Για την ποιητική συλλογή της Αναστασίας Γκίτση Κορίτσι των σκοτεινών δασών (εκδ. Μπαρμπουνάκης).
Του Παναγιώτη Γούτα
Η φράση «ερωτική πόλη», που επικράτησε και κατά κόρον αποδόθηκε στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αντικειμενικά είναι ένα μύθευμα, ένα εφεύρημα κάποιων ευφάνταστων, κυρίως Αθηναίων επισκεπτών της, οι οποίοι ανηφορίζοντας προς τον Βορρά για να συμμετάσχουν σε διάφορα καλλιτεχνικά ή οικονομικά γεγονότα της πόλης (στον καιρό της Διεθνούς Εκθέσεως, στη διάρκεια των φεστιβάλ κινηματογράφου ή τραγουδιού, σε εκδηλώσεις των Δημητρίων ή άλλων) και για λόγους «ευνόητους», την έβρισκαν ερωτική.
Η ερωτική παράδοση της πόλης
Η πόλη έχει μια παράδοση στην ερωτική ποίηση, μια παράδοση που ξεκινά από τη Ζωή Καρέλλη, τον Βαφόπουλο, τον Πεντζίκη, τον Θέμελη, την ερωτική, κατά Χριστιανόπουλο, τριάδα (Ασλάνογλου, Ιωάννου, Χριστιανόπουλος).
Ως κλίμα και ατμόσφαιρα, όμως, πρώτος ο Χατζιδάκις την χαρακτήρισε ερωτική, επηρεασμένος από την ομίχλη της, τον συναισθηματισμό των ανθρώπων της και εκείνη τη γλυκιά μελαγχολία που αποπνέει, αλλά η «τιμή» ανήκει στον Κωστή Μοσκώφ, που την πρόβαλε ως τέτοια. Σ’ αυτό συνηγόρησαν και αρκετοί φιλόλογοι ή κριτικοί λογοτεχνίας, που διέκριναν στα έργα των θεσσαλονικιών δημιουργών έναν ιδιότυπο ερωτισμό, μια ιδιάζουσα υγρή νοσταλγία, ένα βαρύ, παχύρευστο συναίσθημα. Όπως και να έχουν τα πράγματα, η πόλη έχει μια παράδοση στην ερωτική ποίηση, μια παράδοση που ξεκινά από τη Ζωή Καρέλλη, τον Βαφόπουλο, τον Πεντζίκη, τον Θέμελη, την ερωτική, κατά Χριστιανόπουλο, τριάδα (Ασλάνογλου, Ιωάννου, Χριστιανόπουλος), όπου οι δύο πρώτοι αισθάνονται και εξιδανικεύουν το αντικείμενο του πόθου τους, ενώ ο τελευταίος, περισσότερο ρεαλιστής στη γραφή του, στέκεται κυρίως σε ζητήματα ερωτικής ματαίωσης, στέρησης αλλά και αποτύπωσης του βουρκώματός του για τον αφανισμό της ερωτικής πιάτσας της πόλης, όπως εκείνος την έζησε στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, ικανοποιώντας την ερωτική του κλίση. Διάχυτο ερωτισμό θα βρούμε επίσης και σε ποιήματα του Βαρβιτσιώτη, του Στογιαννίδη, του Γιάννη Καρατζόγλου, του Τόλη Νικηφόρου (καλύπτει μια μεγάλη γκάμα ερωτικών συναισθημάτων, ένα μεγάλο κομμάτι του ποιητικού του έργου), σε ενδιαφέρουσες ποιητικές μινιατούρες του Βασίλη Ιωαννίδη, σε τολμηρά, εξομολογητικά, πεζόμορφα ποιήματα της Αλεξάνδρας Μπακονίκα, αλλά και σε άλλους δημιουργούς που εντάσσονται στο κλίμα της πόλης, ακόμη κι αν δεν ζουν σ’ αυτήν (Αδαλόγλου, Δημητράκος, Χουβαρδάς κ. ά.). Ακόμη και ο πολιτικός (ή κοινωνικός) ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης σε πολλά του ποιήματα ή μεμονωμένους στίχους του είναι ένας βαθιά ερωτικός ποιητής, κι ας μην το αποδέχονται αυτό κάποιοι που θέλουν τους λογοτέχνες (εν προκειμένω τους ποιητές) ταξινομημένους, για φιλολογικές σκοπιμότητες, σε ταμπέλες και περιορισμένους σε κουτάκια. Νομίζω πως οι στίχοι του Αναγνωστάκη «δεν θέλω να γνωρίζω πάρα πολύ τους ανθρώπους», «αγαπούσε ακόμη και τον αριθμό του τηλεφώνου της», «ύστερα από οχτώ χρόνια έμαθε πως το τηλέφωνό της εκείνο το βράδυ ήταν χαλασμένο» ή «πόσα άλλα κρυμμένα βαθιά…» είναι στίχοι βαθιά ερωτικοί, και μόνο μ’ αυτούς κερδίζει άνετα μια θέση στον κατάλογο των ερωτικών ποιητών της πόλης.
Συναλλαγές που ακυρώνουν την τέχνη
Προσεγγίζοντας τη νέα γενιά των δημιουργών, τη γενιά που τύπωσε ποιήματα από το 2000 και μετά, η γενική αίσθηση που αποκομίζει κανείς είναι πως σχεδόν όλοι τους είναι αποκομμένοι από την παράδοση της πόλης αναφορικά με την ερωτική ποιητική δημιουργία.
Παρακάμπτοντας τις ενδιάμεσες κατηγορίες δημιουργών της Θεσσαλονίκης που γράφουν και ποιήματα για τον έρωτα (άλλοι ικανότατοι, άλλοι λιγότερο ικανοί) και προσεγγίζοντας τη νέα γενιά των δημιουργών, τη γενιά φέρ’ ειπείν που τύπωσε ποιήματα από το 2000 και μετά (ποιητές-ποιήτριες του 21ου αιώνα), η γενική αίσθηση που αποκομίζει κανείς είναι πως σχεδόν όλοι τους είναι αποκομμένοι από την παράδοση της πόλης αναφορικά με την ερωτική ποιητική δημιουργία. Και όχι μόνο αυτό. Έχουν παρεξηγήσει, δυστυχώς οι περισσότεροι, και τον έρωτα και την ποιητική δημιουργία. Υπάρχει μια υπερπροβολή του εκάστοτε προσώπου δυσανάλογη με την αξία και τη σημασία του έργου τους, μια υπερπροβολή που σ’ αυτήν συνεισφέρουν το διαδίκτυο και τα ηλεκτρονικά μέσα αλλά και τα λογής βιαστικά αφιερώματα σε έντυπα μέσα, και που από μόνη της τελικά αδυνατίζει το έργο τους.
Παράλληλα υπάρχει η αντίληψη, αφ’ ενός στις γυναίκες ποιήτριες, πως ερωτικό ποίημα είναι οι σκέψεις τους για τον ερωτικό τους σύντροφο, η προβολή μιας γυναικείας φιλαρέσκειας, η αποτύπωση των ερωτικών εμπειριών τους, οι τολμηρές περιγραφές των όποιων ερωτικών συνευρέσεων, και γενικά η αφελής και φτηνή επίδειξη μιας γυναικείας γραφής, του τύπου: εγώ είμαι η αισθαντική και ο παρτενέρ μου κάποιος συναισθηματικά ανεπαρκής, που δεν μπορεί να νιώσει τίποτα από τον ψυχισμό μου. Φοβάμαι πως αυτές οι νέες ποιήτριες (ή, πολλές απ’ αυτές, για να μην παρεξηγούμαι) δεν είναι ούτε ερωτικές ούτε καν ποιήτριες. Στους νέους, πάλι, ερωτικούς ποιητές (μιλάω για τους μη ομοερωτικούς, οι οποίοι στη γραφή τους έχουν άλλου τύπου αισθαντικότητα) ίσως βρούμε, κατ’ αντιστοιχία με την προηγούμενη περίπτωση, έναν υπέρμετρο αρσενικό ναρκισσισμό, έναν κυνισμό, ενίοτε άκρατη βωμολοχία, μια απαξίωση της θηλυκής αισθαντικότητας, τον κατακτητή που καίει καρδιές και τελικώς προσπερνά και εκδικείται ή έναν μοναχικό δρόμο ως ερωτική επιλογή, που απαξιώνει τον έρωτα ως ύψιστη πράξη, ως αίσθηση και ως στάση ζωής. Τελικά, διαβάζοντας, πολλά ποιητικά βιβλία σημερινών ερωτικών δημιουργών της πόλης, έχω την αίσθηση ότι εκλείπει, δυστυχώς, ο ίδιος ο έρωτας. Φταίει και το λογοτεχνικό τοπίο της Θεσσαλονίκης, οι στενές επαφές των δημιουργών, αυτό το αρρωστημένα παρεΐστικο δούναι και λαβείν, η ασύστολη και ανεξέλεγκτη επικοινωνία, όπου όλοι βρίσκονται και συναλλάσσονται με όλους, και είναι τόσο εύκολο να μάθεις –ακόμη κι αν δεν είσαι περίεργος, αδιάκριτος ή κουτσομπόλης– ποιος μπλέχτηκε με ποιαν, ποια συνευρέθηκε ερωτικά με ποιον, ποιος κρύβεται πίσω από τους τάδε στίχους, ποιαν ερωτική κατάκτηση υπονοεί ο δείνα στίχος. Όλα στη φόρα, όλα στο κύμα, όλα στο φως. Τίποτε το μυστηριώδες, το μαγικό, το απόκοσμο, το κρυφό, το βαθιά αισθαντικό, το έντεχνα κεκαλυμμένο, το αιθέριο, το μυστηριώδες, ακόμα και το αδικαίωτο ή το ανεκπλήρωτο. Όλα ολοκληρώνονται, όλα εκπληρώνονται, όλα δικαιώνονται τόσο κοινότυπα και αναμενόμενα, σχεδόν πληκτικά, ώστε η γραφή ενός ποιήματος να καταντά άχρηστη ενασχόληση. Αν κυκλοφορούσε η Έμιλυ Ντίκινσον, έστω ως μεταφυσική φιγούρα, για ένα μόνο βράδυ, στα λογοτεχνικά στέκια και στους σταμπαρισμένους χώρους αυτής της πόλης και γνώριζε τους «ερωτικούς» δημιουργούς της και τις συνήθειές τους, κατάχλομη, νευρωτική, εύθραυστη, μυστηριώδης και απόκοσμη όπως ήταν, νομίζω πως, μέσα σε ελάχιστες στιγμές, θα κατέρρεε, όχι από ντροπή αλλά από αηδία. Μα, θα μου πείτε: Ζούμε στην εποχή της Ντίκινσον; Θα σας απαντήσω: Ναι, αλλά κι αυτό είναι τέχνη;
Η Γκίτση προσεγγίζει τον έρωτα ως μυστηριακό γεγονός και με τους στίχους της προσπαθεί να γειώσει υπαρξιακές ή θεολογικού τύπου ανησυχίες της, φέρνοντας σε επαφή τα ουράνια με τα γήινα.
Ένα κορίτσι στο σκοτεινό δάσος
Η Αναστασία Γκίτση (Θεσσαλονίκη, 1977), απόφοιτος του Τμήματος Θεολογίας, με μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό, στη δεύτερη αυτή συγγραφική της απόπειρα, προσεγγίζει τον έρωτα ως μυστηριακό γεγονός και με τους στίχους της προσπαθεί να γειώσει υπαρξιακές ή θεολογικού τύπου ανησυχίες της, φέρνοντας σε επαφή τα ουράνια με τα γήινα. Αυτή της η απόπειρα ενδιαφέρει τόσο σε ποιητικό όσο και σε ανθρώπινο επίπεδο, γιατί διακρίνονται μέσα από τους στίχους της οι ρωγμές της ψυχοσύνθεσής της και το ευάλωτο του χαρακτήρα της. Από την αφιέρωση της πρώτης σελίδας του βιβλίου της (στη γυναίκα… αυτή την άνθρωπο), ήδη διαφαίνεται κάποια εκλεκτική συγγένεια (ή καλύτερα θαυμασμός και αποδοχή) με τη μεγάλη θεσσαλονικιά ποιήτρια Ζωή Καρέλλη, κυρίως ως προς την τάση αυτονόμησης και αυθυπαρξίας της γυναικείας φύσης της, αλλά και στο αίσθημα της θρησκευτικότητας που διαπνέει τους στίχους της. Φυσικά, αυτό από μόνο του δεν αρκεί, ούτε την καθιστά αυτομάτως συνεχίστρια καμιάς ερωτικής ή υπαρξιακής παράδοσης της πόλης, δείχνει πάντως έναν δρόμο, μία δίοδο επικοινωνίας με το ποιητικό παρελθόν της. Μου άρεσαν αρκετά ποιήματα του βιβλίου, ιδίως τα τρία ομότιτλα της συλλογής, που μεταφέρουν ένα γοητευτικό, μεταφυσικό και αρκετά απόκοσμο τοπίο-σκηνικό-κλίμα – μάλλον αφορούν το μοναστήρι, όπου έζησε κάποιο διάστημα με υποτροφία. Μου άρεσαν επίσης πολλοί μεμονωμένοι στίχοι της. Γενικά, η Γκίτση, γράφει ευαίσθητα, εξομολογητικά, αληθινά, αλλά νομίζω πως κάποιες φορές πέφτει στην παγίδα της αισθηματολογίας και υπερισχύει ο ενθουσιασμός της (ή η απογοήτευσή της) για πρόσωπα και καταστάσεις. Ωραίος και ο καταληκτικός ερωτικός μονόλογος, όπου ο επαναλαμβανόμενος στίχος της «Για μένα όμως δεν ρώτησες» λειτουργεί καλά και δίνει συνοχή (και σπαραγμό) στις εξομολογήσεις-σκέψεις της. Αυτός ο τελευταίος ποιητικός της μονόλογος, έχει μεταφερθεί στη θεατρική σκηνή το 2011. Στα πιο πρόσφατα ποιήματά της (δημοσιευμένα στο περιοδικό «η Παρέμβαση») γίνεται πιο πυκνή και αφαιρετική, αφαιρεί φλοιό και υπερβολικό συναίσθημα, και γίνεται πιο καίρια και ερμητική. Με αυτή της την αλλαγή (που εγώ τουλάχιστον διακρίνω) σε άλλα σημεία κερδίζει και σε άλλα όχι. Κερδίζει σε πύκνωση λόγου, νοηματική μεστότητα και συναισθηματικό έλεγχο, χάνει σε φρεσκάδα, αυθορμητισμό και ρέον συναίσθημα, που νομίζω πως, όταν δεν ξεφεύγουν κάποια επιτρεπτά όρια, της ταιριάζουν περισσότερο.
Η γοητεία του βιβλίου έγκειται στο ότι, παρά τη γυναικεία της φιλαρέσκεια και γυναικεία γραφή της, ο ερωτικός της σύντροφος είναι τουλάχιστον ισότιμος με κείνην.
Όλο το βιβλίο είναι διάσπαρτο από φράσεις και ρήσεις της Βίβλου και θεολογικών κειμένων, και ως προς αυτό συγγενεύει υφολογικά με τους ποιητές Γιώργο Χ. Στεργιόπουλο και Βασίλη Ζηλάκο, με τη διαφορά πως οι δυο τελευταίοι κινούνται περισσότερο σε ένα υπαρξιακό-φιλοσοφικό-μεταφυσικό ποιητικό χώρο, ενώ η Γκίτση, στη συντριπτική πλειοψηφία των ποιημάτων της, είναι ερωτική. Η γοητεία του βιβλίου και της ποιητικής φωνής της Γκίτση έγκειται στο ότι πολλά από τα ποιήματα ακούγονται στο αυτί του αναγνώστη ως μικρές προσευχές, στο ότι, παρά τη γυναικεία της φιλαρέσκεια και γυναικεία γραφή της, ο ερωτικός της σύντροφος είναι τουλάχιστον ισότιμος με κείνην (συχνά οι επιθυμίες του, οι αποφάσεις του και οι πράξεις του την υπερβαίνουν, κάποιες στιγμές, μάλιστα, την συνθλίβουν), ενώ κάποιες φορές αδυνατείς να αντιληφθείς αν η ποιήτρια, γράφοντας, απευθύνεται σε κάποιο υπαρκτό, υλικό πρόσωπο ή σε κάποιον αόρατο θεό, που τον λατρεύει αλλά την δυναστεύει. Γενικώς η συνύπαρξη του θεϊκού στοιχείου με τη σωματική επιθυμία είναι κάτι το ξεχωριστό στην ποίηση της Γκίτση, και σε συνδυασμό με την αισθαντικότητα και ευαισθησία των στίχων της, δημιουργούν ένα γνήσιο, αληθινό, εξομολογητικό ερωτικό κλίμα που γοητεύει, υποβάλλει και πείθει τον αναγνώστη.
Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω ένα υπαρκτό πρόβλημα που πιθανόν να αντιμετωπίσει η Γκίτση μελλοντικά, αναφορικά με την ποιητική της εξέλιξη. Όντας η ίδια δημιουργική ποιήτρια και πολυτάλαντη ως προσωπικότητα, και έχοντας μια ολιστική αντίληψη-άποψη περί τέχνης (μελοποιούν ποιήματά της τραγουδοποιοί, την ενδιαφέρει η τέχνη της φωτοποίησης και της εικονοποίησης, συμμετέχει σε θεατρικές παραστάσεις, π.χ Φαίδρας Πρόβα- ένα Μελόδραμα / Πανσέληνος, εκδοχή Β´ / Lemon Blossom / Κανελόριζα: μια παράσταση φυσικού θεάτρου, τόσο με την συγγραφή ποιημάτων-κειμένων για την παράσταση, όσο και με την απαγγελία τους επί σκηνής), θα πρέπει να σκεφτεί σοβαρά αν θα συνεχίσει μια πολυπρισματική, πολυδιάστατη και πολυδιασπασμένη καλλιτεχνική δημιουργία (που κι αυτό, φυσικά, είναι ένας δρόμος, δίχως απαραίτητα αδιέξοδη έκβαση ή αρνητική κατάληξη) ή αν θα επικεντρωθεί αποκλειστικά στην ποίηση, για να ακονίσει και να εξελίξει δραστικότερα και πιο ουσιαστικά την ποιητική της αλήθεια.
*Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Κορίτσι των σκοτεινών δασών
Αναστασία Γκίτση
Μπαρμπουνάκης 2010
Σελ. 53, τιμή εκδότη € 10,59