
Για το μυθιστόρημα της Κάρμεν Μαρτίν Γκάιτε [Carmen Martin Gaite] «Το πίσω δωμάτιο» (μτφρ. Κυριάκος Φιλιππίδης, εκδ.Gutenberg). Κεντρική εικόνα: © Rijkmuseum.
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Πώς να μιλήσει κανείς για μια περίοδο της ζωής του και της χώρας του, χωρίς να καταλήξει σε ένα κείμενο απλής και βαρετής καταγραφής γεγονότων που δύσκολα θα ενδιαφέρουν τον αναγνώστη; Πώς να αποτυπώσει τις επιδράσεις μιας πολιτικής κατάστασης στα άτομα κάθε ηλικίας, χωρίς να επαναλάβει πράγματα ειπωμένα ξανά και ξανά, αλλά να αποδώσει τις αλλαγές στη ζωή και στα συναισθήματα των ανθρώπων εκείνης της εποχής, καταφέρνοντας να κάνει ταυτόχρονα το κείμενο συναρπαστικό;
Η Γκάιτε βρίσκει τον τρόπο στο βιβλίο Το πίσω δωμάτιο (μτφρ.Κυριάκος Φιλιππίδης, εκδ. Gutenberg), για το οποίο τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας (1978). Αν και «οι αναμνήσεις που έχουν τη δύναμη να μας εκπλήξουν ζουν κουλουριασμένες στο «πίσω δωμάτιο» και βγαίνουν από κει μονάχα όταν το θέλουν», εκείνη καταφέρνει να τις φέρει στην επιφάνεια και να μας κάνει κοινωνούς αυτών.
Προσωπικά βιώματα και ιστορικά γεγονότα
Στο μυθιστόρημα, μια διάσημη συγγραφέας, η ίδια η Γκάιτε ή το alter ego της, δέχεται την επίσκεψη ενός άντρα με τον οποίο (δεν είναι σίγουρη ότι) έχει ραντεβού για μια συνέντευξη. Δεν είναι όμως μια συνέντευξη τυπική και προκαθορισμένη. Τόσο οι ερωτήσεις που της κάνει εκείνος, όσο και οι δικές της απαντήσεις, ωθούν τη συζήτηση σε ένα επίπεδο πέρα από τα συνηθισμένα, με την κουβέντα τους να γίνεται πολύ ενδιαφέρουσα και για τους δύο. Ποιος είναι αυτός ο άντρας; Έχουν ξανασυναντηθεί; Πώς ξέρει τόσα πράγματα για κείνη; Και, κυρίως, γιατί είναι διατεθειμένη να του μιλήσει για πράγματα για τα οποία δεν έχει μιλήσει σε κανέναν άλλον; Από παιδί, ονειρευόταν την έλευση ενός μυστηριώδη, απροσδόκητου επισκέπτη, με τον οποίο θα είχε μια ασυνήθιστη και συναρπαστική συζήτηση. Είναι σαν να εισακούστηκε η ευχή της.
Του μιλά λοιπόν για τα ευτυχισμένα παιδικά της χρόνια στη Σαλαμάνκα, για την άνετη αρχικά ζωή της, για τον προοδευτικό της πατέρα και τα οικογενειακά τους ταξίδια στη Μαδρίτη και στη Γαλικία, για την τάση της να λειτουργεί με τον δικό της, ιδιαίτερο τρόπο απέναντι στα πράγματα, για την μποέμικη νοοτροπία του παππού της, την οποία έχει κληρονομήσει, για το ότι πάντα ήταν κάπως φευγάτη, για την αγάπη της για τη λογοτεχνία.
Η αδιανόητη ευτυχία
Δεν κάνει καμία αναφορά στο γεγονός ότι στα χρόνια του εμφυλίου και στα μεταπολεμικά, η ευτυχία ήταν κάτι το αδιανόητο. Ότι υπήρχε άγνοια, καταπίεση, λογοκρισία και πίκρα. Ότι γινόταν δολοφονίες αντιφρονούντων. Ότι οι ανελέητοι χειμώνες εκείνων των χρόνων είχαν μόνο κρύο και φόβο. Όχι, δεν του λέει τέτοια κοινότοπα πράγματα. Του μιλά για το πίσω δωμάτιο του σπιτιού της, όπου μπορούσε να παίζει και να λειτουργεί ελεύθερα. Του περιγράφει το πόσο άλλαξε η ζωή της με τον πόλεμο, τον οποίο δεν μπορούσε τότε να αντιληφθεί στις πραγματικές του διαστάσεις, όμως έβλεπε τις αλλαγές στην καθημερινότητα που είχε συνηθίσει.
Στο μυαλό της πρωταγωνίστριας η εποχή του πολέμου και η περίοδος της δικτατορίας του Φράνκο είναι μπερδεμένες. Αυτό που της είναι ξεκάθαρο είναι το γεγονός ότι η Φάλαγγα και η Εκκλησία έχουν τον έλεγχο σε κάθε τι.
Τονίζει το πώς το πίσω δωμάτιο έχασε σταδιακά την αρχική του χρήση και έγινε αποθήκη για τα είδη πρώτης ανάγκης. Του λέει κι άλλα πολλά. Για την πρόθεσή της να γράψει ένα βιβλίο για τις Ερωτικές συνήθειες των μεταπολεμικών χρόνων και για τις σημειώσεις που έχει συγκεντρώσει. Συνεχίζει να μιλάει κι όταν πηγαίνει στο άλλο δωμάτιο να του φέρει κάτι. Μήπως τελικά όλα αυτά τα λέει στον εαυτό της, προσπαθώντας να φρεσκάρει τη μνήμη της; Δεν μπορεί να ξεχωρίσει πλέον αυτά που λέει από αυτά που σκέφτεται. Πάντα αμφιβάλει για το τι της συμβαίνει και αγωνίζεται να καταλάβει και ταυτόχρονα να ονειρεύεται.
Η επινόηση της επιθυμητής πραγματικότητας
Στο μυαλό της η εποχή του πολέμου και η περίοδος της δικτατορίας του Φράνκο είναι μπερδεμένες. Αυτό που της είναι ξεκάθαρο είναι το γεγονός ότι η Φάλαγγα και η Εκκλησία έχουν τον έλεγχο σε κάθε τι, ότι οι γυναίκες είναι υποχρεωμένες να είναι εργατικές και να διατηρούν την καλή τους διάθεση, ανεξάρτητα από το πώς νιώθουν, να είναι πρακτικές και δραστήριες, να παραβλέπουν τον πόνο. Αντιλαμβάνεται όλη την προπαγάνδα που γίνεται εις βάρος των γυναικών. Εκείνη όμως διψά για ελευθερία, και αρνείται να γίνει μια καθώς πρέπει Ισπανίδα σύζυγος, κατά το πρότυπο της Ισαβέλλας της Καθολικής.
![]() |
Η Κάρμεν Μαρτίν Γκάιτε γεννήθηκε στη Σαλαμάνκα το 1925 και πέθανε το 2001. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα και άρχισε τη συγγραφική της καριέρα το 1954 με το βιβλίο "El Balneario", το οποίο απέσπασε το Βραβείο Διηγήματος Cafe de Gijon. Από τότε έγραψε πάρα πολλά μυθιστορήματα, αφού έκανε ένα πέρασμα από την επιστημονική φαντασία, το δοκίμιο, το ιστορικό βιβλίο και τη συγγραφή σεναρίων για την τηλεόραση. Μεταξύ άλλων έχει τιμηθεί με το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας και το Εθνικό Βραβείο Γραμμάτων 1994. |
Όταν όλα είναι εναντίον σου, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να βάλεις τη φαντασία σου να δουλέψει. Με την παιδική της φίλη έχουν βρει έναν τρόπο να δραπετεύουν από την πραγματικότητα στην οποία πλέον ασφυκτιούν. Έχουν επινοήσει ένα νησί, και, όποτε το επιθυμούν, πηγαίνουν σε αυτό πετώντας, κρατώντας η μία το χέρι της άλλης. Είναι κάτι αντίστοιχο με αυτό που κάνει στην ενήλικη ζωή της, αφού η μυθοπλασία, και η συγγραφή γενικότερα, είναι το δικό της καταφύγιο από την πραγματικότητα. Ξέρει ότι το μυστικό είναι ν’ αφήνεις τη φαντασία σου ελεύθερη και να περιμένεις χωρίς ανυπομονησία.
H συγγραφέας μας παραθέτει τους προβληματισμούς της για τα όνειρα, για τη λογική και την τρέλα, η οποία τη γοητεύει και την τρομάζει ταυτόχρονα, για το ζήτημα του φύλου, για την αγάπη, για τη μνήμη, και, κυρίως, για τη λογοτεχνία.
Με πολυάριθμα άλματα στον χρόνο, τα οποία πραγματοποιούνται μέσω ενός καθρέφτη ο οποίος λειτουργεί ως γέφυρα με το παρελθόν, σε μία εκ βαθέων εξομολόγηση, η συγγραφέας, εκτός από τις πληροφορίες για τη ζωή της την εποχή του πολέμου και της δικτατορίας, μας παραθέτει τους προβληματισμούς της για τα όνειρα, για τη λογική και την τρέλα, η οποία τη γοητεύει και την τρομάζει ταυτόχρονα, για το ζήτημα του φύλου, για την αγάπη, για τη μνήμη, και, κυρίως, για τη λογοτεχνία.
Οι παιδικές μνήμες
Σε αυτό το βιβλίο όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, ο φυσικός χώρος μπλέκεται με τον χώρο του ονείρου, η μνήμη μπερδεύεται με τη φαντασία, και το αποτέλεσμα αυτού του ευφυούς πειράματος, είναι συγκινητικά εντυπωσιακό. Η λογοτεχνία για κείνη έχει τις βάσεις της στις αντιφατικές εκδοχές, είναι μια πρόκληση στη λογική και συνδέεται με τις ρωγμές στο συνηθισμένο. Η λογοτεχνία είναι ο τρόπος της να δραπετεύει στους διαδρόμους της φαντασίας, έτσι, απλώς επειδή της κάνει κέφι, από αγάπη στην ελευθερία και στη χαρά. Με αυτό τον τρόπο γράφει το βιβλίο της, συγκεράζοντας την αλήθεια με το μυστήριο και τη φαντασία, ενισχύοντας την αμφισημία και την αμφιβολία, επινοώντας προσωπικούς τόπους αλλά και δοκιμάζοντας νέους τρόπους γραφής.
Το πίσω δωμάτιο είναι οι παιδικές μνήμες, οι στιγμές ευτυχίας, ασφάλειας και αγάπης, η βάση πάνω στην οποία χτίζεται το οικοδόμημα της μετέπειτα ζωής της. Είναι ο προσωπικός της χώρος, τον οποίο δεν μπορεί να της τον πάρει κανείς. Η συγγραφέας, με μεγάλη δεξιοτεχνία, συνδυάζει το αυτοβιογραφικό με το φανταστικό, παράλληλα με τη καταγραφή της πορείας της συγγραφής του βιβλίου. Έχουμε λοιπόν ένα μυθιστόρημα που αφηγείται μια ιστορία, αλλά μιλάει ταυτόχρονα και για τη δική του διαδικασία δημιουργίας. Η μετάφραση του Κυριάκου Φιλιππίδη αποδίδει το κλίμα μυστηρίου και τη συναισθηματική φόρτιση αυτού του ευρηματικού κειμένου.
*Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Το πίσω δωμάτιο ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο, όπου βασίλευαν η αταξία και η ελευθερία. Εκεί μέσα επιτρεπόταν να τραγουδήσεις όσο δυνατά σου ‘κανε κέφι, να αλλάξεις τη θέση των επίπλων, να χοροπηδήσεις πάνω σε έναν καναπέ με σπασμένα ελατήρια, να κυλιστείς στο χαλί, ακόμα και να το λερώσεις με μελάνι. Ένα βασίλειο όπου τίποτα δεν απαγορευόταν. Μέχρι να ξεσπάσει ο εμφύλιος, μελετούσαμε και παίζαμε εκεί μέσα δίχως περιορισμούς, με όλη μας την άνεση. Αυτή την άνεση κανείς δεν είχε διανοηθεί να την αμφισβητήσει, ούτε να την στριμώξει μέσα σε κανόνες χρησιμότητας: το πίσω δωμάτιο ήταν δικό μας, τελεία και παύλα.»