Τολστόι, Τσέχοφ, Ντοστογιέφσκι: Τρεις κλασικοί Ρώσοι συγγραφείς και τέσσερα διηγήματα αντικατοπτρίζουν τα πάθη του έρωτα μέσα από αρχετυπικά δίπολα.
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Σύμφωνα με τη Γαλλίδα κοινωνιολόγο Eva Illuz, ο έρωτας υπήρξε μια από τις σφαίρες της προσωπικής μας ζωής όπου η νεωτερικότητα είχε μάλλον αρνητική επίδραση. Ενώ στην προνεωτερική Ευρώπη ο έρωτας ήταν συνδεδεμένος με τ’ αγνότερα αισθήματα του εξιδανικευμένου ιπποτισμού, σύμφωνα με τους κανόνες του οποίου οι άνδρες έπρεπε να προστατεύουν τις γυναίκες, ως δυνατότεροί τους, στους Νεώτερους Χρόνους, και πιο συγκεκριμένα στην Ύστερη Νεωτερικότητα (μιλάμε για την περίοδο περίπου μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο), ο έρωτας «απογυμνώθηκε» από την τελετουργική έκφραση σεβασμού και ρομαντισμού, μετατρεπόμενος σε κάτι το πεζό και το αμιγώς εγκόσμιο.
Σύμφωνα με την Illuz, το αίτιο της ισχυρής έλξης που δημιουργούσε ιστορικά στις γυναίκες ο έρωτας, ήταν το γεγονός ότι τιμούσε τον κοινωνικό ρόλο του φύλου τους, μειώνοντας (ή έστω αποσιωπώντας) την έμφυλη ανισότητα των πατριαρχικών δομών. Η φεμινιστική κουλτούρα ήταν αυτή που απογύμνωσε πρώτη τον έρωτα από την εξιδανικευμένη του όψη, ανατιμώντας την αξία του γυναικείου φύλου και θέτοντας στο προσκήνιο τη σεξουαλική του χειραφέτηση.
Τσέχοφ, Τολστόι και Ντοστογιέφσκι: Οι διάφορες πτυχές του έρωτα
Στα τέσσερα παρακάτω έργα των Τσέχοφ, Τολστόι και Ντοστογιέφσκι, θα δούμε το ζήτημα του έρωτα στις διάφορες πτυχές του: από την πιο εξιδανικευμένη του μορφή, που εξευγενίζει τον άνθρωπο, ως την πλέον σκληρή και αγοραία. Αρχής γενομένης με τη Σονάτα του Κρόυτσερ. Μια λεπτομέρεια: ο τίτλος είναι από μουσικό έργο του Μπετόβεν, αρχικά αφιερωμένο στον βιολιστή Τζορτζ Μπριτζτάουερ. Όταν ο τελευταίος μίλησε προσβλητικά για μια γυναίκα που ο συνθέτης αγαπούσε, ο Μπετόβεν απέσυρε την αφιέρωση και αφιέρωσε τη σονάτα του στον βιολιστή Ρούντολφ Κρόυτσερ, ο οποίος πάντως δεν την αγάπησε και πολύ και μάλιστα αρνήθηκε να την παίξει.
Σε κάθε περίπτωση, η Σονάτα του Κρόυτσερ (μτφρ. Ολέγ Τσυμπένκο, εκδ. Ροές) παίζεται στο διήγημα του Τολστόι από μια γυναίκα και τον δάσκαλο μουσικής της. Πρόκειται για μια ιστορία ζήλειας και πάθους, όπου ο βασικός ήρωας φθάνει μέχρι και στον φόνο της συζύγου του.
Πρωταγωνιστής της νουβέλας είναι ο κυνικός συζυγοκτόνος Ποζντνισεβ. Μέσω αυτού, ο Τολστόι διατυπώνει τις ασκητικές αναρχικές του απόψεις: ο πολιτισμός μας, λέει, στηρίζεται στην αντικειμενοποίηση του γυναικείου σώματος, που είναι μια ιδιαίτερη μορφή δουλείας. Όπως οι Εβραίοι πολίτες, που παρότι ήταν περιθωριοποιημένοι και δεύτερης κατηγορίας πολίτες στις ευρωπαϊκές χώρες, κατόρθωσαν να αναβαθμιστούν και να γίνουν, με την προσπάθειά τους, οικονομικά κυρίαρχοι, έτσι και οι γυναίκες, καίτοι κοινωνικά υποδουλωμένες, έχουν αναδειχθεί με τον τρόπο τους σε κοινωνικά κυρίαρχα όντα, λέει χαρακτηριστικά. Πράγματι, τα περισσότερα προϊόντα είναι κατασκευασμένα για αυτές.
Όσο, όμως, δεν έχουν τη δυνατότητα να πηγαίνουν και να προσεγγίζουν εκείνες τους άνδρες, είναι υποδεέστερες στον έρωτα και το γνωρίζουν καλά. Γι’ αυτό, λέει ο ήρωας, μαθαίνουν από μικρή ηλικία να είναι όσο το δυνατόν πιο καλοφτιαγμένες και όμορφες, ώστε να έχουν όσο το δυνατόν καλύτερες προοπτικές για έναν καλό γάμο, που θα τις οδηγήσει στην κοινωνική εξασφάλιση. Ο Τολστόι καταγγέλλει φλογερά όχι μονάχα τη γυναικεία εκμετάλλευση αλλά και τον «πανσεξουαλισμό» του σύγχρονου πολιτισμού, και κηρύττει την απόλυτη σεξουαλική εγκράτεια.
Ο Τολστόι καταγγέλλει φλογερά όχι μονάχα τη γυναικεία εκμετάλλευση αλλά και τον «πανσεξουαλισμό» του σύγχρονου πολιτισμού, και κηρύττει την απόλυτη σεξουαλική εγκράτεια.
Αυτή μόνο θα οδηγήσει το ανθρώπινο γένος στον απώτερο ηθικό του σκοπό, και έτσι δεν θα απαιτείται πια η διαιώνιση του είδους, η οποία έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσε ποτέ να αποτελεί αυτοσκοπό. Εκτός αν έχουν δίκιο οι διάφοροι μεταφυσικά απαισιόδοξοι φιλόσοφοι τύπου Schopenhauer, οπότε το ανθρώπινο γένος υπάρχει απλώς για να μπορεί να πολλαπλασιάζεται άσκοπα, συμπεραίνει. Ανεξαρτήτως του αν ο αναγνώστης συμμερίζεται τις απόψεις του Τολστόι ή όχι, η νουβέλα αυτή δεν πρόκειται να τον αφήσει ασυγκίνητο.
Ας δούμε τώρα τον Τσέχοφ. Η Κυρία με το σκυλάκι (μτφρ. Κοραλία Μακρή, εκδ. Σελίδες) είναι μια διήγηση ενός παράνομου ερωτικού δεσμού.
Ο μεσήλικας και οικογενειάρχης Ντμίτρι Γκούροφ ζει μια διπλή ζωή: αφενός τη συμβατική καθημερινότητα του συμβιβασμένου καθωσπρέπει οικογενειάρχη, αφετέρου τη μυστική ζωή του κρυφά ερωτευμένου άνδρα. Αυτή η αμφισημία τον κάνει να υποπτεύεται πως ενδέχεται όλοι οι άνθρωποι να ζουν κατά βάθος μια δεύτερη, μυστική ζωή, την οποία προσπαθούν επιμελώς ν’ αποκρύψουν απ’ τον κοινωνικό τους περίγυρο.
Ο ήρωας δείχνει ν’ αλλάζει ζωή, αφού για πρώτη φορά αισθάνεται αγάπη, ένα συναίσθημα που μέσα του υπερισχύει των συναισθημάτων περιφρόνησης, που είχε απέναντι στο γυναικείο φύλο.
Πάντως, ο ήρωας δείχνει ν’ αλλάζει ζωή, αφού για πρώτη φορά αισθάνεται αγάπη, ένα συναίσθημα που μέσα του υπερισχύει των συναισθημάτων περιφρόνησης, που είχε απέναντι στο γυναικείο φύλο. Η ερωμένη του, Άννα Σεργκέεβνα, νιώθει απογοήτευση απ’ τη ρουτίνα της μέχρι πρότινος ήσυχης συζυγικής της ζωής, και μαζί με την ερωτική ευτυχία, βιώνει και τις ενοχές για τον μυστικό τους δεσμό:
«Είμαι μια πρόστυχη, μια απαίσια γυναίκα, περιφρονώ τον εαυτό μου και δεν ψάχνω για δικαιολογίες. Δεν απάτησα τον άντρα μου, αλλά εμένα. Και όχι μόνο σήμερα, αλλά εδώ και καιρό απατώ τον εαυτό μου. Ίσως ο άντρας μου να ‘ναι καλός κι έντιμος, είναι όμως λακές. Δεν ξέρω τι δουλειά κάνει, τι βαθμό έχει, ξέρω μόνο πως είναι λακές. Όταν τον παντρεύτηκα ήμουνα είκοσι χρονών, μ’ έτρωγε η περιέργεια ήθελα κάτι καλύτερο· δεν μπορεί, πρέπει να υπάρχει μια άλλη ζωή, έλεγα στον εαυτό μου. Αυτό που ήθελα, ήταν να ζήσω! Να ζήσω, να ζήσω…» (σελ. 24).
Το διήγημα ολοκληρώνεται γρήγορα, χωρίς να έχει δοθεί η συνέχεια. Υπονοείται απλώς ότι επρόκειτο να έρθει μια νέα τροπή στη σχέση των δύο αγαπημένων.
«Και φαινόταν πως ήθελαν λίγο ακόμα, και η λύση θα βρισκόταν, και τότε θ’ άρχιζε μια νέα, υπέροχη ζωή· ωστόσο ήταν ξεκάθαρο και στους δύο ότι το τέλος του δρόμου ήταν ακόμη μακριά, πολύ μακριά, και ότι τα περίπλοκα και τα δύσκολα μόλις άρχιζαν» (σελ. 59).
Στο διήγημά του (ακριβέστερα: μεταξύ διηγήματος και νουβέλας) Ο μαύρος μοναχός (μτφρ. Ολέγ Τσυμπένκο, Μζία Εμπραλίτζε, εκδ. Ροές) ο Τσέχοφ αναδεικνύει το ζήτημα της σχέσης της ιδιοφυίας με την τρέλα.
Ο ήρωας, ο εξαιρετικά ταλαντούχος επιστήμονας και ακαδημαϊκός Κοβρίν, αποτελεί προσωποποίηση της μεγαλομανίας και της μονομανίας. Έχοντας ξεφύγει απ' την κοινή ανθρώπινη λογική, βιώνει την απόλυτη ευτυχία, γνωρίζοντας παράλληλα ότι είναι ψυχασθενής που έχει παραισθήσεις: βλέπει μπροστά του έναν μαύρο καλόγερο, ο οποίος τον διαβεβαιώνει πως είναι μια αληθινή μεγαλοφυΐα.
Όταν, αντίθετα, επιστρέφει στα συγκαλά του, γίνεται μίζερος και είναι πια ανίκανος να αισθανθεί χαρά, καθώς πιστεύει ότι είναι μια μετριότητα. Μήπως άραγε ορισμένες προσωπικότητες ξεχωρίζουν και ανυψώνονται πάνω απ’ την κοινή ανθρωπότητα; Και τι διαφορά έχει η ιδιοφυία από την τρέλα; Μήπως αυτές οι δύο καταστάσεις συγγενεύουν; Ο Κοβρίν είναι τόσο έξυπνος όσο και παρανοϊκός, γεγονός που του προκαλεί φόβο καθώς το συνειδητοποιεί νηφάλιος, όταν όμως επιστρέφει στις παραισθήσεις του, πιστεύει ότι είναι μοναδικός και έτσι καθίσταται ευτυχής. Πρόκειται για περίπτωση ανθρώπου που θυσιάζει τα πάντα στη ζωή του, μέχρι και την ίδια του τη ζωή, σ’ έναν σκοπό.
Ο Κοβρίν είναι τόσο έξυπνος όσο και παρανοϊκός, γεγονός που του προκαλεί φόβο καθώς το συνειδητοποιεί νηφάλιος, όταν όμως επιστρέφει στις παραισθήσεις του, πιστεύει ότι είναι μοναδικός και έτσι καθίσταται ευτυχής.
Ο σκοπός του είναι και το αντικείμενο της μονομανίας του. Κατά τα άλλα, ζει μια σκληρή και βασανιστική ζωή, λόγω του ότι είναι φυματικός. Ο γάμος του με την Τάνια, με την οποία είναι ερωτευμένος, τον γεμίζει ελπίδες, τίποτα όμως δεν συγκρίνεται με τη φιλοδοξία του να διακριθεί κοινωνικά, μια φιλοδοξία που θα καταστραφεί βίαια, μαζί με τα έργα του.
Ο άλλος παράξενος ήρωας, ο Γιεργκόρ, είναι επίσης εμμονικός: αγαπάει σχεδόν παθολογικά τον Κοβρίν και τον κήπο που μια ζωή έφτιαχνε, ενώ τελικά η απόρριψη που βίωσε τον ωθεί να πεθάνει απ’ τη στενοχώρια του. Όσο ο Κοβρίν επιστρέφει στην παραίσθησή του, η ευτυχία επανέρχεται. Η καταστροφή του, όμως, είναι αναπόφευκτη. Άραγε είναι καλύτερη μια νηφάλια λογική ζωή, βυθισμένη στη μετριότητα ή μήπως μια μεγαλοφυής και παρανοϊκή φιλοδοξία μακριά απ’ τον κοινωνικό περίγυρο;
Στο σύντομο μυθιστόρημά του Ο Παίκτης (μτφρ. Κίρα Σίνου, εκδ. Μίνωας), που γράφτηκε ανάμεσα από τα γνωστά αριστουργήματά του, Το Υπόγειο και Έγκλημα και τιμωρία, ο Ρώσος κλασικός Φίοντορ Ντοστογιέφσκι μάς παρουσιάζει μια ακόμη ιστορία μίσους και πάθους. Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, υποτίθεται μέσα απ’ το ημερολόγιο ενός νεαρού οικοδιδασκάλου.
Η υπόθεση είναι απλή: ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο Αλεξέι Ιβάνοβιτς, αγαπάει τη νεαρή Πρασκόβια (το ψευδώνυμό της είναι Πολίνα), θετή κόρη ενός ξεπεσμένου στρατηγού, η οποία τον περιφρονεί και τον εκμεταλλεύεται, απολαμβάνοντας να γελάει με τους αλλεπάλληλους εξευτελισμούς του. Λόγω αυτού, η παθιασμένη και ανέλπιστη αγάπη για εκείνη έχει γίνει στην καρδιά του ένα με το μίσος, με αποτέλεσμα πότε να ξεσπάει σ’ εκδηλώσεις τρυφερότητας και πότε να της εκφράζει όλο του το μίσος. Αγάπη και μίσος έχουν γίνει ένα.
Ο νεαρός Αλεξέι υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος είναι εκ του φυσικού του δυνάστης και αγαπάει να βασανίζει τους άλλους, η ταπείνωση όμως και τα βάσανα είναι που εξαγνίζουν πάντα. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ο Αλεξέι, αρχικά για χάρη της κοπέλας, έρχεται σε πρώτη επαφή με τη ρουλέτα. Γρήγορα γοητεύεται και επιθυμεί να συνεχίσει να παίζει προκειμένου να βελτιώσει την οικονομική του κατάσταση, αφού το πενιχρό εισόδημα απ’ την οικοδιδασκαλία του (ενν. στα παιδιά του στρατηγού) μόλις και μετά βίας επαρκεί.
Και έτσι, ο Αλεξέι καταλήγει σταδιακά να εθίζεται στα τυχερά παιχνίδια, στα οποία και χάνει τεράστια ποσά. Η κατάσταση παίρνει απρόσμενες διαστάσεις όταν καταφθάνει η ηλικιωμένη και πλούσια μητέρα του στρατηγού, την οποία όλοι ανυπομονούσαν να κληρονομήσουν. Εκείνη σχετίζεται με τα πρόσωπα του σπιτιού και τα επηρεάζει με διάφορους τρόπους. Τελικά, ύστερα από έναν εθισμό στη ρουλέτα, η ηλικιωμένη χάνει επίσης τα πάντα και αποφασίζει να επιστρέψει εκεί απ’ όπου είχε έρθει.
Η κατάσταση παίρνει απρόσμενες διαστάσεις όταν καταφθάνει η ηλικιωμένη και πλούσια μητέρα του στρατηγού, την οποία όλοι ανυπομονούσαν να κληρονομήσουν. [...] Τελικά, ύστερα από έναν εθισμό στη ρουλέτα, η ηλικιωμένη χάνει επίσης τα πάντα και αποφασίζει να επιστρέψει εκεί απ’ όπου είχε έρθει.
Όσο για τον Αλεξέι, βιώνει φτώχεια, διάφορες κακουχίες, ξενύχτια, μέχρι και μια σύντομη φυλάκιση, προσπαθώντας να ξεχάσει την Πολίνα, η οποία έχει φύγει μακριά. Προς το τέλος του έργου, ωστόσο, όλα ανατρέπονται.
Το βιβλίο γράφτηκε και ολοκληρώθηκε με τη βοήθεια της νεαρής στενογράφου, και μετέπειτα συζύγου του Ντοστογιέφσκι, Άννα Γκριγκόριεβνα Σνίτκινα, μέσα σε είκοσι οκτώ μόλις μέρες, όπως ακριβώς είχε συμφωνήσει ο συγγραφέας του μ’ έναν εκδότη, προκειμένου να μην χάσει οριστικά τα δικαιώματα και των υπόλοιπων έργων του, λόγω χρεών.
Το μυθιστόρημα βρίθει προσωπικών βιωμάτων του συγγραφέα του, ενώ μέχρι και το όνομα της ηρωίδας, Πολίνα, είναι το ίδιο μ’ εκείνο της ερωμένης που είχε όταν ο ίδιος, στο εξωτερικό, είχε εθιστεί στη ρουλέτα. Δια στόματος του κεντρικού του ήρωα, διατυπώνονται και ορισμένες κρίσεις για την Ευρώπη και τους λαούς της. Ως επί το πλείστον, οι κρίσεις του είναι αρνητικές: ο Άγγλος παρουσιάζεται ψυχρός, ο Γάλλος υποκριτικά ευγενικός, ενώ ο Γερμανός αυστηρός, σοβαροφανής και «πουριτανός» σε βαθμό γελοιότητας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει όμως η σχέση ανάμεσα στον Άγγλο και τον πρωταγωνιστή, καθώς στο τέλος του έργου ο πρώτος, βλέποντας το κατάντημά του, του δίνει λίγα χρήματα για να βρει την ευκαιρία και να ξεφύγει. Σε ένα σημείο ο πρωταγωνιστής φωνάζει πως θα προτιμούσε να περάσει όλη τη ζωή του σε τσαντίρι Κιργίζιων, παρά να προσκυνήσει το «γερμανικό είδωλο» πλουτισμού. Όσο για τους Γάλλους, η σύγκριση είναι ακόμη αυστηρότερη:
«Γιατί οι Ρώσοι είναι προικισμένοι τόσο πλούσια και πολύπλευρα, που δεν βρίσκουν γρήγορα μια αποδεκτή μορφή συμπεριφοράς. Τα πάντα είναι ζήτημα τύπων. Τις περισσότερες φορές εμείς οι Ρώσοι είμαστε τόσο προικισμένοι, που για να φερθούμε όπως αρμόζει χρειάζεται μεγαλοφυΐα. Όμως πολύ συχνά αυτή η μεγαλοφυΐα δεν βρίσκεται, γιατί γενικότερα είναι από τα πιο σπάνια πράγματα. Μονάχα στους Γάλλους και σε μερικούς άλλους Ευρωπαίους οι τύποι είναι τόσο καλά ραφιναρισμένοι, ώστε μπορεί ο άνθρωπος να φαίνεται εξαιρετικά αξιοπρεπής και να είναι στην πραγματικότητα ο πλέον αναξιοπρεπής που υπάρχει. Γι’ αυτό και δίνουν τόση σημασία στους τύπους, στην εξωτερική μορφή» (σελ. 58-59).
Ο Αλεξέι μοιάζει να εκπροσωπεί τη ρωσική «ψυχή», όπως την αντιλαμβανόταν ο συγγραφέας του: είναι άνθρωπος των άκρων και δεν διστάζει να περάσει απ’ τον παράδεισο στην κόλαση και απ’ την άνευ όρων αγάπη στο ασίγαστο μίσος. Διαβεβαιώνει την Πολίνα, που μοιάζει να τον περιφρονεί, ότι θα έπεφτε για χάρη της στον γκρεμό, αν του το είχε ζητήσει, και δεν διστάζει να γελοιοποιηθεί υβρίζοντας ένα καθ’ όλα αξιοσέβαστο ζευγάρι Γερμανών δημόσια, για να της αποδείξει τον έρωτά του. Την ίδια, όμως, στιγμή την απειλεί και φανερώνει πως μέσα του καίει το πάθος της ζήλειας, γι’ αυτό και απειλεί να τη σκοτώσει:
«Ναι, τη μισούσα. Υπήρχαν στιγμές (και μάλιστα κάθε φορά που τέλειωνε μια συζήτησή μας) που θα έδινα τη μισή μου ζωή για να την πνίξω! Τ’ ορκίζομαι πως, αν υπήρχε δυνατότητα να βυθίσω αργά ένα κοφτερό μαχαίρι στο στήθος της, θα την άρπαζα αυτή τη δυνατότητα και θα το απολάμβανα. Κι όμως, τ’ ορκίζομαι σ’ ό,τι έχω ιερό πως αν στο Σλάνγκενμπεργκ, σ’ εκείνο το πολυσύχναστο σημείο, πραγματικά μου έλεγε “πέσε στον γκρεμό”, θα έπεφτα αμέσως, και μάλιστα με χαρά. Το ήξερα αυτό» (σελ. 21).
Αλλά τα πιο έντονα σημεία του έργου, είναι εκεί όπου περιγράφεται το πάθος του για τη ρουλέτα: αναμφίβολα εδώ ο Ντοστογιέφσκι αντλεί απ’ τα πρόσφατα προσωπικά του βιώματα, όπως και στα σημεία με την Πολίνα. Σε κάθε περίπτωση, ο Ρώσος Αλεξέι ελκύεται απ’ τα άκρα, πράγμα που οι Ευρωπαίοι ήρωες υποτίθεται πως αδυνατούν να καταλάβουν. Αν οι «ενδοκόσμιοι» Ευρωπαίοι λειτουργούν στη λογική του συμβιβασμού, ο «φυγόκοσμος» Ρώσος προχωρεί με τη λογική του «όλα ή τίποτα», περνώντας διαδοχικά απ’ την υπέρτατη ευδαιμονία στην καταστροφή και πάλι πίσω.
➨ Τα τέσσερα λογοτεχνικά κείμενα του άρθρου έχουν μεταφραστεί αρκετές φορές στη γλώσσα μας και έχουν εκδοθεί από πολλούς εκδοτικούς οίκους μέσα στα χρόνια. Επίλέξαμε να προτείνουμε, στα λινκ για το κάθε βιβλίο, τις πιο πρόσφατες μεταφράσεις, ενώ σε δύο από αυτά (Η κυρία με το σκυλάκι και Ο παίχτης) χρησιμοποιήσαμε τα συγκεκριμένα εξώφυλλα για την αισθητική αρτιότητά τους.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ φιλοσοφίας.