«Είμαστε η Ντίσνεϊλαντ του Θεού»
Ο Διονύσης Σαββόπουλος μιλάει στη Σώτη Τριανταφύλλου για τη σύγχρονη Ελλάδα και για το πανηγύρι που οργάνωσε, με αφορμή τα σαράντα χρόνια από το «Περιβόλι του τρελού».
Oι νεαρότεροι από μας μάς έχουν βαρεθεί: όλο «η δεκαετία του ’60» και η «δεκαετία του ’60»... Τι τόσο ιδιαίτερο είχε επιτέλους εκείνη η εποχή; Γιατί δεν κάνουμε μια αναδρομή και μια γιορτή π.χ. για τη δεκαετία του ’70; Στο κάτω-κάτω, στην Ελλάδα σημειώθηκαν ενδιαφέροντα γεγονότα: η μεταπολίτευση, η εδραίωση της δημοκρατίας, το άνοιγμά μας στον κόσμο.
Εμείς οι τραγουδοποιοί δεν είμαστε ιστορικοί αναλυτές: θυμόμαστε και μιλάμε, με διάφορες παραλλαγές, για τη μαγεία της κορυφαίας μας στιγμής. Το ταξίδι από τα 15 χρόνια στα 25 είναι ανεπανάληπτο για τον καθένα μας. Δεν μπορώ να φτιάχνω πανηγύρια για τη δεκαετία του ’80. Αυτό ας το κάνει κάποιος που ήταν τότε είκοσι χρονών. Είναι ευτύχημα που δεν μπορώ να το κάνω εγώ. Για φανταστείτε του χρόνου να σας κοπανούσα μια γιορτή για το ’80 και του παραχρόνου για το ’90.
Η μουσική –ιδιαίτερα το ροκ– έχει συνδεθεί με τη νεότητα. Όποιος παίζει ροκ μέχρι την ωριμότητα κινδυνεύει να θεωρηθεί γελοίος. Με εντυπωσιάζει αυτό.
Το τραγούδι ήταν πάντα μια υπόθεση νέων: αργότερα οι τραγουδοποιοί γίνονται δάσκαλοι. Όταν πρωτοεμφανίστηκε το ροκ, όσοι ήταν πάνω από 25 χρονών δεν καταλάβαιναν απολύτως τίποτα. Έλεγαν «μα, τι θόρυβος είν’ αυτός;». Οι κάτω των 25 καταλάβαιναν αυτομάτως, χωρίς να υπάρχει ανάγκη εξήγησης. Ωστόσο, αποδείχτηκε ότι το ροκ είναι κλασικό είδος που αφορά όλες τις ηλικίες.
Οι άνθρωποι –νέοι και λιγότερο νέοι– γίνονται, από μια πλευρά, όλο και πιο συντηρητικοί. Τουλάχιστον συγκριτικά με όσα άλλαξαν και ανατράπηκαν για μια στιγμή στη δεκαετία του ’60. Τα σημερινά κορίτσια ονειρεύονται το νυφικό τους, τα αγόρια υιοθετούν παλιούς, παραδοσιακούς ρόλους. Γίνονται «κινητοποιήσεις» για τη διατήρηση ενός κατεστημένου. Τι στο καλό συμβαίνει;
Ο παραδοσιακός άνθρωπος δεν είναι κάτι υποδεέστερο. Υπάρχει η συντηρητική ψυχοσύνθεση αφενός και η ανατρεπτική ψυχοσύνθεση αφετέρου, που δεν ταυτίζονται σώνει και καλά με τις αντίστοιχες πολιτικές δυνάμεις και την υποκρισία τους. Τόσο ο συντηρητισμός όσο και ο προοδευτισμός είναι ζωικές δυνάμεις: όταν οι μετεωρολογικές συνθήκες είναι ευνοϊκές, όσοι περπατούν γρήγορα κι ελεύθερα παρασύρουν κι εκείνους που βραδυπορούν. Όταν όμως επικρατεί νύχτα ζοφερά και ασέληνος, προχωρούμε όλοι βήμα-βήμα.
Γιατί «νύχτα ζοφερά και ασέληνος»;
Γιατί το πάνω χέρι έχει πλέον η οικονομία. Η πολιτική έχει γίνει θεραπαινίδα της οικονομίας, το εθνικό αστικό κράτος έχει αποδυναμωθεί. Δεν βγαίνει νόημα, η ζωή δεν βγάζει νόημα. Δεν υπάρχει πολιτική πρόταση, ούτε στόχος. Δεν ξέρουμε ποιος ακριβώς μας φταίει, βαδίζουμε ψηλαφητά. Αυτό το εκμεταλλεύονται διάφορα συμφέροντα: πολιτικά, συνδικαλιστικά, μαφίες.
Τι θα αποτελούσε «πολιτική πρόταση»;
Αυτό είναι ζήτημα της διεθνούς αριστεράς. Παλιότερα ο καθένας πίστευε ότι το μέλλον θα ήταν καλύτερο. Και λίγο-πολύ ήταν. Μπορούσες από ψιλικατζής να γίνεις μεγαλοκαταστηματάρχης. Τώρα φαίνεται πως δεν λιγοστεύουν μόνο οι δουλειές, λιγοστεύει το νερό, ο αέρας.
Ο «παλιός καλός καιρός» ίσως δεν υπήρξε ποτέ, αλλά, τουλάχιστον, στη δεκαετία του ’60 δεν είχαμε γίνει ακόμα η χώρα των σκυλάδικων. Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, οι Έλληνες είχαν βαλθεί να διασκεδάζουν με υστερικό τρόπο, να σπάνε πιάτα, από πολύ νωρίτερα. Αυτό το σπάσιμο των πιάτων στις πίστες με έχει τραυματίσει ψυχολογικά, το θεωρώ μεγάλη ξεφτίλα. Όπως και τα τσιφτετέλια και τους χορούς της κοιλιάς.
Πάντοτε θα υπάρχει κάποιος παλιός καλός καιρός. Η Ελλάδα έγινε της μόδας με ταινίες όπως το «Ποτέ την Κυριακή» –όπου πράγματι υπάρχει σκηνή σπασίματος πιάτων–, τα «Παιδιά του Πειραιά» και ο «Ζορμπάς». Η Ελλάδα βρισκόταν σε άνθηση. Καφρίλα υπήρχε και υπάρχει παντού: όχι μόνο στα σκυλάδικα. Εξάλλου, ακόμα και μέσα σε περιβάλλον καφρίλας έχω δει γυναίκα σαν ντουλάπα να χορεύει τσιφτετέλι με τέτοια τέχνη, ώστε να γίνεται μίσχος. Καφρίλα έχω δει και σε ροκ συναυλίες: ομαδικό κατούρημα, χουλιγκανισμό. Καμιά φορά πέφτει και κάνα μαχαίρωμα. Ο κόσμος δεν σπάει πια μόνο πιάτα, σπάει βιτρίνες, σπάει τζαμαρίες.
Ο πολιτισμός μας έχει ξεπέσει, προσωρινά τουλάχιστον.
Η Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει ένα ανθυπο-Βέλγιο. Είμαστε μια χώρα που λαχταράει να πάει μπροστά, να εκσυγχρονιστεί, χωρίς όμως να χάσει την ψυχή της. Η ψυχή της είναι χαραγμένη από μια αξιόλογη παράδοση, από χιλιάδες χρόνια Ανατολής. Αν καταφέρει να γίνει μοντέρνο κράτος διατηρώντας αυτή την ψυχή, θα είναι σαν να κτίζουμε ξανά την Ακρόπολη, την Αγιά Σοφιά. Ίσως και να μη γίνεται, αλλά, αν γίνεται, αξίζει να το προσπαθήσουμε για άλλα πεντακόσια χρόνια. Εγώ το προτιμώ από το «Μη χείρον Βέλγιον».
Τι σημαίνει «ψυχή της Ελλάδας»;
Το να θέλεις να ξεπεράσεις τα προσωπικά σου συμφέροντα: ονομάζεται φιλότιμο. Από γεωγραφική άποψη, η ποικιλία του εδάφους και το ίδιο μας το μικρό μέγεθος μας κάνουν σαν μια Ντίσνεϊλαντ του Θεού.
Σ’ αυτή τη Ντίσνεϊλαντ δεν υπάρχει κοινωνική, δημοκρατική αριστερά. Στη δεκαετία του ’60 υπήρχε δημοκρατική αριστερά, ήπια, πολιτισμένη. Η ΕΔΑ ήταν –νομίζω– πιο προωθημένο κόμμα από οποιοδήποτε άλλο σήμερα.
Η ΕΔΑ πιεζόταν από τον κόσμο, που γύρευε μια πρακτική διέξοδο. Ο σκληρός πυρήνας της ήταν καθοδηγούμενος από τη Μόσχα, αλλά η μεγάλη πλειοψηφία είχε παραμερίσει τα σφυροδρέπανα. Οι φίλοι μου κι εγώ δεν θα πηγαίναμε ποτέ στην ΕΔΑ αν μόστραρε τα σφυροδρέπανα. «Είμαστε αριστεροί, αλλά όχι των άκρων» θυμάμαι να λέει ο θείος μου ο Τάσος. Οι περισσότεροι άνθρωποι λέγανε «ναι μεν κακός ο καπιταλισμός, αλλά είναι άλλος στην Κόστα Ρίκα και άλλος στη Δανία. Ας φτιάξουμε τουλάχιστον τη μεταρρύθμιση». Ο ίδιος ο Καραμανλής ήθελε να γίνουμε σύγχρονη χώρα: πώς όμως θα συνέβαινε αυτό όταν οι μισοί Έλληνες ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, λόγω των πολιτικών τους φρονημάτων; Η ΕΔΑ είχε μεγάλο πολιτιστικό εκτόπισμα. Τι «Επιθεώρηση Τέχνης», τι Κατράκης, τι Ρίτσος! Πάντως, υπήρχαν εκείνη την εποχή και πολλοί σημαντικοί καλλιτέχνες που δεν ανήκαν στην αριστερά: ο Μόραλης, ο Κουν, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Κακογιάννης. Τα αστικά κόμματα δεν χρειάζονταν να διαλαλούν οι καλλιτέχνες τους τη συγκεκριμένη πολιτική τους ταυτότητα.
Παρότι στη δεκαετία του ’60 βρισκόμασταν πιο κοντά στον Εμφύλιο πόλεμο απ’ όσο σήμερα, υπήρχε περισσότερη μετριοπάθεια από την πλευρά της αριστεράς.
Ε, μα τι άλλο θα μπορούσε να κάνει; Στη δεκαετία του ’60 μαζεύονταν παλιοί εξόριστοι στο ζαχαροπλαστείο «Ρωσικόν» και μιλούσαν για το πώς θα στηρίξουν τον Γεώργιο Παπανδρέου. Σήμερα είμαστε περισσότερο από ποτέ «χώρα υπό κατασκευήν». Μποτιλιαρισμένη κι όλοι κορνάρουν.
Κύριε Σαββόπουλε, οργανώσατε ένα μεγάλο πανηγύρι γύρω από τη δεκαετία του ’60, που θα διαρκέσει σχεδόν έναν μήνα – από τα μέσα Δεκεμβρίου μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου. Τι σημαίνει για σας αυτός ο απολογισμός; Μια υπενθύμιση ότι αφήσατε στον κόσμο ένα γλυκό σημάδι...
Είναι σαν τα Χριστούγεννα, σαν τις γιορτές που κάνουν τον χρόνο καινούργιο... Μια διακοπή στο μαγγανοπήγαδο, στο βάδισμα δίπλα στον μαντρότοιχο της καθημερινότητας.
Σώτη Τριανταφύλλου