
Του Νίκου Ξένιου
Το έργο του Αλμπέρτο Μοράβια εν γένει μοιάζει με νεκρώσιμη ακολουθία για τον σύγχρονο ανθρωπισμό. Στους Δύο φίλους, κεντρικός ήρωας είναι ένας νεαρός διανοούμενος που πασχίζει να ξεπεράσει την αίσθηση τρόμου και απαξίωσης[1] που βιώνει σε σχέση με τον εαυτό του και την ιταλική κοινωνία γύρω του, στο άρμα του αποσαθρωμένου αξιακού συστήματος που ακολούθησε τους δύο μεγάλους πολέμους[2].
Διαχειριζόμενος τρεις διαφορετικές χρονικές φάσεις, την ιστορική καθιέρωση, τη δράση και κατόπιν την ήττα του φασισμού στην Ιταλία, ο συγγραφέας πραγματεύεται τρεις αφηγηματικές εκδοχές της μετατροπής του ανθρώπου σε χρηστική αξία και της πολιτικής αλλοτρίωσής του: την απανθρωποποίηση και «πραγμο-ποίηση»[3] του ανθρώπου, το τρίπτυχο κομφορμισμός-αδιαφορία-άρνηση για τη ζωή, και το τρίπτυχο περιφρόνηση του Άλλου- απομόνωση- ανία.
Οι πανουργίες του έρωτα, η ζήλεια, ο ανταγωνισμός
Σκηνικό είναι η Ρώμη μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
Με ψυχαναλυτική και ταυτόχρονα μαρξιστική προσέγγιση ο Μοράβια φιλοτεχνεί τον χαρακτήρα του εικοσιεπτάχρονου Σέρτζιο, ενός κομμουνιστή θεωρητικού που εργάζεται ως χαμηλά αμειβόμενος δημοσιογράφος ενώ προσπαθεί να διαχειριστεί τις προσωπικές του αποτυχίες. Σκηνικό είναι η Ρώμη μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Σέρτζιο έχει ερωτική σχέση με τη νεότερη του Νέλλα, που κατάγεται από την εργατική τάξη. Ο έρωτάς τους είναι πηγαίος και αγνός αλλά διαρκώς υποσκάπτεται από την ανέχειά του, τη μόνιμη αίσθηση ανικανοποίητου και αυτοϋποτίμησης του Σέρτζιο και ένα ενδόμυχο συναίσθημα υποτίμησης της Νέλλα, που δεν είναι σε θέση να μοιραστεί τα αριστερά πολιτικά του οράματα. Στο πιο τρωτό στάδιο της σχέσης τους ο συγγραφέας εισάγει ένα τρίτο χαρακτήρα, τον Μαουρίτσιο, μεγαλύτερο σε ηλικία, αστικής καταγωγής, εμφανίσιμο, γεμάτο αυτοπεποίθηση και προσωπική γοητεία, αλλά πολιτικά αντιδραστικό, θαυμαστή του Χίτλερ και του Μουσολίνι, δηλαδή «αντίποδα» του Σέρτζιο[4].
Ο τίτλος Οι δύο φίλοι ήταν επιλογή του εκδότη Σιμόνε Καζίνι για την έκδοση των σημειώσεων του Μοράβια, σε μορφή τριών σχεδιασμάτων για ένα βιβλίο που δεν ολοκληρώθηκε. Τα ιδιόγραφα του συγγραφέα βρέθηκαν μετά τον θάνατό του, ανάμεσα στις αποσκευές του, στο σπίτι όπου μετακόμισε όταν χώρισε με την Έλσα Μοράντε (1963). Ο αναγνώστης της κριτικής έκδοσης του Σιμόνε Καζίνι μπορεί να ανιχνεύσει, στη Μορφή Α του κειμένου, κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία του Μοράβια, ιδιαίτερα στον αποσπασματικό πρόλογο όπου αναφέρονται οι ταξικές καταβολές του Σέρτζιο. Στη Μορφή Β αυτά τα στοιχεία ατονούν κάπως και η νουβέλα τείνει να γίνει πιο ολοκληρωμένη. Τέλος, στη Μορφή Γ, η αλλαγή σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση δίνει στον Μοράβια τη δυνατότητα να υιοθετήσει ένα νέο αφηγηματικό στυλ, πράγμα που καθιερώνεται στα μεταγενέστερα έργα του[5].
Requiem μιας εποχής
Oι δυο ήρωες συνιστούν ένα είδος «πολωμένης» αναπαράστασης των δύο τύπων στάσης έναντι του συστήματος ιδεών της εποχής.
Ο Σέρτζιο αντικρίζει στο πρόσωπο του Μαουρίτσιο την ενσάρκωση της ηθικά φθίνουσας πολιτικής τάξης που ηγήθηκε της Ιταλίας στη δεκαετία του ΄40 και διατήρησε ως μόνιμο φόβητρό της την επέκταση του Κομμουνισμού. Η απέχθειά του όμως για το φασιστικό μόρφωμα που στα μάτια του εκπροσωπεί ο Μαουρίτσιο, έρχεται σε αντίθεση με τη φυσική έλξη που του ασκεί ο ίδιος άνθρωπος. Οι γενεσιουργές αιτίες αυτής της αντίφασης δεν επιβαρύνουν το κείμενο με δοκιμιακό ύφος: αντίθετα, ο Μοράβια διαχειρίζεται τα φιλομόφυλα κίνητρα ως μια απόλυτα αναμενόμενη και φυσιολογική παράμετρο της συναρπαστικής φιλίας των δύο ηρώων του. Μάλιστα, στη δεύτερη εκδοχή, ο συγγραφέας επιχειρεί να άρει την αντίφαση, βάζοντας τον Σέρτζιο να αποπειράται την ιδεολογική μεταστροφή του Μαουρίτσιο και τον προσηλυτισμό του στη μαρξιστική θεωρία, για να νοηματοδοτήσει την έως τότε ανούσια ζωή του. Ο decadent Μαουρίτσιο όμως ζητά αντάλλαγμα για την ενδεχόμενη μεταστροφή του: «μεθυσμένος» από την εξουσία, ζητά από τον Σέρτζιο να του «παραχωρήσει» τη Νέλλα, ως εάν επρόκειτο για διαπραγματεύσιμο αντικείμενο. Επιπλέον, του δανείζει χρήματα, εξασφαλίζοντας έτσι το «πάνω χέρι», όχι μόνο σε ό,τι αφορά τη γυναίκα, αλλά και σε ό,τι αφορά το ιδεολογικό «πακέτο» που ο Σέρτζιο αδυνατεί να διαχειριστεί. Η απόπειρα μεταστροφής του Μαουρίτσιο που παρουσιάζεται στη Μορφή Β τοποθετείται χρονολογικά όχι πια στο 1943, αλλά στο 1945, όταν ο Σέρτζιο είναι μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Σε διαρκή αντιπαραβολή, οι δυο ήρωες συνιστούν ένα είδος «πολωμένης» αναπαράστασης των δύο τύπων στάσης έναντι του συστήματος ιδεών της ολοκληρωτικής αυτής εποχής: της στάσης του δραστήριου, ακτιβιστή, ενεργού φασίστα Μαουρίτσιο (που όμως ολοκληρώνεται ως πρόσωπο κι επιχρωματίζεται από την ίδια του τη δράση) αφενός, κι αφετέρου της στάσης του επιφυλακτικού, αναβλητικού, σκεπτικιστή αριστερού διανοούμενου Σέρτζιο (που όμως είναι ασαφής ως προς τα περιγράμματα, ακριβώς γιατί αδυνατεί να προβεί σε οιανδήποτε δράση). Στην ουσία, πρόκειται για αλληγορία που προσφέρεται και ως διπλή ερμηνεία, τόσο της αδράνειας των διανοουμένων έναντι του διογκούμενου φασιστικού φαινομένου στη μεταπολεμική Ευρώπη, όσο και της ανεξήγητης γοητείας που αυτό ασκεί στις τάξεις των νέων μικροαστών.
Με τις αρετές του Infinito
To έργο προοριζόταν για πολιτικό μυθιστόρημα που τελικά δεν είδε το φως της ημέρας, πιθανότατα γιατί ο Μοράβια διέβλεψε την ανελέητη επίθεση που θα δεχόταν από τους αριστερούς κριτικούς.
Ο λανθάνων ομοερωτισμός στη σχέση των δύο ανδρών μάς παραπέμπει σε αντίστοιχης θεματικής λογοτεχνικά έργα, όπως στον «Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ» της Πατρίτσια Χάισμιθ και στο «Επιστροφή στο Μπράιντσχεντ» του Έβελιν Ουόου. Κοινός τόπος είναι η συναισθηματική «υποταγή» ενός πολιτικά προοδευτικού, αλλ’ ωστόσο μη συνειδητοποιημένου ομοφυλόφιλου στη δυναμική, φαλλική φύση του άλλου άνδρα, που εκ φύσεως τάσσεται με τους φασίστες. Την ευνουχισμένη παθητικότητα -και απελπισία- του πρώτου εντείνουν, από τη μια, η αδυναμία του να προβεί σε ενέργειες αυτοκαταξίωσης και απομυθοποίησης του άλλου, και από την άλλη, η μυθοποίηση μιας αριστερής πολιτικής ιδεολογίας, μέσω της οποίας φιλοδοξεί να καλύψει το υπαρξιακό του κενό[6]. Γραμμένο ανάμεσα στο 1951 και το 1952, αμέσως μετά τον Κομφορμιστή, το έργο προοριζόταν για πολιτικό μυθιστόρημα που τελικά δεν είδε το φως της ημέρας, πιθανότατα γιατί ο Μοράβια διέβλεψε την ανελέητη επίθεση που θα δεχόταν από τους αριστερούς κριτικούς.
Τρεις διαφορετικές παραλλαγές συγγραφής, με τα ίδια πρόσωπα και τον ίδιο ουσιαστικά πυρήνα μάς παραδίδονται ως έργο κατά τη στιγμή της σύνθεσής του, στη διαδικασία της δημιουργίας του, τελικά όμως ημιτελές. Μπορεί κανείς να ιχνηλατήσει τις αφηγηματικές τεχνικές, την αξιοποίηση δηλαδή του αφηγηματικού χρόνου στις διαφορετικές (πειραματικές) του εκδοχές, τα σημεία έναρξης και λήξης των καθαρά αφηγηματικών μερών, την τόσο επιμελημένη δοσολογία αφήγησης και περιγραφής, τις εμβόλιμες πολιτικές νύξεις. Συγκρίνοντας τα τρία σχεδιάσματα μπορεί κανείς να συναγάγει ένα σωρό συμπεράσματα για τη γραφή του Μοράβια, επικουρούμενος από τη φιλολογική ανάλυση, που προηγείται, του Σιμόνε Καζίνι, αλλά και να διαφοροποιηθεί από τις επικρατούσες απόψεις για το έργο του ανθρωπιστή συγγραφέα, διαμορφώνοντας το προσωπικό του αναγνωστικό βίωμα. Αυτή είναι η κύρια αρετή της έκδοσης των Δύο φίλων, που στην Ιταλία θεωρείται μνημειακή.
Οι δύο φίλοι
Αποσπάσματα μιας ιστορίας στη διάρκεια του πολέμου και μετά τον πόλεμο
Αλμπέρτο Μοράβια
Μτφρ: Φωτεινή Ζερβού
Επιμ.: Simone Casini
Εκδόσεις Πατάκη 2013
Σελ. 467, τιμή € 19,70