
Για το μυθιστόρημα του Κέβιν Μπάρι (Kevin Barry) «Η καρδιά το καταχείμωνο» (μτφρ. Δημήτρης Καρακίτσος, εκδ. Γεννήτρια). Εικόνα: Από την ταινία «The great silence».
Γράφει η Ιωάννα Φωτοπούλου
Η δεύτερη κυκλοφορία του νεοσύστατου εκδοτικού οίκου Γεννήτρια έρχεται από τον συγγραφέα του βιβλίου Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη, που αγαπήθηκε πολύ στη χώρα μας κι έκανε γνωστό τον Κέβιν Μπάρρυ στα καθ’ ημάς. Πρόκειται για το μυθιστόρημα Η καρδιά το καταχείμωνο, σε εξαιρετική μετάφραση του Δημήτρη Καρακίτσου, ενώ αξίζει να σημειωθεί η ιδιαίτερη αισθητική της έκδοσης, σε σχέδιο και επιμέλεια από τους Παύλο Ζερβό και Παναγιώτη Κεχαγιά αντίστοιχα. Τον συγκεκριμένο συγγραφέα τον χαρακτηρίζει μια πολύ ιδιαίτερη πρόζα, τα χαρακτηριστικά της οποίας θα αναλύσουμε στη συνέχεια, είναι αξιοσημείωτο όμως το γεγονός ότι πέρα από τη γλώσσα, ο Μπάρρυ διαθέτει και μια μεγάλη άνεση στο να καταπιάνεται με διαφορετικά θέματα, αφού κάθε έργο του είναι τελείως διαφορετικό από το προηγούμενο.
Το βιβλίο αποτελεί μια μοναδική ιστορία αγάπης σε σκηνικό γουέστερν, που εκτυλίσσεται το 1891 στις Δυτικές πολιτείες της Αμερικής και συγκεκριμένα στα βουνά και τα δάση της Μοντάνα, που συνορεύει με την Ντακότα, το Ουαϊόμινγκ, το Αϊντάχο και τρεις καναδικές επαρχίες στα βόρεια. Το περιβάλλον είναι άγριο, αφιλόξενο, σκοτεινό, απειλητικό, γεμάτο ορεινά περάσματα και φωτεινά ξέφωτα, μια τυπική γουέστερν τοπιογραφία όπου κυριαρχούν οι ήχοι του δάσους και κάτι δυσοίωνο πλανάται διαρκώς στην ατμόσφαιρα ως υπενθύμιση των μονοπατιών στα οποία σκοτώθηκαν άνθρωποι. Πρόκειται για τη γη των Ινδιάνων των νε Περσέ, που το 1877 αρνήθηκαν να παραδώσουν τα εδάφη τους και οδήγησαν τα γυναικόπαιδά τους σε μια εξαντλητική πορεία 2.700 χιλιομέτρων, διωκόμενοι από δυνάμεις του αμερικανικού στρατού. Η θρυλική δήλωση του αρχηγού τους, όταν παραδόθηκε στους Αμερικάνους λίγο πριν φτάσει στον Καναδά, «Ι will fight no more forever» («δεν θα ξαναπολεμήσω ποτέ πια»), με το «για πάντα» να υπογραμμίζει την τραγικότητα της παραδοχής, σφράγισε μια εποχή. Η παρουσία τους διατρέχει το κείμενο διακριτικά και θα μπορούσε να συνδεθεί με την καταδίωξη του ζευγαριού προοικονομώντας και υπογραμμίζοντας τη μοίρα που επιβάλλουν οι ισχυροί στους αδύναμους.
Η υπόθεση του βιβλίου είναι απλή και εκτυλίσσεται γραμμικά. Άλλωστε, όπως λέει και η Πόλλυ, μία από τις ηρωίδες: «Σας βάζω όλους κάτω με τη δική μου ιστορία και θα μου πάρει μόνο μισή ώρα να σας πω το ζουμί». Κεντρικός ήρωας είναι ο Τομ Ρουρκ, ένας ιδιαίτερος Ιρλανδός, από αυτούς που θα χαρακτηρίζαμε αλαφροΐσκιωτους, τον οποίο στοιχειώνει ένα παρελθόν αδιευκρίνιστο στον αναγνώστη, που τον οδήγησε να διασχίσει ολόκληρο τον ωκεανό για να ξεφύγει και να εγκατασταθεί στο Μπιουτ. Η αλήθεια είναι πως στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα εμφανίζονται αρκετοί Ιρλανδοί. Από την ιστορία γνωρίζουμε ότι πολλοί φτωχοί άποικοι, κυρίως Ιρλανδοί που υφίσταντο τις επιπτώσεις τις βρετανικής κατοχής, εγκαταστάθηκαν σε αυτά τα μέρη και αξιοποιήθηκαν ως βιομηχανικοί εργάτες.
Δυο ερωτευμένοι φυγάδες
Στην περιοχή καταφτάνει και μια ιδιαίτερη φιγούρα, η Πόλλυ Γκιλλέσπυ, προκειμένου να παντρευτεί τον Χάρρινγκτον, έναν θρησκόληπτο Ιρλανδό ο οποίος εργάζεται ως προϊστάμενος στα ορυχεία. Η Πόλλυ και ο Τομ γνωρίζονται στο φωτογραφείο όπου το ζευγάρι έχει πάει για τη γαμήλια φωτογραφία. Είναι προορισμένοι ο ένας για τον άλλον μ’ έναν τρόπο καθορισμένο απ’ τη μοίρα. Ερωτεύονται και το σκάνε στο δάσος κι έτσι αρχίζει ένα κυνηγετικό γουέστερν μέσα στις εσχατιές της Μοντάνα, με τους πιστολάδες Τζάγκο Μάρρακ, Κέιντεν Σπάργκο και Κίττο Πένγκελλυ στο κατόπι τους, με σκοπό να συλλάβουν τον Τομ και να φέρουν πίσω την Πόλλυ στον απατημένο σύζυγο.
Όπως συνειδητοποιεί τελικά η Πόλλυ, όταν τα παρατάς όλα στην τύχη, συμπεριφέρεσαι όπως σου έρθει ή τ’ αφήνεις όλα στον άνεμο, θα πρέπει να είσαι έτοιμος να θερίσεις ανέμους.
Στον δρόμο τους, οι δύο ερωτευμένοι φυγάδες θα συναντήσουν διάφορους ανθρώπους, τυπικές μορφές του συγκεκριμένου λογοτεχνικού είδους, στους οποίους όμως ο συγγραφέας προσδίδει βάθος και συνθετότητα. Δύο μιγάδες Γάλλοι βιολιτζήδες, ένας άντρας με το όνομα Αιδεσιμότατος, πεπεισμένος ότι η μοίρα του καθενός είναι καθορισμένη απ’ την κοιλιά της μάνας του, μια οικογένεια μεταναστών στο Ποκατέλλο, ένας μοναχικός καβαλάρης που θα φέρει τον Τομ προ των ανίατων ψευδαισθήσεών του, οι οποίες μιλούν για ένα αόρατο σχέδιο που τον αφήνει στα χέρια της μοίρας. Αυτοί κι άλλοι δευτερεύοντες χαρακτήρες θα λειτουργήσουν καταλυτικά στην εξέλιξη της πλοκής και θα βοηθήσουν τους δύο ήρωες να μάθουν κάτι για τον εαυτό τους και για τον κόσμο.
Το μονοπάτι προς την έξοδο είναι σπαρμένο με εμπόδια. Το ζευγάρι δεν έχει υπολογίσει καλά τα πράγματα και η άστατη, ευκολόπιστη φύση τους, που περιφρονεί τη ζωή, τους ωθεί να βαδίσουν προς τον θάνατο σε μια αχαρτογράφητη γη. Όπως συνειδητοποιεί τελικά η Πόλλυ, όταν τα παρατάς όλα στην τύχη, συμπεριφέρεσαι όπως σου έρθει ή τ’ αφήνεις όλα στον άνεμο, θα πρέπει να είσαι έτοιμος να θερίσεις ανέμους.
Ο Τομ Ρουρκ, ένας αντιήρωας
Ο Τομ Ρουρκ αποτελεί μια διφορούμενη προσωπικότητα, έναν αντιήρωα: αλκοολικός, πρεζάκι, άθεος με ροπή προς τη μεταφυσική και μια βαθιά πίστη σε ένα άνωθεν σχέδιο που κινεί τα νήματα της ζωής του, δίνει σημασία στα σημάδια τα οποία συναντά παντού ακριβώς επειδή τα αναζητά. Διαθέτει μια τρυφερή και ευαίσθητη καρδιά, δεν ταιριάζει με το σκληρό περιβάλλον στο οποίο ζει και γι’ αυτό ονειρεύεται να αποδράσει, αν και κατά βάθος ξέρει ότι το Μπιουτ θα γίνει ο τόπος ταφής του. Ο ήρωας δεν ξεφεύγει από τη μοίρα της διπλής ζωής των συγγραφέων. Είναι ένας ποιητής που γράφει τραγούδια και αξιοποιεί το ταλέντο του για να βοηθά τους άλλους, γράφοντας γράμματα εκ μέρους μοναχικών επίδοξων γαμπρών, ενώ ταυτόχρονα τα πρωινά, για να βγάζει τα προς το ζην, δουλεύει στο φωτογραφείο ενός συντηρητικού γερο-Άγγλου, με τον οποίο ανταλλάσουν κάποιους ξεκαρδιστικούς διαλόγους, ενδεικτικούς των αντιλήψεων των ανθρώπων στον τόπο που ζει.
Αυτή η διάθεση για προσφορά, η αγάπη του και το νοιάξιμο για τους «σαρδανάπαλους» της ζωής, την ώρα που ο ίδιος έχει πάψει να πιστεύει στην αγάπη που θα τον σώσει, καταδεικνύει την ανάγκη του να σωθεί ο ίδιος σώζοντας τους άλλους. Κατά βάθος αναζητά την αγάπη κι αφού ό,τι ψάχνει κανείς συνήθως το βρίσκει όταν πλέον έχει σταματήσει να το ψάχνει, ο Τομ συναντά τον μεγάλο έρωτα τότε ακριβώς που έχει πάψει να ελπίζει στην ύπαρξή του. Ο Τομ είναι ένας αντιφατικός χαρακτήρας που όσο κι αν τον συμπαθούμε, η αλήθεια είναι πως έχει βάλει φωτιά σ’ ένα σπίτι, έχει κλέψει μια καλή και τίμια σπιτονοικοκυρά κι έχει φύγει για να ζήσει τον μεγάλο έρωτα με την Πόλλυ, τη γυναίκα ενός δύστυχου, πάνω σ’ ένα κλεμμένο παλομίνο.
Χειρίζεται τα πάντα με εξαιρετική ικανότητα, τη γλώσσα, τους χαρακτήρες, την πλοκή και παραδίδει ένα σύγχρονο γουέστερν που θα μπορούσε να διαβαστεί και ως ένα μυθιστόρημα ποιητικής.
Η γλώσσα του Μπάρι διαθέτει μια δυνατή αφηγηματική φωνή όπου καταφέρνει να χωρέσει τα πάντα μέσα: να δημιουργήσει εικόνες που σε μεταφέρουν σε αυτό το σκληρό και απόκοσμο παγωμένο τοπίο ώστε να νιώσεις την ομορφιά του, να καταγράψει σκέψεις και σχόλια χρησιμοποιώντας απροσδόκητες μεταφορές, να δημιουργήσει εντελώς σουρεαλιστικές σκηνές που αποδομούν τις πιο σοβαρές καταστάσεις δημιουργώντας μια σειρά αντιθέσεων και να δημιουργήσει αξιομνημόνευτους διαλόγους. Χειρίζεται τα πάντα με εξαιρετική ικανότητα, τη γλώσσα, τους χαρακτήρες, την πλοκή και παραδίδει ένα σύγχρονο γουέστερν που θα μπορούσε να διαβαστεί και ως ένα μυθιστόρημα ποιητικής.
Ο Τομ είναι ο ίδιος ποιητής, η ποίησή του λειτουργεί σαν διέξοδος από τη βαρετή δουλειά του, αλλά και σαν νοηματοδότηση της ζωής του. Όταν η Πόλλυ βρίσκει ένα απόκομμα από την εφημερίδα με τίτλο «Δώδεκα κανόνες για να γράψεις ιστορίες γουέστερν», ο συγγραφέας κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, κάνοντάς τον να σκεφτεί πως ακόμα και στην τέχνη υπάρχουν κανόνες τους οποίους ο ίδιος φαίνεται να γνωρίζει τόσο καλά που μπορεί και τους σπάει, ανανεώνοντας το είδος, κι έτσι παραδίδει ένα έργο που θα λατρέψουν ακόμα κι όσοι δεν προτιμούν τα γουέστερν. Οι αγώνες των Ινδιάνων, η ποίηση του Τομ κι ο έρωτας είναι μια καρδιά που χτυπά στο καταχείμωνο και η αλήθεια είναι πως αυτή η νότα αισιοδοξίας διατρέχει το κείμενο μέχρι το τέλος.
*Η ΙΩΑΝΝΑ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ είναι εκπαιδευτικός, κάτοχος Μεταπτυχιακού στη Δημιουργική Γραφή.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ο Τομ Ρουρκ τής είπε πως στα νιάτα του την είχε γλιτώσει από θαύμα, θα τον έκλειναν με τους αλαφροΐσκιωτους, θα τον έκλειναν με τους παράφρονες κι όλους εκείνους τους μαλάκες που τους κοιτάς και σου σηκώνεται η τρίχα. Αν ήσουν αλλόκοτος, έτσι σου φέρονταν πίσω στην πατρίδα. Τράβα με τις νεράιδες ‒ αυτή ήταν η νοοτροπία. Η Πόλλυ σφίχτηκε στην αγκαλιά του κι έπειτα του γρατζούνισε το στήθος με τα νύχια της και του ψιθύρισε κάτι παλαβομάρες κι εκείνος γέλασε, κι όσο πιο παλαβά ήταν αυτά που του έλεγε, τόσο πιο δυνατά γελούσε ο Τομ. Λες και η Πόλλυ μιλούσε τη γλώσσα των αγγέλων, με τη διαφορά ότι τα λόγια της δεν είχαν σχέση με κανέναν θεό. Απλώς τα άφηνε να βγουν από μέσα της. Εντελώς αυθόρμητα. Εκείνες οι λέξεις είχαν ξεπηδήσει από ένα μέρος πολύ βαθιά μέσα της. Ένα μέρος πριν από τον κόσμο και τον χρόνο. Που ήταν κάπου πολύ βαθιά κι έμοιαζε με δάσος. Κι ο Τομ γέλασε και ανατρίχιασε και η Πόλλυ άφησε τις λέξεις της να βγουν από τα νύχια της και να κυλήσουν στο στήθος του με κάτι γρατσουνιές που του έδωσαν να καταλάβει. Του είπε ότι κι οι δυο τους είχαν έρθει από το ίδιο μέρος. Μπορεί ακόμη να πάμε εκεί, του είπε. Μπορούμε να πηγαίνουμε όποτε το χρειαστούμε και μπορούμε για πάντα να τα λέμε εκεί. Ο Τομ είχε ανέβει από πάνω και της δάγκωνε τον λαιμό και τα στήθη, και σίγουρα καταλάβαιναν ο ένας τον άλλον, κι όλο αυτό μεταξύ τους ήταν σαν ένα τυχερό που συμβαίνει μόνο μία φορά στη ζωή, και πάλι όχι σε όλους».
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Κέβιν Μπάρι (γεν. 1969) είναι ένας από τους γνωστότερους σύγχρονους Ιρλανδούς συγγραφείς, με πολλά βραβεία στο ενεργητικό του. Ανάμεσα τους το International Dublin Literary Award και το Goldsmiths Prize.

Το Νυχτερινό πλοίο από την Ταγγέρη ήταν υποψήφιο για το βραβείο Booker και χαρακτηρίστηκε ένα από τα καλύτερα βιβλία του 2019 (New York Times, Lit Hub, The Millions, The Paris Review κά.).
























