Για το μυθιστόρημα του Μ. Αγκέεφ [Μ. Αgueev] «Μια ιστορία με κοκαΐνη» (μτφρ. Σοφία Κορνάρου, εκδ. Ροές). Kεντρική εικόνα: πίνακας του Ηans Βaluschek (1870-1935).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Κάποιους συγγραφείς τους καλύπτει ομίχλη μυστηρίου. Ξέρουμε, ας πούμε, πώς είναι στην όψη ο Τόμας Πίντσον ή πού διαμένει; Είδαμε ποτέ πολλές φωτογραφίες του Σάλιντζερ όσο ζούσε;
Ορισμένοι γραφιάδες προτιμούν τον μονωμένο βίο, την απομάκρυνση από το αγριεμένο πλήθος. Μια τέτοια περίπτωση είναι και ο Μ. Αγκέεφ που συνέγραψε ένα και μόνο μυθιστόρημα που φέρει τον τίτλο Μια ιστορία με κοκαΐνη (μτφρ. Σοφία Κορνάρου, εκδ. Ροές).
Λέγεται πως έγραψε και ένα ακόμη διήγημα, αλλά ως εκεί έφτασε η λογοτεχνική παραγωγή του. Στη συνέχεια χάνονταν τα ίχνη του. Όχι μόνο τα συγγραφικά, αλλά και τα προσωπικά. Έχει σημασία να γνωρίζουμε τον συγγραφέα; Εύλογο το ερώτημα.
Γενικά μπορεί όχι, στη λογική ότι το έργο υπερβαίνει πάντα τον δημιουργό του, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση θα άξιζε να μάθουμε ποιος είναι αυτός ο μυστηριώδης Μ. Αγκέεφ που έγραψε ένα βιβλίο μέσα στην καρδιά του Μεσοπολέμου και προκάλεσε τόσο πολύ τους συμπατριώτες του Ρώσους εμιγκρέδες.
Καταρχάς είναι Ρώσος, αλλά τα λοιπά πραγματολογικά στοιχεία της ζωής του αγνοούνται. Ο ίδιος, πάντως, έστειλε το πρώτο μέρος του μυθιστορήματός του το 1934, μέσω Κωνσταντινούπολης, στο περιοδικό «Αριθμοί» που εξέδιδαν Ρώσοι μετανάστες στο Παρίσι. Αμέσως τα σχόλια για το ημιτελές ακόμη πόνημά του ήταν διθυραμβικά, αλλά και ιοβόλα ταυτόχρονα. Δύο χρόνια μετά, η Ένωση Ρώσων Συγγραφέων του Παρισιού θα εκδώσει το πλήρες βιβλίο με τον αρχικό τίτλο.
Το βιβλίο ξεχνιέται με τα χρόνια και όπως συμβαίνει με την παράξενη μοίρα κάποιων βιβλίων ανακαλύπτεται στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 από την Lyndia Chweitzer παραπεταμένο σε κάποιο υπαίθριο παλαιοβιβλιοπωλείο του Σηκουάνα.
Το βιβλίο ξεχνιέται με τα χρόνια και όπως συμβαίνει με την παράξενη μοίρα κάποιων βιβλίων ανακαλύπτεται στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 από την Lyndia Chweitzer παραπεταμένο σε κάποιο υπαίθριο παλαιοβιβλιοπωλείο του Σηκουάνα.
Το μεταφράζει και στη συνέχεια το προτείνει στον εκδότη της Pierre Belfond, ο οποίος το εκδίδει. Και τότε είναι που αναζωπυρώνεται το ενδιαφέρον για την ταυτότητα του συγγραφέα.
Ο Μαρκ Λέβι
Είναι ο εκδότης; Κάποιος φίλος του; Οι «ντέτεκτιβ» της λογοτεχνίας ανακαλύπτουν μια Ρωσίδα ποιήτρια ονόματι Λύντια Τσερβίνσκαγια που φέρεται ότι υπήρξε ερωμένη του Αγκέεφ. Μόνο που δεν λεγόταν έτσι, αλλά Μαρκ Λέβι. Πρόκειται για έναν Ρώσο τυχοδιώκτη που μια τον βλέπεις στην Πόλη, μια στη Ρωσία, μια στη Γερμανία και μια στο Γερεβάν όπου και τελικά άφησε την τελευταία του πνοή (5 Αυγούστου 1973).
Λύθηκε, λοιπόν, το μυστήριο; Αμ, δε! Ο Nikita Struve (κορυφαίος σλαβολόγος και επιμελητής των έργων του Σολζενίτσιν) αναπτύσσει μια άκρως ιντριγκαδόρικη θεωρία. Συγγραφέας του βιβλίου είναι ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, διατείνεται.
Ο Ναμπόκοφ
Το ύφος, οι φιλοσοφικές εκτινάξεις του κεντρικού ήρωα, ο χρόνος έκδοσης του βιβλίου (εκείνη την περίοδο ο Ναμπόκοφ βρισκόταν ήδη στο Βερολίνο), αλλά και η χρήση ψευδωνύμου (πρακτική που ακολούθησε και ο Ναμπόκοφ στην αρχή), όλα τα στοιχεία παραπέμπουν στον συγγραφέα της Λολίτας.
Υπάρχει, δε, και μια ενδιάμεση θεωρία που θέλει τον Ναμπόκοφ να συνεργάστηκε με τον Λέβι και να συνέγραψαν το βιβλίο. Κοινώς: μύλος!
H γυναίκα του Ναμπόκοφ αρνιόταν κατηγορηματικά ότι ο άντρας της θα έγραφε κάτι τόσο «χοντροκομμένο» και θύμιζε σε όλους πως δεν υπήρξε ποτέ εθισμένος στα ναρκωτικά, άρα δεν θα μπορούσε να αποτυπώσει το αίσθημα παρακμής που αισθάνεται ένας χρήστης.
Πάντως, η γυναίκα του Ναμπόκοφ αρνιόταν κατηγορηματικά ότι ο άντρας της θα έγραφε κάτι τόσο «χοντροκομμένο» και θύμιζε σε όλους πως δεν υπήρξε ποτέ εθισμένος στα ναρκωτικά, άρα δεν θα μπορούσε να αποτυπώσει το αίσθημα παρακμής που αισθάνεται ένας χρήστης.
Το έργο
Το έργο τοποθετείται στο 1916 και φτάνει έως το 1919. Σαν να λέμε λίγο πριν και λίγο μετά τον αναβρασμό από τη Ρωσική Επανάσταση. Κι ενώ περιμένεις από τον πρωταγωνιστή, τον νεαρό Βαντίμ Μασλένικοφ, να είναι διάπυρος υποστηρικτής των νέων ιδεών που έχουν αλλάξει τη χώρα από άκρη ως άκρη, εκείνος ενδιαφέρεται μόνο για τα προσωπικά του ζητήματα.
Είναι κυνικός; Αδιάφορος; Αυτό που λέμε στις μέρες μας «απολιτίκ»; Ουσιαστικά τελεί υπό την μαγεία των αισθήσεων, της σαρκικής απόλαυσης, των παθών, αλλά και της κραταιάς εντύπωσης ότι, ως άλλος Υπεράνθρωπος του Νίτσε, μπορεί να αρθεί πάνω από το ύψος των ταπεινών ανθρώπων που τον περιβάλλουν.
Ως άλλος Ρασκόλνικοφ
Θα έλεγε κανείς πως ο Βαντίμ βγήκε από την ίδια μήτρα που δημιούργησε και τον Ρασκόλνικοφ. Άλλωστε, ο Ντοστογιέφσκι «κυκλοφορεί» μέσα στο βιβλίο ως βασική επιρροή του Αγκέεφ. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενδέχεται να μας υποψιάζει, έστω και πλαγίως, ότι πρόκειται για μια συγκαλυμμένη αυτοβιογραφία. Ωστόσο, το πρόταγμα του βιβλίου, σε αντίθεση με τον ήρωά του, δεν είναι το ατομικό, αλλά το συλλογικό.
Μέσα από τα πάθη του Βαντίμ (εκούσια τα περισσότερα, καθώς αυτός τα αναζητεί με πόθο) βλέπουμε την ανθρώπινη περίπτωση σε όλη την απελπισία, τον μηδενισμό και την τραγικότητα που μπορεί να της προκαλέσει το αίσθημα της παρακμής.
Μέσα από τα πάθη του Βαντίμ (εκούσια τα περισσότερα, καθώς αυτός τα αναζητεί με πόθο) βλέπουμε την ανθρώπινη περίπτωση σε όλη την απελπισία, τον μηδενισμό και την τραγικότητα που μπορεί να της προκαλέσει το αίσθημα της παρακμής. Ο Βαντίμ, όπως και ο Ρασκόλνικοφ, συντρίβεται από τη σκληρή πραγματικότητα που του αποδεικνύει, εν τοις πράγμασι, πως δεν είναι τόσο ατρόμητος όσο νομίζει. Τολμητίας και καυχησιάρης, ναι, αλλά όχι άτρωτος.
Καταφεύγει στα ναρκωτικά ως ένδειξη σπουδαίας πράξης θάρρους και φυσικά συντρίβεται. Το τέλος του είναι προδιαγεγραμμένο (προηγουμένως κολλάει αφροδίσιο μια νεαρή κοπέλα και μπλέκει ερωτικά με μια παντρεμένη γυναίκα). Τι του μένει στο τέλος; Η απόλυτη μοναξιά. Το πλήρες κενό. Η απομάγευση κάθε προσπάθειας να υπερβεί τα ανθρώπινα.
Ο ολοκληρωτισμός ως ναρκωτικό
Πάντως, ύστεροι μελετητές του βιβλίου είδαν και έναν κρυφό συμβολισμό -άκρως πολιτικό- στο βιβλίο, προσδίδοντας στην έννοια του ολοκληρωτικού καθεστώτος τη δύναμη και την επίδραση ενός ναρκωτικού που στην αρχή το αποζητάς, στη συνέχεια σε απονεκρώνει και στο τέλος σε καταστρέφει ολοκληρωτικά. Δεν είναι λανθασμένη η σκέψη, για να λέμε την αλήθεια.
Η παρούσα έκδοση (τρίτη κατά σειρά) παρέχει ακόμη ένα άκρως πληροφοριακό επίμετρο του Γιάννη Μαρτσώκα. Η μετάφραση ανήκει στη Σοφία Κορνάρου (ακολουθεί το σωστό μέτρο του συγγραφέα).
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Τις ατέλειωτες νύχτες και τις ατέλειωτες μέρες που πέρασα υπό την επήρεια της κοκαΐνης κλεισμένος στο δωμάτιο του Γιαγκ, μου ήρθε συχνά στο μυαλό πως αυτό που έχει σημασία για τον άνθρωπο δεν είναι τα γεγονότα που συνέβησαν στη ζωή του, αλλά η απήχηση που αυτά είχαν στη συνείδησή του. Αν τα γεγονόταν μεταβληθούν, η μεταβολή αυτή θα ισοδυναμεί με το απόλυτο μηδέν, θα είναι ανύπαρκτη όσο αυτά δεν απηχούν στη συνείδηση» (σελ. 187).