Σκέψεις για μυθιστορήματα ελλήνων συγγραφέων που έχουν κυκλοφορήσει τα τελευταία χρόνια και τα οποία θέτουν στο επίκεντρο έναν διεθνιστικό προβληματισμό.
Του Γ.Ν. Περαντωνάκη
Απέναντι στον εθνοκεντρικό λόγο, αναδύθηκε ο κοσμοπολιτισμός ως κινητήριος μοχλός του εκδυτικισμού. Απέναντι στην εθνική παράδοση και την ελληνική Ιστορία, τη Μικρά Ασία και τον Εμφύλιο, την περίφημη δεκαετία του ’60 και τη μικροαστική ελλαδική κοινωνία αναπτύχθηκε και μια λογοτεχνική ματιά που κοιτάζει προς το εξωτερικό· αυτή αφενός εισάγει ευρωπαϊκές και αμερικάνικες αξίες, αφετέρου προβληματίζεται για την παγκόσμια κοινωνία, στην οποία ο διεθνισμός, η πολυπολιτισμικότητα, ο πλουραλισμός, οι διασταυρώσεις, οι ταυτότητες, οι ανταλλαγές πολιτισμικού κεφαλαίου, οι πολιτικές αλληλεπιδράσεις κυριαρχούν.
Διαχρονικά, η ματιά του έλληνα συγγραφέα που είναι στραμμένη προς το εξωτερικό έχει αντλήσει πολλά δείγματα διεθνισμού, είτε βάζοντας ξένους να έρχονται (εγκλιματίζονται) στην Ελλάδα είτε στέλνοντας τους Έλληνες σε άλλη χώρα. Τα τελευταία όμως χρόνια παρατηρώ μια πύκνωση των ελληνικών μυθιστορημάτων που διαδραματίζονται σε διάφορες πόλεις του κόσμου με πυρήνα μια πολυεθνική παρέα (βλ. πολλά από τα έργα της Άντζελας Δημητρακάκη), με αποτέλεσμα μόνο η γλώσσα να φωνάζει «εντοπιότητα» κι όλα τα άλλα να μυρίζουν κοσμοπολιτισμό και οσμές από διεθνοποιημένες εμπειρίες και αναζητήσεις.
Υπερεθνικά μυθιστορήματα
Μιλώντας για τη δεκαετία του ’10 –του 2010 ασφαλώς– πολλαπλασιάζονται τα κείμενα που απομακρύνονται από τον ελληνικό χώρο και ανάγονται σε πολυεθνικές συνθήκες, κείμενα που θέτουν στο επίκεντρο τον διεθνιστικό προβληματισμό.
Συγκρατώ, προχωρώντας με χρονολογική σειρά, την Ενοχή της αθωότητας (εκδ. Καστανιώτη 2011) της Ιωάννας Μπουραζοπούλου, όπου σε μια πανευρωπαϊκή σκακιέρα, από την Καβάλα ώς τα Πυρηναία, δοκιμάζονται τα όρια της δημοκρατίας μέσα από τις ετυμηγορίες εννέα επαγγελματικών καστών. Το έργο θέτει σε ένα μελλοντολογικό πλαίσιο θέματα πανανθρώπινης προβληματικής, από την έννοια της ελευθερίας μέχρι την κρατική εξουσία κι από τη δύναμη της τέχνης έως τα όπλα της διανόησης. Η Ιωάννα Μπουραζοπούλου φαντάζεται μια κοινωνία όπου το έθνος-κράτος έχει ξεπεραστεί σε μια μεσαιωνικού τύπου παγκοσμιοποίηση. Έτσι, σε ένα άχρονο και άτοπο παλίμψηστο «η πλήρης απουσία εγωιστικών ατομικών και συλλογικών υποκειμένων απειλεί να απονεκρώσει το πολιτικό σύστημα κεντρικά» (Κοτζιά 2011), όπου η δημοκρατία δοκιμάζεται όχι από έναν κεντρικά ελεγχόμενο ολοκληρωτισμό αλλά από μια ευθυνόφοβη διάθεση των πολλών που έχουν φαινομενικά πλήρη λόγο και έλεγχο της ψήφου τους.
Την επόμενη χρονιά κυκλοφορεί το Ίσλα Μπόα (Πόλις 2012) του Χρήστου Αστερίου, το οποίο αποτελεί μια παρωδία των τηλεοπτικών παιχνιδιών επιβίωσης τύπου Survivor. Δέκα άνθρωποι, που συνθέτουν μια πολυεθνική ομάδα, αφήνονται σε ένα ερημικό νησί να ζήσουν και αναγκάζονται πραγματικά να επιβιώσουν μετά την εγκατάλειψή τους από τον χρεωκοπημένο τηλεοπτικό σταθμό. Σ’ αυτό το πλαίσιο αποδεικνύεται ότι οι άνθρωποι ξεκινούν να δουλεύουν για ένα υψηλό προσωπικό συμφέρον αλλά με την πίεση των αδυσώπητων εξελίξεων, σε διεθνές και ενδοκοινωνικό επίπεδο, ο όποιος στόχος υποβιβάζεται στην απλή διατήρηση της ζωής και στην ικανοποίηση των ελάχιστων επιδιώξεων, όπως λ.χ. είναι λίγο μαγειρεμένο κρέας. Ο Χρήστος Αστερίου ανάγει το πολυπολιτισμικό σύνολο σε μικρόκοσμο, όπου οι ετερόκλητες συνιστώσες συγκλίνουν τελικά στη συνεύρεση μιας πολυφωνικής ορχήστρας που παίζει –σε μια σκακιέρα συμφερόντων, σχέσεων, επιχειρηματικών (μιντιακών) στρατηγικών και προσωπικών βλέψεων– το παιχνίδι της συμβίωσης, το οποίο γρήγορα γίνεται αγώνας επιβίωσης.
Πάλι μετά από έναν χρόνο, διαβάζουμε την Άγρια Δύση (εκδ. Καστανιώτη 2013) του Μιχάλη Μοδινού. Τη δεκαετία του ’60, ο έλληνας συγγραφέας γνωρίζει την αμερικανίδα εμπειρογνώμονα διεθνών οργανισμών, δύο πρωταγωνιστές που μοιάζουν με μαριονέτες σε ένα μεγάλο θέατρο, όπου οι ίδιοι υπάρχουν για να φανεί καλύτερα το κοινωνικό, ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο της υπερδύναμης Αμερικής. Και μέσα στη μεταπολεμική ανάπτυξη, φαίνονται τα ίχνη της προόδου εις βάρος της φύσης, τόσο στην τεχνολογική και οικιστική ανάπτυξη που απλώθηκε από τα Βραχώδη Όρη έως τις ακτές του Ειρηνικού Ωκεανού, όσο και στην υπερεκμετάλλευση του Μεξικού και του πολιτισμού των Μάγιας: η καταστροφή της φύσης συναντά τα δικαιώματα του ανθρώπων. Στην ουσία, η παγκοσμιοποίηση παρουσιάζεται ως συσσώρευση επιμέρους στοιχείων, ως πολυεδρικότητα, δείχνει τη σαθρότητα της τεχνικής και καταναλωτικής εξέλιξης που αλλοιώνει τη φύση και καταπιέζει τα συναισθήματα των ανθρώπων – φυσικά μέσα στην πολιτισμική κυριαρχία της Αμερικής. «Το περιβάλλον», γράφει ο Λάμπρος Σκουζάκης, «θυσιάζεται στον βωμό της ανάπτυξης και κάθε ιδιαιτερότητα στο όνομα της παγκοσμιοποίησης, τότε ο περίφημος "δυτικός ορθολογισμός" και η "αναγνωρισμένη" δυτική "ανωτερότητα" μοιάζουν με ψεύτικο ομοίωμα ευημερίας γεμάτο ρωγμές και τραύματα».
Το 2015 εκδίδεται το μυθιστόρημα του Μισέλ Φάις Από το πουθενά (εκδ. Πατάκη), στο οποίο οι ετερόκλητες σκηνές συναρμόζονται σαν ψηφίδες σε ένα θεατρικό μοντάζ. Ανάμεσα στις συνεδρίες ενός άνδρα με μια γυναίκα ψυχολόγο συμπαρατάσσονται δεκάδες σκηνές, που απλώνονται σε όλη την υφήλιο και καταγράφουν δρώμενα ανθρώπων με μικρά ή μεγάλα τραύματα. Βασικά μοτίβα τα οποία επαναλαμβάνονται σε ζώνες, σε ομάδες δηλαδή διαδοχικών σκηνών, είναι η μετανάστευση, η χαλαρή κατανάλωση οινοπνεύματος, η παιδική ηλικία αλλά και τα γηρατειά κ.λπ. Κι αυτές οι ζώνες διαπερνιούνται από άξονες που περιλαμβάνουν τη βία, το σεξ, τις διαφορές τρίτου και πρώτου κόσμου, τη μοναξιά και άλλα. Με όλα αυτά τα θέματα το μυθιστόρημα εστιάζει «στην προβληματική ατομική μοίρα μοναχικών ανθρώπων που είτε παραμένουν εγκλωβισμένοι στον μικρόκοσμό τους βιώνοντας μιαν έντονη κρίση είτε αποτελούν αθύρματα “του άτεγκτου βηματισμού της Ιστορίας”» [Σαΐνης 2016]. Έτσι, οι πολυάριθμοι χαρακτήρες, που παρελαύνουν στα διάφορα σκηνικά, που μιλάνε και ανταλλάσσουν τις μοναξιές τους, που ξεκινάνε από το πουθενά και καταλήγουν στο ίδιο σημείο, είναι τα ποικίλα πρόσωπα της παγκοσμιοποίησης. Όχι της παγκοσμιοποίησης των μεγάλων κεφαλαίων, της πολιτικής και του διεθνούς jet set, αλλά των απλών ανθρώπων που είναι στην ουσία Ένας.
Το 2016 έχει να επιδείξει τουλάχιστον δύο τέτοια κείμενα: τους Επόπτες (εκδ. Νεφέλη) του Μιχάλη Μιχαηλίδη και το Nyos. Η τελετή της αθωότητας (εκδ. Κέδρος) του Βασίλη Δρόλια.
Στο πρώτο η πολλά υποσχόμενη πρόοδος απομυθοποιείται κατά την κατασκευή μιας κολοσσιαίας γέφυρας που θα ενώσει τη Δανία με τη Σουηδία. Η πολυεθνική δύναμη που δουλεύει εκεί κείται μοιρασμένη ανάμεσα στη δύναμη της ανθρώπινης θέλησης και στα οικονομικά κίνητρα που υπερτιμολογούν τέτοια τιτάνια έργα, για να κερδίσουν οι επιτήδειοι. Αυτή η γιγάντια ανάπτυξη «με σημαία την πρόοδο, προκαλεί δέος στον αναγνώστη που, ζαλισμένος, νομίζει ότι συμμετέχει κι αυτός στο ηγεμονικό αφήγημα της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, της ανταγωνιστικότητας, της κινητικότητας, της τεχνογνωσίας, της αποτελεσματικότητας, του κέρδους. Όλα αυτά στο όνομα ενός μελλοντικού οικονομικού παραδείσου μιας Ευρώπης-χωρίς-σύνορα» [Χαρτουλάρη]. Το έργο λοιπόν έρχεται να αμφισβητήσει το αφήγημα της διαρκούς προόδου της νεωτερικότητας.
Στο δεύτερο η επαφή ενός Άγγλου υδροβιολόγου με την Αφρική τον κάνει να συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι ανεξάρτητος επιστήμονας, όπως πίστευε, αλλά άθυρμα των επιχειρηματικών συμφερόντων που εκμεταλλεύονται τον Τρίτο κόσμο για να πειραματιστούν για τη σωτηρία του Πρώτου και Δεύτερου κόσμου. Η παγκοσμιοποίηση εμφανίζεται λοιπόν ως σύμπλεγμα πολυεθνικών συμφερόντων, που διοικούν την υφήλιο και εντέλει αυτό που ονομάζουμε «πολιτισμός» είναι η οικονομική διάσταση μιας ωραιοποιημένης συνθήκης καταπάτησης δικαιωμάτων και καταστολής κάθε ανθρώπινης ελευθερίας.
Βολές και παραβολές
Καθένα από τα παραπάνω κείμενα –και άλλα ανάλογα– συλλαμβάνουν πτυχές της παγκοσμιοποίησης έξω από τα όρια της Ελλάδας, μετακινώντας τον αναγνώστη από μια μικρή περιφέρεια της οικουμένης σε ένα ευρύτερο εδαφικό και πολυεθνικό πλαίσιο.
Από την κλασική στη σκέψη της εκμετάλλευση του Τρίτου κόσμου στο Nyos έως την ηγεμονιστική δράση των ΗΠΑ στην Άγρια Δύση («ομοηγεμονοποίηση» την ονομάζει ο Ζακ Ντεριντά), η παγκοσμιοποίηση εκλαμβάνεται ως μια τάση επιβολής με άλλους όρους από αυτούς του πολέμου, της αποικιοκρατίας, του εκπολιτισμού (σε δύο έργα η λέξη χαμένη (;) «αθωότητα» στον τίτλο σηματοδοτεί μια αναπόδραστη ενοχή). Ακόμα και η τεχνική πρόοδος που φαντάζει αισιόδοξη και εκσυγχρονιστική, αποδομείται στους Επόπτες, καθώς είναι αποτέλεσμα ιδιοτελών φιλοδοξιών. Κι ενώ ο διεθνισμός φαίνεται μια υγιής προσπάθεια συμβίωσης των λαών, η αλληγορία του Ίσλα Μπόα έρχεται να αναδείξει αυτούς που κινούν τα νήματα στις μαριονέτες που ονομάζονται «άνθρωποι», οι οποίοι συχνά –παρά τη δημοκρατία και τη δύναμη της επιλογής– λειτουργούν ευθυνόφοβα μετακυλίοντας τις ευθύνες αλλού (Η ενοχή της αθωότητας). Τελικά, όμως, όπως κι αν το δει κανείς, ο άνθρωπος είναι παντού ο ίδιος, μεγάλος και μικρός, πλούσιος και φτωχός, πολιτισμένος και «απολίτιστος», ίδιος σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης (Από το πουθενά).
Ο προβληματισμός τους είναι ο ίδιος σαν αυτόν που έχουν συγγραφείς από άλλες χώρες, διεθνοποιημένος ακριβώς επειδή συλλαμβάνουν τον εαυτό τους ως πολίτη του κόσμου και όχι μόνο της Ελλάδας.
Με όλες αυτές τις προοπτικές, τα αναφερθέντα μυθιστορήματα ξεπερνούν το ελληνικό περιβάλλον, ξεφεύγουν από το ιθαγενές ιστορικό πλαίσιο, απομακρύνονται από τη νεοελληνική πραγματικότητα και παύουν να βλέπουν τα εσωτερικά και εξωτερικά δρώμενα από εθνική οπτική γωνία. Ο προβληματισμός τους είναι ο ίδιος σαν αυτόν που έχουν συγγραφείς από άλλες χώρες, διεθνοποιημένος ακριβώς επειδή συλλαμβάνουν τον εαυτό τους ως πολίτη του κόσμου και όχι μόνο της Ελλάδας. Αυτή η μετακίνηση δείχνει εξωστρέφεια, οικουμενική ματιά, αποστασιοποίηση από τη βαλκανική και ελλαδική Ιστορία, κοσμοπολιτισμό και κυρίως ανησυχίες που έρχονται να ταιριάξουν με το σύγχρονο παγκόσμιο σκηνικό. Και ω του θαύματος, αντί να προδίδουν την ελληνική λογοτεχνία, την εγκαθιστούν επί ίσοις όροις στο διεθνές στερέωμα, που μπορεί να αγγίξει τους αναγνώστες κάθε κουλτούρας, καθώς διεθνοποιούν την ελληνική ματιά και συνάμα ελληνοποιούν την οικουμενική οπτική.
Η μεταμοντέρνα προσέγγιση της παγκοσμιοποίησης αποκηρύσσει την πρόοδο, συζευγνύει το μερικό με το γενικό, το μέρος με το όλο, το άτομο με την παγκόσμια κοινότητα και προωθεί τις ποικίλες πολυφωνικές γειτνιάσεις και ταυτίσεις.
Αν εξαιρέσουμε το βιβλίο του Μισέλ Φάις, ο οποίος περιηγούμενος ανά την υφήλιο αναδεικνύει τον «πανανθρώπινο» / παγκόσμιο άνθρωπο που είναι παντού ο ίδιος, όλα τα άλλα κείμενα εγκυμονούν επιφυλάξεις ή και αντιρρήσεις. Η παγκοσμιοποίηση προβάλλεται ως μέσο εκμετάλλευσης, πηγή καταπίεσης, αδυναμία του ατόμου μέσα στο πλήθος, οικολογική καταστροφή, φαινομενική μονάχα πρόοδος. Έτσι, η μεταμοντέρνα προσέγγιση της παγκοσμιοποίησης αποκηρύσσει την πρόοδο, συζευγνύει το μερικό με το γενικό, το μέρος με το όλο, το άτομο με την παγκόσμια κοινότητα και προωθεί τις ποικίλες πολυφωνικές γειτνιάσεις και ταυτίσεις. Τελικά, η προσέγγιση της παγκοσμιοποίησης κινείται προς δύο κατευθύνσεις. Αφενός είναι και μια εξ αντιθέτου υποστήριξη των μικρών κοινωνιών –εθνών, κοινοτήτων κ.λπ.–, αφού η πολιτισμική ισοπέδωση και η οικονομοτεχνική πρόοδος δεν είναι τόσο ευπρόσδεκτη, ειδικά από την οπτική μιας μικρής γλώσσας-κουλτούρας-χώρας. Αφετέρου, προωθείται η ανάγκη για διεθνιστική συναδέλφωση που θα δεν καταπιέζει τον άνθρωπο και τα δικαιώματά του, δεν θα τον θεωρεί γρανάζι και θα θυσιάζει τα πάντα μπροστά σε μια εξέλιξη η οποία εκλαμβάνεται a priori ως ανιούσα πορεία.
Η παγκοσμιοποίηση στιγματίζεται για το φιλελεύθερο καπιταλιστικό της χρώμα, ενώ συχνά προβάλλεται η διεθνής πρωτοπορία ως συμμαχία του πνεύματος απέναντι στον «δεξιό» εθνικό λόγο.
Από την άλλη, όπως προείπα, η λογοτεχνία ανοίγεται στο διεθνές σκηνικό ως αντίδραση στον ελληνοκεντρικό λόγο, που έχει κορεστεί, και συμμετέχει στον προβληματισμό περί παγκόσμιας συμβίωσης, έστω κι αν τη βλέπει με επιφυλακτικότητα, έξω από τα στενά όρια της εντοπιότητας. Στην ουσία κοιτάζει το προβληματικό υπόστρωμα που καλλιεργεί την οικουμενική ζωή από πολιτική και ηθικοκοινωνική άποψη.
Το θέμα είναι φυσικά πολιτικό, καθώς η παγκοσμιοποίηση στιγματίζεται για το φιλελεύθερο καπιταλιστικό της χρώμα, ενώ συχνά προβάλλεται η διεθνής πρωτοπορία ως συμμαχία του πνεύματος απέναντι στον «δεξιό» εθνικό λόγο. Όχι όμως εδώ. Εδώ, ο πολιτειακός προβληματισμός της Ιωάννας Μπουραζοπούλου και οι καταγγελτικές θέσεις του Μιχάλη Μοδινού και του Βασίλη Δρόλια απέναντι στις πρακτικές των υπερδυνάμεων βάζουν στο στόχαστρο την παγκοσμιοποίηση της άβουλης δημοκρατίας, των αγορών, της εκμετάλλευσης, της στυγνής ανάπτυξης∙ δεν ξέρω αν η Αριστερά σφετερίζεται όλες τις αντιπαγκοσμιοποιητικές τάσεις, αλλά η ελληνική πεζογραφία, νομίζω, κινείται εναντίον της παγκοσμιοποίησης –αυτής της παγκοσμιοποίησης– από ποικίλες αφετηρίες.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Βιβλιογραφία