
Για το μυθιστόρημα του Φερνάντο Αραμπούρου (Fernando Aramburu) «Το παιδί» (μτφρ. Τιτίνα Σπερελάκη, εκδ. Πατάκη). Ο Ισπανός συγγραφέας θα βρεθεί στην Ελλάδα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ ΛΕΑ. Την Παρασκευή 20 Ιουνίου, στις 9μμ, θα γίνει παρουσίαση του βιβλίου του στο Ινστιτούτο Θερβάντες.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Αν η μοναξιά έχει επτά πετσιά, τόσα και άλλα τόσα έχει η θλίψη ενός γονιού για την απώλεια του παιδιού του. Ο πόνος δεν είναι απλώς άφατος, είναι αβίωτος, ξεπερνάει κάθε όριο ανθρώπινης αντοχής. Ορίζει, εντέλει, μια νέα κατάσταση (ένα πριν κι ένα μετά), η οποία είναι καταδικασμένη εξαρχής.
Στις 23 Οκτωβρίου 1980, σε ένα σχολείο της περιοχής Ορτουέγια (περιοχή της Βασκονίας) σημειώνεται μια ισχυρή έκρηξη που είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους πενήντα μαθητές ηλικίας πέντε και έξι ετών και τρεις ενήλικες. Οι πρώτες πληροφορίες έκαναν λόγο για τρομοκρατική επίθεση της ΕΤΑ, σύντομα όμως αποδείχθηκε πως η αιτία ήταν διαρροή προπανίου, η οποία προκλήθηκε από ανθρώπινο λάθος.
Συγγραφικά, πώς γίνεται να μην περιπέσεις σε αδόκιμους συναισθηματισμούς που αντί να βοηθήσουν το κείμενο θα το περιχαρακώσουν σε μια πρωτοεπίπεδη οδύνη;
Ανάμεσα στα νεκρά παιδιά είναι και ο Νούκο. Ο γιος της Μαριάχε και του Χοσέ Μιγκέλ, αλλά και εγγονός του Νικάσιο. Ήταν μόλις έξι ετών, δεν πρόλαβε να χαρεί τη ζωή και οι δικοί του δεν είχαν την τύχη να τον δουν να μεγαλώνει. Πώς διαχειρίζεται κανείς μια τέτοια απώλεια; Αλλά και συγγραφικά, πώς γίνεται να μην περιπέσεις σε αδόκιμους συναισθηματισμούς που αντί να βοηθήσουν το κείμενο θα το περιχαρακώσουν σε μια πρωτοεπίπεδη οδύνη;
Ο Νικάσιο
Ο Αραμπούρου, συγγραφέας που και στα προηγούμενα βιβλία του έχει δείξει ενδιαφέρον για ιδιαίτερους χαρακτήρες που προέρχονται από τον γενέθλιο τόπο του, ορίζει αυτό το βιβλίο πάνω σε τρεις συντεταγμένες: τον παππού, τη μάνα και το... ίδιο το κείμενο. Αυτοί οι τρεις είναι οι βασικοί ήρωες του μυθιστορήματος.
Ο Νικάσιο δεν μπορεί να αποδεχθεί πως ο αγαπημένος του εγγονός έχει πεθάνει. Ζώντας σε μια δική του πραγματικότητα, πηγαίνει καθημερινά στο σπίτι της κόρης του για να πάρει τον μικρό και να τον πάει στο σχολείο. Κάθε Πέμπτη, ωστόσο, επισκέπτεται τον τάφο του, τον καθαρίζει και προσπαθώντας να μην έρθει σε επαφή με άλλο κόσμο, του μιλάει με τις ώρες σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα. Όλοι θεωρούν πως του Νικάσιο του έχει σαλέψει, κάτι που η κόρη του δεν θέλει να αποδεχθεί. Γι’ αυτό και δεν προσπαθεί επουδενί να τον βγάλει με βίαιο τρόπο έξω από την απατηλή πραγματικότητα που έχει χτίσει μέσα του.
Η Μαριάχε
Η Μαριάχε περνάει από διάφορες φάσεις συνειδητοποίησης της απώλειας. Από την άρνηση στην αποδοχή και από την καταφυγή στη θρησκεία έως την απόφαση να κάνει άλλο παιδί για να αφήσει στη λησμοσύνη τον χαμό του Νούκο. Είναι, όμως, μια γυναίκα που παραδέρνει, που δεν μπορεί να ορίσει τη ζωή της, που προσπαθεί περισσότερο να επιβιώσει παρά να καθορίσει την τύχη της από εδώ και πέρα. Σε αυτό δεν τη βοηθάει και ο καλόψυχος Χοσέ Μιγκέλ, ο οποίος δείχνει πιο πραγματιστής από εκείνη. Την αγαπάει παθολογικά και προσπαθεί να την επαναφέρει σε μια κατάσταση όπου η θλίψη δεν θα υπερβαίνει την ανάγκη της επιβίωσης. Δέχεται, δε, να προσπαθήσουν να κάνουν ένα άλλο παιδί για να ξεφύγουν από την απώλεια.
Η αποκάλυψη
Τα πράγματα, όμως, δεν πηγαίνουν όπως τα έχουν σχεδιάσει. Όσες προσπάθειες κι αν κάνουν, το παιδί δεν έρχεται. Έχει πρόβλημα ο Χοσέ Μιγκέλ; Και τότε πώς γεννήθηκε ο Νούκο; Μήπως, τελικά, τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως φαίνονται;
Όπως γίνεται φανερό, το βιβλίο βρίθει δραματικών γεγονότων. Σαν να την έχει μαρκάρει η μοίρα την Μαριάχε.
Η αποκάλυψη του παρελθόντος, ιδωμένου τώρα υπό το βάρος της απώλειας, οδηγεί τον Χοσέ Μιγκέλ σε μια βουτιά στο κενό (στη θάλασσα εν προκειμένω). Μια δεύτερη απώλεια έρχεται να χαράξει τη ζωή της Μαριάχε, που μόνη πλέον οφείλει να ξεκινήσει από το μηδέν. Ούτε κι αυτή τη φορά θα τα καταφέρει και θα αποφασίσει να μετακομίσει στο σπίτι του πατέρα της. Εκεί που αυτός έχει φτιάξει ένα δωμάτιο-μαυσωλείο με όλα τα πράγματα του Νούκο. Κι όταν πεθάνει και ο πατέρας της, δεν θα έχει κανένα άλλο αποκούμπι. Μόνη πρέπει να βρει την άκρη του νήματος που θα ορίσει τη ζωή της. Όπως γίνεται φανερό, το βιβλίο βρίθει δραματικών γεγονότων. Σαν να την έχει μαρκάρει η μοίρα την Μαριάχε. Ο Αραμπούμπου επιστρατεύει το ύστατο όπλο του για να μην ξεπέσει στο μελό.
Το κείμενο «μιλάει»
Ο συγγραφέας βάζει το ίδιο το κείμενο να μιλήσει εξ ονόματός του, να μας πει τις προθέσεις του, αυτά που τελικά αφαίρεσε ως περιττά από το βιβλίο και τα άλλα που δεν επέτρεψε να βάλει για να μην προκαλέσει το θυμό των ανθρώπων που εμπλέκονται στην ιστορία. Φτάνει στο σημείο να μας πληροφορήσει πως η πραγματική Μαριάχε ζει με το… πραγματικό της όνομα σε άλλη περιοχή πια και έχει δώσει την έγκρισή της στον συγγραφέα να γράψει την ιστορία. Αυτή η εξωκειμενική παρέμβαση του ίδιου του κειμένου (οποία παραδοξότητα), το οποίο λειτουργεί ως «κομπέρ», σε κάποιους μπορεί να φανεί χρήσιμη, καθώς αποφορτίζει το κλίμα της ιστορίας, και σε άλλους μια περιττή μεταμοντερνιά (sic). Ο συγγραφέας επιμένει πως προσπάθησε να διαβάσει το βιβλίο του δίχως τα ιντερλούδια του κειμένου που μιλάει για τον εαυτό του και του φάνηκε πως κάτι έλειπε.
Το δραματικό πλαίσιο του βιβλίου είναι μεν σωστά ρυθμισμένο, αλλά συνολικά έχουμε μια ιστορία σκληρής μοίρας, που χτυπάει μια γυναίκα, που ψάχνει τελικά την ταυτότητά της.
Η αλήθεια είναι ότι ο Αραμπούρου της έξοχης Πατρίδας, αλλά και των Πετροχελίδονων (έστω κι αν δίχασαν τους αναγνώστες), δεν υπάρχει σε αυτό το βιβλίο. Κάτι έχει χαθεί στην πορεία, έστω κι αν παραμένει πάντα ένας σημαντικός συγγραφέας.
Το δραματικό πλαίσιο του βιβλίου είναι μεν σωστά ρυθμισμένο, αλλά συνολικά έχουμε μια ιστορία σκληρής μοίρας, που χτυπάει μια γυναίκα, που ψάχνει τελικά την ταυτότητά της. Τίποτα το καινοφανές ως προς τη θεματική και τη διευθέτηση. Ακόμη και ο συγγραφικός νεωτερισμός με το κείμενο να αποκτάει «φωνή», δεν φτάνει για να πείσει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κείμενο που διαχειρίζεται τα δεδομένα με πρωτότυπο τρόπο. Η μετάφραση της Τιτίνας Σπερελάκη, πάντως, είναι καθόλα άξια.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Φερνάντο Αραµπούρου γεννήθηκε στο Σαν Σεµπαστιάν το 1959. Σπούδασε ισπανική φιλολογία στο Πανεπιστήµιο της Σαραγόσα και από το 1985 µένει στη Γερµανία. Υπήρξε µέλος του Grupo CLOC de Arte y Desarte. Είναι ένας από τους σηµαντικότερους Ισπανούς πεζογράφους και έχει τιµηθεί µεταξύ άλλων µε το Bραβείο Tusquets για το µυθιστόρηµά του Τα χρόνια της βραδύτητας (2012, Εκδόσεις Πατάκη 2020), το Βραβείο Biblioteca Breve 2014 για το Avidas Pretensiones, καθώς και το Βραβείο της Βασιλικής Ισπανικής Ακαδηµίας, το Βραβείο Mario Vargas Llosa και το Βραβείο Dulce Chacon για τη συλλογή διηγηµάτων του Los peces de la amargura (2006).
Το 2016 κυκλοφόρησε το µυθιστόρηµά του Πατρίδα (Εκδόσεις Πατάκη 2018), το οποίο θεωρείται ένα από τα σηµαντικότερα ισπανόφωνα βιβλία της εποχής µας και µεταφράστηκε σε περισσότερες από 35 γλώσσες, ενώ έχει τιµηθεί µε κάποια από τα µεγαλύτερα λογοτεχνικά βραβεία. Tο 2021 κυκλοφόρησε το µυθιστόρηµα Τα πετροχελίδονα (Εκδόσεις Πατάκη 2023) που µεταφράστηκε σε περισσότερες από 20 γλώσσες. Το πιο πρόσφατο έργο του που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη είναι το μυθιστόρημα Το παιδί (2025).
⇒ Ο Αραμπούρου θα βρεθεί στην Ελλάδα τις επόμενες μέρες, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ ΛΕΑ. Την Παρασκευή 20 Ιουνίου, στις 9μμ, θα γίνει παρουσίαση του βιβλίου του στο Ινστιτούτο Θερβάντες με τη συμμετοχή του Διονύση Μαρίνου και της Πιλάρ Τένα, διευθύντριας του Ινστιτούτου Θερβάντες και συγγραφέα.