπόφευκτη πατροκτονία συνιστά έξοδο από τη δυναστεία του Υπερεγώ. Ο ελεύθερος σκοπευτής, έχοντας εξολοθρεύσει πρώτα στο εσωτερικό της ατομικής του ενδοχώρας τον Πατέρα, στρέφεται στη συνέχεια εναντίον του τρομοκράτη Άλλου στη χώρα του Ευφράτη και του Τίγρη. Η ανταρσία του Τομ αποτελεί την απεξάρτηση από τα είδωλα της οικογένειας. Η παρεπόμενη υποταγή του στα είδωλα της Τάξης συνεπάγεται το βιολογικό του τέλος.
Ο νευρωτικός πατέρας τον αποκληρώνει βεβαίως, δρώντας σπασμωδικά. Αρκετά χρόνια μετά αυτοκτονεί, βλέποντας τις αγελάδες του να πάσχουν από αυτό που πλησιάζει απειλητικά και τον ίδιο, δηλαδή την τρέλα. Η Νέμεσις, εν ολίγοις, έχει αποδοθεί στο ακέραιο. Ο Τζακ, ένα αναμενόμενο ράκος, νοιώθει το φάντασμα του αφηγηματικά διαρκώς απόντος – παρόντος αδελφού του να περιφέρεται στα τροχόσπιτα, να εισβάλει στον αμιγώς δικό του χώρο, εκεί όπου το εγώ αισθάνεται επιτέλους ασφαλές. Η παράκρουση αγγίζει τη διάσταση του τραγικού. «Μέσα από τον θόρυβο της βροχής ακούει το αυτοκίνητο που πλησιάσει κι αποφασίζει –ξαφνική παρορμητική αλλαγή σχεδίων– να βγει από το σημείο όπου είναι κρυμμένος στη βάση της σκάλας, έχοντας το όπλο υψωμένο. Τότε όμως αντικρίζει τον Τομ να στέκεται με την πλάτη κολλημένη στο μέσα μέρος της εξώπορτας, απ' όπου πρέπει να μπει η Έλλη, σε μια απαγορευτική στάση που του είναι αμυδρά γνωστή. Είναι ντυμένος με πλήρη στρατιωτική αμφίεση, από την κορφή ως τα νύχια, φοράει τα ρούχα με τα οποία σκοτώθηκε και το ύφος και το βλέμμα του είναι κι αυτά στρατιωτικά. Αυτήν τη φορά όμως του μιλάει, αν και δεν είναι απαραίτητο. Του λέει: "Σκότωσε πρώτα εμένα, Τζακ, εμένα πρώτα. Μην κάνεις μαλακίες. Πάνω από το πτώμα μου θα περάσεις"» (σ.404).
Πρόκειται για ένα μυθιστορηματικό επίτευγμα, όπου οι υφολογικές ισορροπίες τηρούνται με προσοχή. Ένα οικογενειακό ρομάντζο μεταμορφώνεται σε κατατοπιστική διερεύνηση των παθών και κριμάτων του σύγχρονου ανθρώπου
Ο Τζακ θα βρει ανακούφιση (;) στην αγκαλιά της γυναίκας του. Είναι άλλωστε η μόνη που δεν ακυρώνει, που δεν εγκαταλείπει επ’ ουδενί τη βάση της, την οικογενειακή δηλαδή εστία. Αυτή τουλάχιστον δεν υποκύπτει στο σολοικισμό της Φυγής. Εάν δεν ανακάμψει ηθικά και πνευματικά, ξέρουμε ότι τον περιμένει μια εντατικότατη ψυχοθεραπεία. Για τη μητέρα των δύο αδελφών, η οποία αποσύρεται νωρίς από την κειμενική σκηνή, μαθαίνουμε λίγα πράγματα. Τόσα όσα χρειάζονται για ένα λειτουργικό πορτραίτο της. Ο θάνατός της απλώς μεγαλώνει χάσματα και ρήγματα ψυχής. Συνήθως αναδεικνύεται μέσα από ένα αίσθημα στέρησης, το οποίο κατ΄ εξακολούθηση βιώνουν οι γιοι της. Έστω παράδειγμα το εξής: «Δεν ήξερε τότε πόσο θα του έλειπαν κάποια μέρα οι ζάρες στον καρπό της μάνας του έτσι όπως κρατούσε την τσαγιέρα, με το ένα χέρι να συγκρατεί το καπάκι, και του γέμιζε το φλιτζάνι, αποκλειστικά γι' αυτόν, όπως δεν ήξερε και πόσο δύσκολο θα του ήταν να μιλήσει γι' αυτόν όταν θα ερχόταν εκείνη η ώρα». (Βλ. σελ. 36).
Κοντολογίς πρόκειται για ένα μυθιστορηματικό επίτευγμα, όπου οι υφολογικές ισορροπίες τηρούνται με ιδιαίτερη προσοχή. Ένα οικογενειακό ρομάντζο αντί να εκφυλιστεί σε υπέρ-συγκινησιακό εξάμβλωμα, όπως συνήθως συμβαίνει, μεταμορφώνεται σε κατατοπιστική διερεύνηση των παθών και κριμάτων του σύγχρονου ανθρώπου. Η μετάφραση αντιμετώπισε με επάρκεια και σύνεση όλες τις γλωσσικές ιδιαιτερότητες του πρωτοτύπου, όπου αφθονούν, ως εικός, τα δίσημα αποτυπώματα του καθημερινού λόγου.
Μακάρι να ήσουν εδώ
Γκράχαμ Σούιφτ
Μτφρ. Θωμάς Σκάσσης
Εστία, 2013
Σελ. 416, τιμή € 21,00