
Για το μυθιστόρημα της Όλγας Μερίνο (Olga Merino) «Εδώ δεν συμπαθούν τους ξένους» (μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου, εκδ. Πατάκη).
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Η Άντζι ζει τα τελευταία είκοσι χρόνια στο πατρικό της σπίτι, σε ένα απομονωμένο χωριό του ισπανικού νότου. Στο χωριό αυτό δεν συμπαθούν τους ξένους. Τους αντιμετωπίζουν με καχυποψία και επιφυλακτικότητα. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζουν κι εκείνη, αν και κατάγεται από εκεί, αν και έζησε εκεί πολλά χρόνια της ζωής της. Για όλους είναι η τρελή που περιφέρεται παρέα με τα δυο σκυλιά της. Η Άντζι δεν προσπαθεί να τους αρέσει, κρατάει αποστάσεις απ’ όλους εκείνους που ξέρουν καλά να σχολιάζουν τις ζωές των άλλων αλλά δεν μιλούν ποτέ για κείνο που τους τρώει τα σωθικά. Είναι οχυρωμένη στο ραγισμένο κυριολεκτικά και μεταφορικά σπίτι της, επιβιώνει με ελάχιστα, φροντίζει τον κήπο της, κάνει μόνη της μακρινούς περιπάτους στα χωράφια και συχνάζει στο μπαρ των παράξενων, των τρελών και των φρικιών, των διαφορετικών και των μέθυσων.
Ζει με τις αναμνήσεις της από τις ευτυχισμένες μέρες που έζησε κάποτε στο Λονδίνο δίπλα σε κάποιον ζωγράφο, αλλά και από τα χρόνια που ήταν παιδί και είχε γύρω της ανθρώπους που αγαπούσε. Τώρα, κανείς από τους δικούς της δεν βρίσκεται πια στη ζωή.
Μπορεί κανείς να πεθάνει από μοναξιά;
Μια μέρα, ανακαλύπτει κρεμασμένο σε μια καρυδιά το σώμα του Χουλιάν Χαλδόν, του τσιφλικά της περιοχής. Μετά από αυτό το γεγονός, ένα ντόμινο αποκαλύψεων φέρνει στο φως οικογενειακά μυστικά που η Άντζι αγνοούσε. Γιατί όλα τα μυστικά κάποτε φανερώνονται.
Τι φταίει γι’ αυτόν τον κύκλο του θανάτου; Να φταίει η απομόνωση, η μοναξιά αιώνων που κουβαλούν οι κάτοικοι της περιοχής; Να φταίει το δηλητήριο που βγάζουν τα κλαδιά της καρυδιάς, ή κάποια παλιά κατάρα;
Η αυτοκτονία είναι ένα φαινόμενο που από παλιά επαναλαμβάνεται στην περιοχή. Μια προδομένη γυναίκα έπεσε κάποτε σε ένα πηγάδι. Πριν από τον δον Χουλιάν, κι ο πατέρας του είχε βάλει με τον ίδιο τρόπο τέλος στη ζωή του. Είχε κρεμαστεί στο κλαδί μιας καρυδιάς. Τι προκαλεί αυτές τις αλλεπάλληλες αυτοκτονίες; Ποια ήταν τα κίνητρα του αυτόχειρα, η οικογένεια του οποίου είχε τον έλεγχο της περιοχής; Τι φταίει γι’ αυτόν τον κύκλο του θανάτου; Να φταίει η απομόνωση, η μοναξιά αιώνων που κουβαλούν οι κάτοικοι της περιοχής; Να φταίει το δηλητήριο που βγάζουν τα κλαδιά της καρυδιάς, ή κάποια παλιά κατάρα; Ή μήπως η μελαγχολία των Ούγγρων, ενός λαού που έφτασε πριν αιώνες στον τόπο αυτό, κουβαλώντας τα σεντούκια και τα βιολιά του;
Νιώθει γύρω της τους νεκρούς να της μιλάνε, να την καλούν κοντά τους.
Κι ο ζωγράφος με τον οποίο η Άντζι ήταν ερωτευμένη, γιατί έβαλε τέλος στη ζωή του; Και ο πατέρας της, γιατί το έκανε; Η Άντζι τότε ήταν έντεκα χρονών, όμως μόλις τώρα, στα πενήντα ένα της, μαθαίνει ότι ο πατέρας της αυτοκτόνησε. Νιώθει γύρω της τους νεκρούς να της μιλάνε, να την καλούν κοντά τους. Όμως εκείνη δεν θέλει να υποκύψει στο κάλεσμά τους.
Μαθαίνει επίσης ότι ο πατέρας της έχει συγγένεια με τους Χαλδόν, που τώρα σχεδιάζουν να πουλήσουν τη γη τους για να φτιαχτούν τουριστικά θέρετρα, για να αναβαθμιστεί η περιοχή και, κυρίως, για να βγάλουν ακόμα περισσότερα χρήματα. Το σπίτι όμως της Άντζι, βρίσκεται σε ένα σημείο που τους χαλάει τα σχέδια. Της προσφέρουν ένα συμβολικό ποσό για να το αγοράσουν, όμως εκείνη είναι ανένδοτη.
Ανυποχώρητη ως το τέλος
Ποιος θα την υπερασπιστεί; Ποιος μπορεί να πει την αλήθεια για τον τρόπο που οι Χαλδόν εκμεταλλεύτηκαν την οικογένειά της και άρπαξαν την περιουσία της; Ποιος θα αποδώσει δικαιοσύνη; Δεν υπάρχει κανείς για να το κάνει. Η τοπική κοινωνία σιωπά.
Η Άντζι πάντα πρόσφερε αγάπη. Στον τόπο, στα όντα, στα πράγματα. Και μετά δεν ήξερε τι να κάνει με όση της έμενε στα χέρια αχρησιμοποίητη. Η αγάπη που της περίσσευε της έκαιγε τα χέρια. Κι είναι τόσο εύκολο να ξεμακρύνεις από τον κόσμο. Τώρα κανείς δεν μπορεί να την αναγκάσει να φύγει από το σπίτι της. Κι όταν οι Χαλδόν θα χρησιμοποιήσουν κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο και δεν θα της αφήσουν άλλη επιλογή, η Άντζι θα φύγει, αλλά με τους δικούς της όρους. Έχει χάσει τα πάντα και δεν έχει πια τίποτα να φοβηθεί.
Μυθιστόρημα στοχευμένο και ουσιαστικό
Η συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά το πώς λειτουργούν τα πράγματα στις τοπικές κοινωνίες, όπου κανείς δεν ξέρει ουσιαστικά κανέναν. Σκιαγραφεί έξοχα το πορτρέτο της ηρωίδας της, η οποία μέσα σε ένα σκηνικό σκληρό και άγριο, στα άνυδρα χωράφια της Ανδαλουσίας που φλέγονται από τον καλοκαιρινό ήλιο, αγωνίζεται για ό,τι της ανήκει. Κυρίως επιδιώκει να ορίζει η ίδια τον εαυτό της. Ένα δυνατό κείμενο, με εκπληκτικές περιγραφές του φυσικού τοπίου, κοφτερή γλώσσα και ωραίο ρυθμό, ένα κείμενο καυστικό και συναισθηματικό, αλλά πρωτίστως στοχευμένο και ουσιαστικό.
(...) η άνοιξη θα έρθει πολλές φορές, κι εκείνη θα είναι εκεί για να την απολαύσει.
Μια παράξενη ιστορία με στοιχεία γουέστερν, που αντιδιαστέλει στην τραχύτητα της φύσης και την αναλγησία κάποιων ψυχών, την τρυφερότητα και την ευαισθησία κάποιων άλλων, οι οποίοι πρεσβεύουν την ελευθερία και την καλοσύνη, και την υπηρετούν ως το τέλος, ακόμα κι όταν βρίσκονται στο χείλος της αβύσσου.
Ένα βιβλίο για τον πόνο και τον θάνατο, για την ταυτότητα και τη μνήμη, για τη μοναξιά και την περιθωριοποίηση, αλλά και για την ανεξάντλητη δύναμη του ανθρώπου που αντέχει στις δυσκολίες, που αντιστέκεται και διεκδικεί την ελευθερία του. Η Άντζι, όσο κι αν θα προτιμούσε να ήταν διαφορετικά τα πράγματα, ξέρει ότι είναι μόνη απέναντι σε όλους. Ξέρει όμως, επίσης, ότι ακόμα κι έτσι, η άνοιξη θα έρθει πολλές φορές, κι εκείνη θα είναι εκεί για να την απολαύσει.
Το κείμενο ευτύχησε της εξαιρετικής μετάφρασης της Μαρίας Παλαιολόγου.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η μάνα μου μου είχε μάθει τη γλώσσα της καμπάνας και άλλα μικρά λειτουργικά που αφομοίωσα εδώ δίχως να το συνειδητοποιώ, με τον ίδιο τρόπο που με απορρόφησε ο κυκλικός ρυθμός του κάμπου, η διαδοχή των εποχών, που τελικά νέρωσε ό,τι απέμενε από αυτό που υπήρξα. Είναι κακό να καις ξύλα συκιάς. Τα σκόρδα δεν πρέπει να φυτεύονται στη χάση του φεγγαριού. Η αριά είναι το δέντρο που περισσότερο τραβάει τον κεραυνό. Η ελιά του λόφου βγάζει περισσότερο και πιο φίνο λάδι από κείνη της κοιλάδας. Η αλλαγή του καιρού φτάνε όταν ο κόκορας λαλήσει παράωρα. Τα σύννεφα που μοιάζουν με κοπάδι πρόβατα προμηνύουν χαλάζι.»
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Όλγα Μερίνο γεννήθηκε το 1965 στη Βαρκελώνη. Σπούδασε Πληροφορική στην Ισπανία και Λογοτεχνία και Ιστορία της Λατινικής Αµερικής στην Αγγλία. Στη δεκαετία του ενενήντα δούλεψε στη Μόσχα ως ανταποκρίτρια της εφηµερίδας El Periόdico. Από εκείνη την εμπειρία προέκυψε το πρώτο της µυθιστόρηµα, Κόκκινες στάχτες, που είχε μεγάλη επιτυχία μεταξύ των κριτικών.
Ακολούθησαν τα Χάρτινα σπιρούνια και το Σκυλιά που γαβγίζουν στο υπόγειο. Το 2006 κέρδισε το βραβείο Βάργκας Γιόσα ΝΗ για το Οι κανόνες είναι κανόνες, µια αφήγηση για τα θύματα του πολέµου της Κριµαίας. Εξακολουθεί να δουλεύει για την El Periόdico και να διδάσκει στην Escola d’Escriptura de l’Ateneu Barcelones. Τα μυθιστορήματά της έχουν µεταφραστεί στα ιταλικά, τα ολλανδικά και τα αγγλικά.