Για τη σχεδόν ταυτόχρονη έκδοση στα ελληνικά του τελευταίου βιβλίου του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ [Jean-Jacques Rousseau] «Οι ονειροπολήσεις ενός μοναχικού περιπατητή» (εκδ. Έφη Κορομηλά, εκδ. Printa) και «Ρεμβασμοί του μοναχικού περιπατητή» (μτφρ. Θάνος Σαμαρτζής, εκδ. Δώμα). Kεντρική εικόνα: ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ στην Ελβετία. Πίνακας του Francois Boucher.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Μόνος, μακριά από το αγριεμένο πλήθος που τόσο τον πλήγωσε, του τσάκισε κάθε προοπτική ελπίδας και τον τοποθέτησε με βιαιότητα στην άκρη του κοινωνικού ρεύματος, ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, ήδη στα 65 του, πραγματοποιεί ένα εσωτερικό ταξίδι αναζητώντας την πληρότητα, τη γλυκύτητα και κυρίως την οδό για να φύγει ενάρετος απ΄ αυτή τη ζωή.
Έχουν προηγηθεί στη ζωή του γεγονότα που του προκάλεσαν οδύνη και σκότισαν τη ψυχή του. Κύρια αιτία ήταν οι ομόθυμες επιθέσεις που δέχθηκε όταν εξέδωσε το έργο Αιμίλιος ή Περί παιδείας. Αμέσως το βιβλίο τέθηκε εκτός κυκλοφορίας άμα τη εμφανίσει του. Η επίσημη Εκκλησία τον έθεσε εκτός των κόλπων της, κινδύνευσε με φυλάκιση, ενώ και οι μέχρι πρότινος συνοδοιπόροι του, Διαφωτιστές, του γύρισαν την πλάτη.
Όλα αυτά συμβαίνουν το 1762, λίγο πριν ο Ρουσσώ γράψει το μνημειώδες Κοινωνικό συμβόλαιο. Ακολουθεί μια αναγκαστική φυγή προς διάφορες κατευθύνσεις. Ο Ρουσσώ μοιάζει με άρριζο δέντρο. Δεν μπορεί να στεριώσει πουθενά.
Από το πριγκιπάτο του Νετασέλ θα μεταβεί στη λίμνη Μπιέν, ενώ στη συνέχεια θα βρει καταφύγιο στην οικεία του David Hume στο Λονδίνο. Όταν οι σχέσεις των δύο ανδρών θα φτάσουν σε απροχώρητο βαθμό ασυνενοησίας, ο Ρουσσώ θα αναγκαστεί να επιστρέψει στη Γαλλία με ψευδώνυμο.
Εκεί θα ζήσει ως φυγάς πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη και βρίσκοντας πάντα έναν αγαθό προστάτη να τον συντρέξει. Μέσα σ’ αυτή την αδιάκοπη ταραχή δίχως ανάπαυση και με τον ίδιο να πιστεύει πως έχει πέσει θύμα μιας ολόκληρης πλεκτάνης, αντί να παραφρονήσει, θα ξεκινήσει να καταγράφει τα εσωτερικά πεδία του, εκείνες τις οικείες δυνάμεις που κρύβονταν μέσα του και τώρα υπό μορφή ρέμβης και αναστοχασμού ξεπηδούν αβίαστα.
Λυτρωτικό ανάγνωσμα
Οι δέκα ονειροπολήσεις που συγκροτούν το συγκεκριμένο βιβλίο γράφτηκαν την περίοδο που ο Ρουσσώ κατοικούσε στο πάρκο του μαρκήσιου ντε Ζιραντέν, στην Ερμενονβίλ. Η φιλοσοφική, η λογοτεχνική, αλλά η ειλικρινής αυτοβιογραφική διάθεση του βιβλίου το καθιστούν ακόμη και στις μέρες μας ένα πέρα για πέρα άξιο και λυτρωτικό ανάγνωσμα.
Μπορεί η πρόθεση του Ρουσσώ να ήταν ξεκάθαρα προσωπική και όχι συλλογική, σε αντίθεση με τον Μονταίνιο που ακολούθησε αντίστροφη λογική, ωστόσο, τελικά, όλη αυτή η πορεία αυτοπραγμάτωσης του Γάλλου στοχαστή αποδεικνύεται πως ήταν μια αβρή χειρονομία προς τους ανθρώπους. Σαν να τους (μας) έδειχνε τον τρόπο της αυτοανάλυσης.
Τούτο θα είναι το τελευταίο βιβλίο του Ρουσσώ, το δικό του ύστατο χαίρε. Δεν θα προλάβει, δε, να το δει τυπωμένο, καθώς θα εκδοθεί μετά θάνατον, το 1782.
Συναισθηματική μνήμη
Με τη χρήση της συναισθηματικής μνήμης, ο Ρουσσώ αρνείται να αναζητήσει νέες γνώσεις και νέα επιτεύγματα. Αρκείται στην εμπειρία που έχει αποκομίσει ως τώρα, γνωρίζοντας, βέβαια, με περισσή πικρία πως στην ηλικία του αυτή η εμπειρία δεν θα του φανεί ιδιαιτέρως χρήσιμη.
Ο λόγος του Ρουσσώ είναι ταυτόχρονα ποιητικός και ανεπιτήδευτος. Στοχαστικός, αλλά και απροσχεδίαστος. Αφήνεται στις εντυπώσεις της στιγμής, οι οποίες όμως υπόκεινται σε μια θαυμαστή οργάνωση καθώς καταγράφονται από τον συγγραφέα-δημιουργό τους.
Ο λόγος του Ρουσσώ είναι ταυτόχρονα ποιητικός και ανεπιτήδευτος. Στοχαστικός, αλλά και απροσχεδίαστος. Αφήνεται στις εντυπώσεις της στιγμής, οι οποίες όμως υπόκεινται σε μια θαυμαστή οργάνωση καθώς καταγράφονται από τον συγγραφέα-δημιουργό τους. Είναι ο λόγος μιας φωνής που δεν θέλει να σωπάσει παρά το γεγονός ότι οι συγκαιρινοί του, όλοι όσοι περιτριγυρίζουν τον Ρουσσώ, επιθυμούν να του κλείσουν το στόμα.
Τον αποξενώνουν, του επιτίθενται, αλλά εκείνος απαντάει πως τώρα που βρίσκεται σε μια κατάσταση όπου δεν περιμένει τίποτα και καμία ελπίδα δεν του έχει απομείνει, αισθάνεται πλέρια ελεύθερος να συνομιλήσει με τον εαυτό του, να αποδεχθεί τις αντιφάσεις του, να παραμείνει ακηδεμόνευτος, να μην υποκύψει στις απειλές και με τη βοήθεια του αγαπημένου του Πλουτάρχου να καταφέρει να αντιμετωπίσει την κακία των διωκτών του.
Το ευτύχημα της μοναξιάς
Για τον Ρουσσώ είναι ευτύχημα ότι βρίσκεται μακριά από την καθημερινή τύρβη του Παρισιού που γι’ αυτόν είναι το συνώνυμο της αποξένωσης. Αντίθετα με το τι πιστεύουν οι αρνητές του, η πλήρης απομόνωση και η μοναξιά όχι μόνο δεν γίνονται δεκτές από τον Γάλλο στοχαστή ως επονείδιστες τιμωρίες, αλλά ως πηγή ευτυχίας.
Στο δίπολο φύση/πόλη, απαντάει πως η αυθεντικότητα βρίσκεται μακριά από την αστική ζωή. Γι’ αυτό και δεν ταυτίζει τον πολιτισμό με την συνεχιζόμενη πρόοδο (άποψη των Διαφωτιστών), αλλά με την επιστροφή στην αγαθή πρώτη οικία του ανθρώπου: τη φύση. Αυτή η διάθεση, τόσο κοντά στους Ρομαντικούς, οδηγεί τον Ρουσσώ με μια προσωπική αυτάρκεια. Σε σημείο που να μην χρειάζεται κανέναν τριγύρω του έτσι ώστε να βρει κίνητρο ή αφορμή να καταδυθεί στα βάθη του εαυτού του.
Με αυτό το βιβλίο ο Ρουσσώ γίνεται εισηγητής μιας στοχαστικής αυτοβιογραφίας που θα την δούμε να αναπτύσσεται ακόμη και στις μέρες μας. Μήπως τι άλλο είναι η autofiction από τη μετεξέλιξη αυτού που πράττει ο Ρουσσώ.
Υπό άλλο πρίσμα ο Ρουσσώ συνδιαλέγεται με τον Μονταίνιο (έστω και αν η πρόθεσή τους είναι διαφορετική), τον Πασκάλ και τον Ντεκάρτ. Σε αντίθεση με εκείνους που καταγράφουν τις σκέψεις, τους στοχασμούς ή τις δοκιμές τους, ο Ρουσσώ καταθέτει τις ονειροπολήσεις του.
Όλο το βιβλίο, στην ουσία του, είναι μια μορφή αυτοθεραπείας του συγγραφέα με σκοπό (κι αυτό θα έλεγε κανείς είναι μια καταστατική αρχή του βιβλίου) την αναζήτηση και την προσέγγιση της ευτυχίας.
Το απόσταγμα, δηλαδή, εκείνων των στιγμών της ημέρας που μόνος με τον εαυτό του αποτραβιέται από τη στενωπό στην οποία έχει περιπέσει η ζωή του, ξεχνάει ολότελα τους οικτιρμούς του πλήθους και μέσα σε καθεστώς ελευθερίας αφήνει τον εαυτό του να συναντήσει τον… εαυτό του.
Όλο το βιβλίο, στην ουσία του, είναι μια μορφή αυτοθεραπείας του συγγραφέα με σκοπό (κι αυτό θα έλεγε κανείς είναι μια καταστατική αρχή του βιβλίου) την αναζήτηση και την προσέγγιση της ευτυχίας. Αυτό είναι το ύψιστο που αποζητάει ο Ρουσσώ μέσα από τους ρεμβασμούς του. Αυτό που η κοινωνία προσπάθησε να του κλέψει, ο ίδιος το βρίσκει σε πλεονάζουσα μορφή εντός του και το αφήνει να ξεχειλίσει με αγαλλίαση.
Οι δύο ελληνικές εκδόσεις
Το εκδοτικό αποτύπωμα αυτού του βιβλίου ήρθε στα ελληνικά εις διπλούν. Με ελάχιστες μέρες διαφορά, εκδόθηκε από τις εκδόσεις Printa και τις εκδόσεις Δώμα. Αμφότερα τα βιβλία έχουν κατατοπιστικά επίμετρα για τον αναγνώστη που δεν γνωρίζει εξαρχής τι ήταν αυτό που κινητοποίησε τον Ρουσσώ να γράψει ένα τέτοιο βιβλίο.
Το ευτύχημα είναι ότι έχουμε να κάνουμε με δύο εξαιρετικές μεταφράσεις, καίτοι διαφορετικές μεταξύ τους. Προσωπική άποψη, άρα δεν επιθυμεί να έχει τη δύναμη θέσφατου: η μετάφραση του Θάνο Σαμαρτζή (στην έκδοση του Δώματος) είναι πιο ποιητική σε σχέση με εκείνη της Έφης Κορομηλά (στις εκδόσεις Printa), η οποία όμως με τη σειρά της στέκεται σε υψηλό επίπεδο.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Ρεμβασμοί του μοναχικού περιπατητή»
Ό,τι είναι έξω από μένα μου είναι πλέον ξένο. Δεν έχω πια σ’ αυτό τον κόσμο ούτε συνανθρώπους, ούτε ομοίους, ούτε αδερφούς. Βρίσκομαι στη γη σαν σ’ έναν ξένο πλανήτη όπου έπεσα από εκεί που ζούσα. Ό,τι διακρίνω γύρω μου με πληγώνει και μου σπαράζει την καρδιά. Κι αν στρέψω τα μάτια μου στα πράγματα που μ’ αγγίζουν και με περιβάλλουν, βρίσκω μονάχα αντικείμενα περιφρόνησης κι αγανάκτησης, ή πόνου και στεναχώριας. Ας αποδιώξω λοιπόν απ’ το πνεύμα μου όλα τα πράγματα τα επώδυνα, που η ενασχόληση μαζί τους μόνο τραυματική κι ανώφελη μπορεί να είναι» (σελ. 59).
Απόσπασμα από το βιβλίο «Οι ονειροπολήσεις ενός μοναχικού περιπατητή»
«Ανάμεσα στα λιγοστά βιβλία που διαβάζω ακόμη πότε πότε, αυτό που με ενδιαφέρει και με ωφελεί περισσότερο είναι ο Πλούταρχος. Ήταν το πρώτο ανάγνωσμα της παιδικής μου ηλικίας, θα είναι το τελευταίο των γηρατειών μου• είναι ο μοναδικός σχεδόν συγγραφέας που δεν διάβασα ποτέ χωρίς να αποκομίσω κάποιο όφελος. Προχθές διάβασα στα Ηθικά του την πραγματεία ‘’Πως άν τις υπ’ εχθρών ωφελοίτο’’. Την ίδια μέρα, τακτοποιώντας κάποια φυλλάδια που μου είχαν στείλει οι συγγραφείς τους, έπεσα πάνω σ’ ένα από τα έντυπα του αβά Ροζιέ, στον τίτλο του οποίου είχε βάλει τούτα τα λόγια: Vitam vero impendenti, Ροζιέ».