Για το μυθιστόρημα του Ουίλιαμ Φώκνερ «Ο ξένος στο χώμα» (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Καστανιώτη).
Του Νίκου Ξένιου
Το 1902, όταν ο Ουίλιαμ Φώκνερ είναι μόλις πέντε χρονών, η οικογένειά του μετακομίζει από το Νιου Όλμπανι του Μισισίπη στο Όξφορντ, μια κωμόπολη της κομητείας Λαφαγιέτ. Μετά το καλοκαίρι του 1927 ο συγγραφέας θα μεταπλάσει αυτό το σκηνικό επινοώντας την κομητεία Γιοκναπατάουφα στα βιβλία του Η βουή και η μανία[1] (The Sound and the Fury), Φως τον Αύγουστο (Light in August), Absalom, Absalom![2]και Ξένος στο χώμα (Intruder in the dust).
Ιστορίες από τον αμερικανικό Εμφύλιο, τη σκλαβιά των μαύρων, την Κου Κλουξ Κλαν, ακόμη και οικογενειακές ιστορίες, θα γίνουν το υλικό του έργου του, που θα του εξασφαλίσει το Νόμπελ Πεζογραφίας το 1950, καθώς και δύο Πούλιτζερ (Ένας μύθος, 1954 και Οι ληστές, 1962).
Με το λιντσάρισμα να επικρέμαται
Ο συγγραφέας αδιαφορούσε για τις αντιδράσεις των εκδοτών και ήταν αρνητικός σε οιανδήποτε παρέμβαση ή editing στα δύσβατα κείμενά του
Δημοσιευμένο το 1948, μια χρονιά πριν από το Νομπέλ, το μυθιστόρημα Ο ξένος στο χώμα συνδυάζει την αστυνομική πλοκή με μια εμπεριστατωμένη πραγμάτευση των φυλετικών σχέσεων. Ο «νότιος» Φώκνερ δίνει μιαν απάντηση στο βιβλίο του SelectedLetters: "να εξοφλήσουμε το χρέος μας στους μαύρους"[3]. Ο νεαρός Τσικ Μάλισον προσπαθεί να εξοφλήσει ένα παλιό χρέος στον μαύρο Λούκας Μποσάν, που τώρα κατηγορείται για τη δολοφονία ενός λευκού και απειλείται με λιντσάρισμα. Ο χαρακτήρας του Λούκας βρίθει προτερημάτων και ελαττωμάτων, επιτυχιών και αποτυχιών. Φτάνει στα άκρα σε ένα περιβάλλον που τον απειλεί με εξαφάνιση και συγκεντρώνει όλα τα γνωρίσματα της μεταβατικότητας που απαιτούνται ώστε να γεφυρωθεί το ρατσιστικό χάσμα, παράγωγο του φόβου για την ανατροπή μιας δεδομένης ιεραρχίας.
Οι χαρακτήρες του Λούκας και της γυναίκας του Μόλυ είχαν πρωτοεμφανιστεί στη συλλογή διηγημάτων του Φώκνερ Go Down, Moses, ενώ ένα αφήγημα με τίτλο "Lucas Beauchamp» δημοσιεύθηκε το 1999[4]. Ο συγγραφέας αδιαφορούσε για τις αντιδράσεις των εκδοτών και ήταν αρνητικός σε οιανδήποτε παρέμβαση ή editing στα δύσβατα κείμενά του. Ενταγμένος στο μοντερνιστικό κίνημα των αρχών του εικοστού αιώνα, αντιπαρατίθεται στον συντηρητικό ρεαλισμό των τελευταίων δεκαετιών του δέκατου ένατου, ξαναπιάνει το παρελθόν και το επεξεργάζεται με εργαλεία τη λογική, την ειρωνεία, τη σάτιρα, και με υλικό την επικαιρότητα. Στόχος του ήταν να υπονομεύσει τις παραδεδεγμένες αξίες και να αναδείξει τη μοναδικότητα των χαρακτήρων του.
Ο δυσμετάφραστος Φώκνερ
Πώς ν’ αποδώσει κανείς το δύσκολο ιδίωμα του Φώκνερ στα Ελληνικά; Ο συγγραφέας είχε κατηγορήσει τον Χέμινγουεϊ ότι «δεν διακινδύνευε την πλήξη, την εκτενή διήγηση και το δύσκολο ύφος»: σε αντίθεση προς τον σύγχρονό του, μινιμαλιστή Χέμινγουεϊ, σκόπιμα φόρτιζε τα κείμενά του με συναισθηματισμό, ενώ οι ιστορίες του απαρτίζονται από αδιόρατα στιγμιότυπα, ματιές, απαρατήρητες κινήσεις, γκροτέσκα επεισόδια, απρόβλεπτες συγκινήσεις, διανοητικά κατασκευάσματα και πισωγυρίσματα στον χρόνο, ανάμειξη πολλών «προσωπικών» χρονικοτήτων που συνθέτουν μιαν άστατη χρονική ροή: «Έπειτα στην πλατεία αυτή τη φορά για να τη διασχίσουν όλο ευθεία διαγωνίως προς το σημείο όπου το ημιφορτηγό έστεκε με τη μούρη του αδειανή στο ειδάλλως έρημο κράσπεδο και πάνω το μακρύ βουβό μουγκρητό και μπουμπουνητό της σκάλας στην ανοιχτή πόρτα του γραφείου και περνώντας μέσα απ’ αυτήν σκέφτηκε δίχως έκπληξη πως ήταν πιθανόν η μόνη γυναίκα που ήξερε που θ’ απέσυρε το δανεισμένο κλειδί απ΄την κλειδαριά μόλις άνοιγε την ξένη πόρτα όχι για ν’αφήσει το κλειδί πάνω στην πρώτη επίπεδη επιφάνεια που θα αντάμωνε μα για να το βάλει πίσω στο τσαντάκι ή στην τσέπη ή όπου το΄χε βάλει όταν της το δάνεισαν και που δε θα ΄ταν καθισμένη ούτε στην καρέκλα πίσω απ΄το τραπέζι και δεν ήταν όντως, καθισμένη αντ’αυτού ολόρθη με το καπέλο μα με άλλο φόρεμα που’ ταν απαράλλαχτο μ΄ αυτό που φόραγε χτες βράδυ…»
Δύσκολα αυτή η γλώσσα βρίσκει τη σύστοιχή της στα Ελληνικά, χωρίς την προσφυγή σε ελληνικά τοπικά ιδιώματα, σε εκφράσεις της οικείας καθημερινότητας, σε επίπλαστες εκφράσεις που υποσκάπτουν τη σαφήνεια
Η σκόπιμα περίπλοκη αφήγησή του βασίζεται στην εναλλαγή εκτενών «ρεπορτάζ», στον μακροπερίοδο λόγο με ελάχιστα σημεία στίξης, στα χρονικά πρωθύστερα και στις αναδρομικές αφηγήσεις, που είναι εμβόλιμες σχεδόν ανά δύο παραγράφους. Δύσκολα αυτή η γλώσσα βρίσκει τη σύστοιχή της στα Ελληνικά, χωρίς την προσφυγή σε ελληνικά τοπικά ιδιώματα, σε εκφράσεις της οικείας καθημερινότητας, σε επίπλαστες εκφράσεις που υποσκάπτουν τη σαφήνεια – συχνά με την παράθεση δύο ή περισσότερων ρηματικών τύπων στη σειρά:
«…ο θείος του είχε ξοδέψει ένα δεκάλεπτο γεμάτο επιμένοντας και τελικώς εξηγώντας ότι μπορεί να’ παιρνε κάνα δίωρο τρίωρο ακόμα γιατί είχε το χρυσό ρολόι-καρφίτσα στο μπούστο της ανοιχτό όταν μπήκαν…»
Όπως στο πρώτο μέρος του Βουή και Μανία, έτσι και στον Ξένο στο χώμα η αφήγηση εύκολα (με πλαγιαστά γράμματα: italics) περνά, χωρίς προειδοποίηση του αναγνώστη, στην αναδρομική αφήγηση, πράγμα που δεν αφήνει στον μεταφραστή πολλά περιθώρια αυτενέργειας. Όπως στο Καθώς ψυχορραγώ[5], έτσι κι εδώ κάθε επιμέρους κείμενο αυτονομείται, τόσο στιλιστικά, όσο και σε ό,τι αφορά τη σκιαγράφηση του χαρακτήρα.
«…φαινόταν να νομίζει ότι ως τώρα ο σερίφης θα ’πρεπε όχι μόνο να ’χε επιστρέψει με τον Κρόφορντ Γκάουρι αλλά πιθανόν να ’τανε καθ’ οδόν προς το σωφρονιστήριο μαζί του: έπειτα αυτός στη συνηθισμένη του καρέκλα πλάι στον ψύκτη κι εντέλει ο θείος του μέχρι που άναψε μ’ ένα σπίρτο την πίπα μιλώντας ακόμα όχι μονάχα μέσα απ’ τον καπνό αλλά δια μέσου του μαζί με τον καπνό…»
Η «συνειδησιακή ροή» είναι χαρακτηριστική συγγραφική επιλογή, μαζί με τις ασυνταξίες που αυτή επιφέρει στο κείμενο, καθώς και η εναλλαγή πολλών αφηγητών. Ο Αύγουστος Κορτώ σε μεγάλο βαθμό αυτοσχεδιάζει, όμως η –σύμφωνη με το αγγλικό πρωτότυπο- φειδώ στα σημεία στίξης και η συχνή επιστράτευση μιας ελληνικού τύπου προφορικότητας δεν λειτουργεί αποτελεσματικά σε όλα τα σημεία απόδοσης του νοήματος στην Ελληνική και καθιστά τη μετάφρασή του κατά τόπους δύσληπτη και προβληματική.
Oραματιζόμενος ένα διαφορετικό μέλλον
Τα κατά βάσιν «γοτθικά» μυθιστορήματά του Φώκνερ συστεγάζουν μαύρους πρώην σκλάβους ή απογόνους σκλάβων με ματαιωμένες λευκές γεροντοκόρες, αγρότες ή εργάτες του αμερικανικού Νότου και αριστοκράτες συντηρητικούς, σε σημείο τα γλωσσικά ιδιώματα να εναλλάσσονται διαρκώς. Κάποιοι χαρακτήρες του βρίσκονται πλησιέστερα στο βασίλειο του ενστίκτου, γι’ αυτό αφουγκράζονται ευκολότερα τους ήχους της νύχτας, μυρίζονται τον φόβο του μουλαριού, τη βροχή που πλησιάζει, τη θέση των λουλουδιών στο νεκροταφείο. Αυτοί οι χαρακτήρες στην ουσία καλούνται να αφυπνίσουν το ένστικτο και την καρδιά του ήρωα, να τον οδηγήσουν σε ενορατική αποκάλυψη της αλήθειας, να τον ενηλικιώσουν. Υπάρχει κάτι το θεμελιωδώς «ηρωϊκό» σε αυτήν την απόπειρα, που αναπόφευκτα καθορίζει και το ύφος του κειμένου.
Η ανθρώπινη συνθήκη, για τον οραματιστή Φώκνερ, φαίνεται να διανοίγει τους ορίζοντές της προς τη διαμόρφωση μιας «κοινωνίας της καρδιάς» στη θέση της αυστηρής –και διαπνεόμενης από σφαλερά, γενικευτικά κριτήρια– κοινωνίας του νου
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ήρωας του Φώκνερ βρίσκεται σε στάδιο μετάβασης από μια πρότερη κοινωνική και ψυχολογική κατάσταση σε μιαν άλλη, δηλαδή ανακλά τη γύρω του κοινωνική πραγματικότητα, στη μεταστοιχείωσή της, από τη «φυλετική» δομή της αυτοδικίας και της βίας, σε μιαν ευνομούμενη συνύπαρξη των ανθρώπων. Ο Τσικ Μάλισον ωριμάζει μέσα στο έργο, συνειδητοποιώντας πως κληρονομεί ένα κόσμο αδικίας τον οποίον καλείται να αλλάξει. Ενώ αισθάνεται χρέος απέναντι σε αυτόν τον ιδιότυπο, περήφανο Λούκας, δεν αξιοποιεί την ανθρώπινη σχέση που ο μαύρος είχε εγκαινιάσει ανάμεσά τους. Γι’ αυτό και κάθε ενέργειά του στην κατεύθυνση της αθώωσης του Λούκας αρχικά κινείται αποκλειστικά από το αίσθημα της υποχρέωσης, και όχι από μιαν ευρύτερη, δομημένη αντίληψη περί δικαιοσύνης, ούτε από καθαρό ένστικτο. Στα πρώτα στάδια της συνειδητοποίησής του διαπνέεται από απέχθεια προς τη βιαιότητα του όχλου, κατόπιν βιώνει για πρώτη φορά τον πόνο για τους αδικοχαμένους συνανθρώπους του, τέλος επιφορτίζεται τη συνειδησιακή ευθύνη να δράσει στην κατεύθυνση της υπεράσπισης των θυμάτων της ρατσιστικής βίας. Αντιλαμβάνεται πως η αίσθηση υποχρέωσής του έναντι του Λούκας είναι γενικευμένη, τυραννική αίσθηση ολόκληρης της κοινότητας των λευκών, και ότι μόνο μέσω αυτής τα πράγματα θα μπορούσαν να βελτιωθούν προς μια δικαιότερη κοινωνία. Η άρνηση, εκ μέρους του Λούκας, της κατηγοριοποίησης –και ενοχοποίησής του– υπό την υποτιμητική προσωνυμία «νέγρος» συνιστά το πρώτο βήμα προς την ωρίμανση της ανθρώπινης κοινότητας, ενώ παράλληλα το ίδιο το θύμα του ρατσισμού αντιλαμβάνεται τη βαρύτητα που έχει η αλλαγή συνειδησιακής τοποθέτησης και στάσης της κοινωνίας σε σχέση με την απλή τροποποίηση της νομοθεσίας. Η ανθρώπινη συνθήκη, για τον οραματιστή Φώκνερ, φαίνεται να διανοίγει τους ορίζοντές της προς τη διαμόρφωση μιας «κοινωνίας της καρδιάς» στη θέση της αυστηρής –και διαπνεόμενης από σφαλερά, γενικευτικά κριτήρια– κοινωνίας του νου.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η νουβέλα «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» (εκδ. Κριτική).
Ο Ξένος στο χώμα
Γουίλιαμ Φώκνερ
Μτφρ. Αύγουστος Κορτώ
Καστανιώτης 2014
Σελ. 272, τιμή € 17,04