Για το μυθιστόρημα του Ραντουάν Νασσάρ [Raduan Nassar] «Αρχαία καλλιέργεια» (μτφρ. Αθηνά Ψυλλιά, εκδ. Πατάκη).
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Έγραψε ένα και μόνο μυθιστόρημα, την Αρχαία καλλιέργεια (1975), μία νουβέλα, Ένα ποτήρι οργή (1978), και μια συλλογή διηγημάτων, Φυσική διαδρομή (1997). Ήταν όμως αρκετά για να του χαρίσουν την κορυφαία θέση στα βραζιλιάνικα γράμματα, καθώς πολύ νωρίς αναγνωρίστηκε η αισθητική και λογοτεχνική αξία των έργων του. Ο λόγος για τον Ραντουάν Νασσάρ, τον συγγραφέα ποιητή, που έγινε μύθος και κατέκτησε πολλούς αναγνώστες με τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής του.
Η επιστροφή του ασώτου που διέρρηξε τις πατρογονικές παραδόσεις
«Δεν μπορεί να περιμένει κανείς από έναν φυλακισμένο να υπηρετεί καλόπιστα το σπίτι του δεσμοφύλακά του», υπογραμμίζει ο Αντρέ, ο αφηγητής της ιστορίας. Εξαιτίας της πατρικής καταπίεσης αλλά και των συναισθημάτων που τρέφει για την Άνα, την αδερφή του, ο νεαρός Αντρέ αποφασίζει να εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία, να απομακρυνθεί από τη φάρμα, την οποία διατηρεί η οικογένειά του, και να ζήσει τις χαρές της ζωής στην πόλη.
Αρκετό καιρό μετά, ο Πέντρο, ο μεγάλος του αδερφός, έρχεται στο ξενοδοχείο που διαμένει, για να τον πείσει να επιστέψει στους κόλπους της οικογένειας. Εκεί, μπροστά στον μεγάλο του αδερφό, ο Αντρέ, μέσα από μια παραληρηματικού τύπου εξομολόγηση, πηγαίνει στα βάθη του εαυτού του και θυμάται. Θυμάται τα παιδικά του χρόνια στη φάρμα, το πώς από μια παιδική ηλικία χαρούμενη και γεμάτη φως, μπαίνει σιγά σιγά στην εφηβεία και καταλαβαίνει ότι ζει σε ένα περιβάλλον όπου δεν επιτρέπεται η ατομικότητα, η ελευθερία και η διαφοροποίηση. Υπάρχουν μόνο οι εντολές του πατέρα και η υπακοή σε αυτές.
Κάθε φορά που η οικογένεια συγκεντρώνεται στο τραπέζι, ο πατέρας, σαν θρησκευτικός ηγέτης, κάνει κήρυγμα. Διδάσκει την υποχρέωση της εργασίας, την αγνότητα, την ανάγκη για ενότητα και συνοχή της οικογένειας, την υπομονή ως το μόνο μέσο ανταμοιβής ενός δυνατού χαρακτήρα.
Ο πατέρας, ακολουθώντας την προγονική παράδοση, είναι ο αρχηγός και διοικεί την πολυμελή οικογένεια με αυστηρότητα και πειθαρχία. Κάθε φορά που η οικογένεια συγκεντρώνεται στο τραπέζι, ο πατέρας, σαν θρησκευτικός ηγέτης, κάνει κήρυγμα. Διδάσκει την υποχρέωση της εργασίας, την αγνότητα, την ανάγκη για ενότητα και συνοχή της οικογένειας, την υπομονή ως το μόνο μέσο ανταμοιβής ενός δυνατού χαρακτήρα. Διδάσκει την τάξη και την αυτοσυγκράτηση. Οι εντολές του δεν επιδέχονται αντιρρήσεις.
Ο Αντρέ, άσωτος κι επαναστάτης, αντιτίθεται στις παραδόσεις και στην καταπίεση του πατέρα και προτάσσει την ελευθερία και την προσωπική ευχαρίστηση. Θεωρεί πως «κάθε περιβάλλον είναι εχθρικό, εφόσον αρνείται το δικαίωμα στη ζωή». Θέλει να δοκιμάσει τις απολαύσεις του σώματος και της ηλικίας του χωρίς αναστολές, υπακούοντας μόνο σε ό,τι του υπαγορεύουν οι δικές του ανάγκες. Αρχίζει να αμφισβητεί την αυθεντία του πατέρα και αναζητά τη δική του ταυτότητα. Θέλει να διαφεντεύει τα βήματά του, θέλει «να φανεί γενναιόδωρος με το σώμα του, να νιώσει συγκινήσεις που δεν έχει ξαναζήσει, να γίνει ο προφήτης της δικής του ιστορίας». Παράλληλα, νιώθει ένοχος για τα απαγορευμένα αισθήματα προς την αδερφή του.
Είναι διχασμένος ανάμεσα στην αγάπη για τη φύση, για την οικογένειά του, για τη στοργική και τρυφερή μητέρα του, και στην ανάγκη του για ελευθερία. Επιλέγει να απομακρυνθεί από τη φάρμα, αφού κανείς δεν τον ξέρει πραγματικά και κανείς δεν καταλαβαίνει το πώς νιώθει. Όταν, μετά την επίσκεψη του Πέντρο, αποφασίζει να επιστρέψει, γίνεται για άλλη μια φορά μάρτυρας της πατριαρχίας και της βίας που εκπορεύεται από αυτήν.
Ο Ραντουάν Νασσάρ [Raduan Nassar] γεννήθηκε το 1935 στην πολιτεία του Σάο Πάολο από μετανάστες Λιβανέζους γονείς. Σπούδασε στη Νομική Σχολή (την οποία εγκατέλειψε στο πέμπτο έτος) του Πανεπιστημίου του Σάο Πάολο. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1975 με το μυθιστόρημα Αρχαία καλλιέργεια (“Lavoura arcaica”, εκδ. Πατάκη, 2024). Το 1978 δημοσίευσε τη νουβέλα Ένα ποτήρι οργή (“Um copo de cόlera”, εκδ. Πατάκη, 2023), γραμμένη το 1970. Τα δύο αυτά βιβλία αποτελούν τα σημαντικότερα έργα του και συγκαταλέγονται στα σπουδαιότερα της σύγχρονης βραζιλιάνικης λογοτεχνίας. Ο Νασσάρ ιδιωτεύει από το 1984, ασχολούμενος με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. To 2016 του απονεμήθηκε το βραβείο Camoes, η κοινή διάκριση Πορτογαλίας και Βραζιλίας για τον σημαντικότερο συγγραφέα, ενώ το Ένα ποτήρι οργή έχει τιμηθεί με το Premio Jabuti, τη διάκριση για το καλύτερο μεταφρασμένο έργο Bραζιλιάνου συγγραφέα. Η Αρχαία καλλιέργεια μεταφέρθηκε το 2001 στον κινηματογράφο από τον Luiz Fernando Carvalho. |
Η αποθέωση της ποιητικότητας
Το κείμενο, με έντονο το στοιχείο της υποκειμενικότητας, έχει τη μορφή εσωτερικού μονολόγου, όπου παρατίθενται οι αναμνήσεις, τα συναισθήματα και η ψυχική διάθεση του αφηγητή, μέσα από μια ροή συνείδησης χειμαρρώδη και συναρπαστική στον υπερθετικό βαθμό. Τα θέματα που θίγει, διαχρονικά, σημαντικά και επίκαιρα: ο χρόνος και το πώς τον αντιλαμβάνεται ο καθένας, η πατριαρχία, οι δυσκολίες της οικογενειακής συνύπαρξης, η μοναξιά, η ανάγκη για ελευθερία, οι επιταγές της σάρκας που αντιτίθενται στους κανόνες, η σύγκρουση λογικής και συναισθήματος, η νεότητα ως σημείο αυτοπροσδιορισμού και ελεύθερης έκφρασης.
Έχουμε μια αφήγηση αμιγώς ποιητική, στην οποία με παραληρηματικό λόγο, και με πολλές χρονικές μετατοπίσεις, έρχονται μπροστά μας όχι τα γεγονότα, αλλά οι αναμνήσεις, και η αίσθηση που αφήνουν αυτές στον πρωταγωνιστή.
Ο συγγραφέας σπάει τους συνηθισμένους κανόνες τόσο στη μορφή όσο και στη χρήση της γλώσσας. Γλώσσα ιδιαίτερη, λέξεις προσεκτικά επιλεγμένες, επίθετα και μεταφορές που αγγίζουν όλους τους συγκινησιακούς κάλυκες του αναγνώστη. Η σύνταξη είναι ασταθής, απουσιάζουν τα σημεία στίξης, και γίνεται χρήση εξαιρετικά μακροπερίοδου λόγου, με τις προτάσεις να καταλαμβάνουν πολλές σελίδες. Έχουμε μια αφήγηση αμιγώς ποιητική, στην οποία με παραληρηματικό λόγο, και με πολλές χρονικές μετατοπίσεις, έρχονται μπροστά μας όχι τα γεγονότα, αλλά οι αναμνήσεις, και η αίσθηση που αφήνουν αυτές στον πρωταγωνιστή. Τα συναισθήματα του ήρωα εικονοποιούνται, είναι ζωντανά, τρισδιάστατα, απτά, διαθέτουν την υγρασία και την οσμή του πόθου του, την υφή του χώματος που πατούν τα ξυπόλυτα πόδια του, τον πόνο της μοναξιάς του, την οργή της καταπίεσής του.
Ένα βιβλίο που, ακόμα κι όταν το τελειώσεις, επανέρχεσαι ξανά και ξανά, περιδιαβαίνεις στις σελίδες του, απολαμβάνεις τον τρόπο που ο συγγραφέας χειρίζεται τη γλώσσα, ζεις τη μαγεία που διαχέεται από τη χρήση των εικόνων της φύσης, αφουγκράζεσαι τις άγριες επιθυμίες του πρωταγωνιστή, συμπάσχεις μαζί του, ακούς την απολογία του, αισθάνεσαι το άγριο πάθος του, νιώθεις το χάδι της λαγνείας του, βασανίζεσαι μαζί του, ζητάς παρηγοριά κι εξιλέωση για λογαριασμό του, πνίγεσαι από την οικογενειακή καταπίεση που περιγράφει και μεταφέρεσαι μαζί του σε έναν κόσμο όπου δεν υπάρχουν κανόνες, παρά μόνο σώματα κι αισθήσεις, μόνο επιθυμία κι απόλαυση.
Η μετάφραση της Αθηνάς Ψυλλιά συμβαδίζει με την ποιητικότητα του κειμένου, απογειώνοντάς την.
*Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«… κι είπα τυφλωμένος απ’ το τόσο φως είμαι δεκαεπτά χρονών, έχω την υγεία μου και πάνω σ’ αυτή την πέτρα θα θεμελιώσω την προσωπική μου εκκλησία, μια εκκλησία για δική μου χρήση, μια εκκλησία στην οποία θα προσέρχομαι με πόδια ξυπόλυτα και σώμα γδυτό, ολόγυμνο όπως ήρθε στον κόσμο, μου συνέβαιναν τόσο πολλά μαζί που ένιωσα κάποια στιγμή προφήτης της ίδιας μου της ιστορίας, όχι ένας προφήτης που υψώνει τα μάτια του ψηλά, αλλά εκείνος που ρίχνει το βλέμμα με σιγουριά πάνω στους καρπούς της γης, και καθώς στεκόμουν πάνω σ’ αυτή την πέτρα, σκέφτηκα και είπα ξαφνικά, ξέρω τι θέλω, και το μπορώ! […] τι πυκνός που είναι ο χυμός του οικογενειακού μας φρούτου! είχα ατσαλώσει απλώς τη γροθιά, την ύψωσα ψηλά και αποφάνθηκα πως ήταν ώρα: έχει και η ανυπομονησία δικαιώματα».