
Της Εύης Λαμπροπούλου
Πού είναι η Βουλγαρία;
Υπάρχει ένα σημείο όπου η μέχρι πρότινος ελπιδοφόρα ζωή ενός νέου παίρνει την κάτω βόλτα. Και γίνεται όλο και πιο χάλια, και κείνος όλο και πιο σόλο, χωρίς να το αντιλαμβάνεται καν, μέχρι να φτάσει να μην τον νοιάζει πια που δε μπορεί να την αλλάξει. Ο Ντασκούπτα αποτυπώνει εκείνο το ακριβές σημείο όπου η επηρμένη, υπέρλαμπρη κατασπαταλημένη νεότητα έχει χαράξει τα βήματα προς την καταστροφή έτσι ώστε ο μεσήλικας μένει έκθαμβος μπροστά στον άξαφνο χορό του Ζαλόγγου, τον μόνο που μπορεί πια να χορέψει.
Του παίρνει διακόσιες σελίδες για να το δείξει αυτό, αλλά χαλάλι. Στις υπόλοιπες διακόσιες το βιβλίο επιταχύνεται, γίνεται σύγχρονο, κοντινό.
Το ανεκπλήρωτο δυναμικό του σπαταλημένου Ούλριχ θα εκπληρώσει μαγικά ένας φανταστικός γιος, σε μια άλλη γενιά. Το απωθημένο κληρονομείται μεταφυσικά, γονιδιακά και φροϋδικά έτσι ώστε ο γιος να ζήσει με τη χαρά της ζωής και τη μουσική που δεν έζησε ο πατέρας. Το Σόλο διαθέτει αυτά που έλεγε ο Τομ Ρόμπινς ότι χρειάζεται ένα βιβλίο για να είναι καταπληκτικό. Λίγη πνευματικότητα, μεταφυσική, μαγεία και μια απάντηση σε κάποιο θεμελιώδες ανθρώπινο ερώτημα που εδώ είναι: Πού μπορεί να βρει κανείς τη χαρά της ζωής;
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, μπορεί να τη βρει στη Βουλγαρία, καθώς μεγαλώνει μόνος του ανάμεσα σε γουρούνια ενός εγκαταλελειμμένου φαντασματικού χωριού όπου ευτυχώς βρίσκεται ένα παρατημένο βιολί και τα απομεινάρια μουσικομανών τσιγγάνων.
Βέβαια, μπορεί κανείς να βρει τη χαρά της ζωής και να μην την αντέξει, όπως δεν αντέχει έναν υπερβολικό έρωτα. Η χαρά δεν είναι εύκολη, οι άνθρωποι, ειδικά οι χορευτές ποιητές, δεν είναι φτιαγμένοι για να τη διαχειρίζονται∙ η χαρά της ζωής κι ένα τεράστιος έρωτας, μπορεί να σε κάνουν να νιώθεις τη γεύση του χώματος στο στόμα και πως αυτές οι νιφάδες από καστανή τύρφη θα ‘ταν πολύ μαλακές ως στρώμα.
Ο Ντασκούπτα φωταγωγεί την ιδέα ότι είμαστε όλοι μέρη του ίδιου κέικ: όταν δεν τρώμε ένα κομμάτι, θα το φάει κάποιος άλλος. Σε χιλιάδες σταματημένους ανθρώπους αντιστοιχεί ένας δραστήριος Αϊνστάιν που από την δική τους, μη αξιοποιημένη, συμπυκνωμένη ενέργεια παράγει έργο. Ενώ ο ματαιωμένος επιστήμονας Ούλριχ περνάει τη μέρα του με κινήσεις εξοικονόμησης ενέργειας, ο Αϊνστάιν κατασκευάζει συγκλονιστικές θεωρίες. Έτσι, όταν ο δεύτερος τον συναντά στο δρόμο, του λέει χωρίς προφανή λόγο: «Χωρίς εσένα δεν είμαι τίποτα».
Πρώτος, ως σοφός ήρωας, ο Οδυσσέας αναγνώρισε την αξία του αφανή συντρόφου του Ελπήνορα όταν τον συνάντησε στον Άδη. Ο Ούλριχ λοιπόν είναι ένας Ομηρικός Ελπήνορας: ο αφανής κομπάρσος που καθιστά δυνατή την περιπέτεια και την δόξα του Οδυσσέα.
Ο Ντασκούπτα έχει πλάκα. Και μανία με τη Βουλγαρία.
Πού είναι η Βουλγαρία; Ποιος νοιάστηκε ποτέ γι’ αυτήν; Ο Ινδός συγγραφέας γοητεύεται από μέρη σνομπαρισμένα επειδή εκεί υπάρχει κάτι «που φοβίζει τους ανθρώπους και δεν θέλουν να το δουν». Στο βιβλίο περιέχονται τα πάντα για τη Βουλγαρία που, παρότι δεν είναι δοσμένα από πρώτο χέρι, όπως προτιμώ, είναι δεξιοτεχνικά αφηγημένα. Ό,τι δεν ήθελα να μάθω γι’ αυτή τη χώρα αλλά χάρηκα που το έμαθα: Γοητευτικοί μαφιόζοι, ματαιωμένοι επιστήμονες, ένας μετα-τσιγγάνος, μετά-ροκ μαγικός βιολιστής που μεγάλωσε με τα γουρούνια αλλά σου χύνει με το βιολί του τα μυαλά στα πατώματα και ο ψυχοσωματικός έρωτάς του με τον χορευτικό ποιητή. Μας φαντάζομαι να συγκατοικούμε όλοι μαζί, φίλοι, φίλες και ένα γουρουνάκι, σε ένα σπίτι όπου θα συμβαίνουν άξαφνες απαγγελίες, πενιές και τρομερά χορευτικά πάνω από το βραδινό γκούλας. Όταν η τέχνη -ή το γκούλας- είναι κακά, το γουρουνάκι θα κλάνει.