Το μυθιστόρημα της Κλοντ Πιζάντ-Ρενό «Οι γυναίκες του λαθροθήρα» (εκδ. Ψυχογιός) βασίζεται στο θυελλώδες ειδύλλιο και στο σκοτεινό μύθο που συνόδεψε τη ζωή και το θάνατο δυο κορυφαίων ποιητών της αγγλικής γλώσσας του Τεντ Χιουζ και της Σίλβια Πλαθ.
Της Αργυρώς Μαντόγλου
Η ζωή του ζευγαριού ήταν και παραμένει αντικείμενο μελέτης κριτικών, θέμα βιογραφιών, μυθιστορηματικών και κινηματογραφικών αναπαραγωγών καθώς και οι δυο τους υπήρξαν, πέρα από αντιφατικές προσωπικότητες, ρηξικέλευθοι ποιητές. Επιπλέον, η αυτοκτονία της Πλαθ αλλά και εκείνη της επόμενης συζύγου του, Άσια, κατέστησαν τον Χιουζ έναν αμφιλεγόμενο άντρα, επικίνδυνο και μοιραίο για τις γυναίκες που σχετίζεται, όπως περιγράφει και η ίδια η Πλαθ στον «Λαθροθήρα», ένα από τα ποιήματά της που «δάνεισε» και τον τίτλο στο μυθιστόρημα της Πιζάντ- Ρενό.
Σ’ ολόκληρη την πορεία του ζεύγους συνυπήρχε και δέσποζε το δίπολο έρωτας- θάνατος, ένα από τα θεμελιώδη ποιητικά μοτίβα αλλά και κάθε δημιουργίας, και ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που οι σύγχρονοί τους τούς αντιμετώπισαν με δέος και οι επόμενοι βρήκαν στο πρόσωπό τους ένα ζευγάρι στο οποίο μπορούσαν να προβάλλουν τους δικούς τους προβληματισμούς.
Το εν λόγω μυθιστόρημα, παρά την ενδελεχή έρευνα της συγγραφέως, προσφέρει ελάχιστες καινούργιες πληροφορίες για το θάνατο των δυο γυναικών. Οι περισσότερες λεπτομέρειες έχουν συζητηθεί εξαντλητικά δεκαετίες πριν, εν τούτοις διαθέτει μια ενδιαφέρουσα αφηγηματική δομή: Η ιστορία εκτυλίσσεται σε σύντομα κεφάλαια όπου δίδεται ο λόγος σε διαφορετικούς αφηγητές οι οποίοι παρουσιάζουν τη δική τους εκδοχή των γεγονότων. Πέρα από ορισμένα κοντινά συγγενικά πρόσωπα, υπάρχουν και εκείνοι που είχαν μια κάποια επαφή με το ζευγάρι ή έτυχε να περνούν από εκεί, όπως ένα νεανικό φλερτ της Πλαθ, η μητέρα της, κάποιοι επισκέπτες του σπιτιού, ο αδελφός της, τα παιδιά της, ακόμα και οι γείτονες. Όλοι έχουν κάτι να καταθέσουν, συμβάλλοντας στη σύνθεση αυτού του τόσο ετερογενούς παζλ, αποδίδοντας το περιβάλλον και την εποχή μέσα στην οποία καρποφόρησε και διαλύθηκε η σχέση αυτών των τόσο αντιφατικών αλλά και γοητευτικών προσωπικοτήτων.
Η συγγραφέας με τολμηρά αφηγηματικά άλματα εισέρχεται στα «σκοτεινά πεδία» που κυριαρχούν στα γραπτά της Πλαθ και του Χιουζ.
Η έλλειψη του πανεπόπτη αφηγητή και η συνεχής εναλλαγή των οπτικών φωτίζει διαφορετικά σημεία του παζλ, δίνοντας στον αναγνώστη την ευκαιρία να κάνει τις δικές του υποθέσεις και να συμβάλλει με τη δική του δημιουργική ανάγνωση στην αποκάλυψη της βαρύτητας των γεγονότων. Η συγγραφέας με τολμηρά αφηγηματικά άλματα εισέρχεται στα «σκοτεινά πεδία» που κυριαρχούν στα γραπτά της Πλαθ και του Χιουζ, καταθέτοντας τις διάφορες πιθανές ερμηνείες τόσο για τα θεματικά τους μοτίβα, όσο και για την αμφιλεγόμενη παρουσία κάποιων στενών φίλων και συγγενών. Παρουσιάζει, επίσης, την οικογενειακή ιστορία της Πλαθ, τα γεγονότα που προηγήθηκαν του σύντομου βίου της, το «βάρος» που κληρονόμησε από τον πατέρα της, την οικογενειακή της ιστορία, τις ενοχές για τη γερμανική της καταγωγή, τη χηρεία της μητέρα της, αλλά και τη δική της ψυχική ασθένεια που όπως φαίνεται, υπήρξε και η αιτία για πολλές από τις ανυπόστατες επιλογές της. Τα πρόσωπα που την περιβάλλουν αποδίδονται μέσα από τις αντιδράσεις τους στα γεγονότα, ενώ ο «κεντρικός ήρωας», ο σύζυγος και ποιητής, παρουσιάζεται ως σκοτεινός καταλύτης, ένας «κολοσσός» που επέζησε των δυο γυναικών, έχοντας φέρει στην επιφάνεια την αυτοκαταστροφική τους τάση.
Στο μυθιστόρημα της Πιζαντ- Ρενό κεντρική θέση κατέχουν οι προλήψεις και τα «σκοτεινά μοτίβα» που διακατείχαν τη ζωή του Χιουζ: Παρασκευή και δεκατρείς ήταν η μέρα που έκανε έρωτα για πρώτη φορά και με τις δυο γυναίκες που χάθηκαν. Ενίοτε τα ποιήματα του, λειτουργούν προφητικά και περιγράφουν αυτό που πρόκειται συμβεί, σαν οιωνοί μιας επικείμενης τραγωδίας: «…βιογράφοι, κινηματογραφιστές, μυθιστοριογράφοι, συγγραφείς λιμπρέτων, για όπερα είχαν μυριστεί τα πολλαπλά σημάδια και είχαν χώσει ανενόχλητοι τα σαρκοβόρα χέρια τους σε αυτήν την ιστορία. Την είχαν μετατρέψει, ερμηνεύσει, διηγηθεί με τον τρόπο τους, κάθε διήγηση είχε γεννήσει άλλες, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός σκοτεινού μύθου…»
Αυτός ο «σκοτεινός μύθος» συνεχίζει να εμπνέει και να γοητεύει, ίσως γιατί προσφέρει υλικό που δεν μπορεί κανείς να το διαχειριστεί μόνο με τα εργαλεία της λογικής, αναγκάζοντας ακόμα και τους πλέον ορθολογιστές να αποδεχτούν την υπεροχή της «μοίρας» απέναντι στην ανθρώπινη βούληση.
* Η ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ είναι συγγραφέας και μεταφράστρια.