Για το μυθιστόρημα του Γιώργου Συμπάρδη «Αδέλφια» (εκδ. Μεταίχμιο).
Της Άννας Λυδάκη
Ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου του Γιώργου Συμπάρδη είναι Αδέλφια. Όχι «Τα αδέλφια», όπως θα μπορούσε να είναι μια και η υπόθεση αφορά κυρίως δύο αδέλφια και τις μεταξύ τους σχέσεις (λέω «κυρίως» γιατί υπάρχουν και πολλά άλλα στο βιβλίο). Ο τίτλος υποδηλώνει ότι ο Συμπάρδης μιλώντας για τα συγκεκριμένα αδέλφια της ιστορίας επιχειρεί (και καταφέρνει με έξοχο τρόπο) να κάνει μια βαθιά τομή στις αμφιθυμικές σχέσεις που αναπτύσσονται γενικότερα ανάμεσα στους ανθρώπους που συνδέονται στενά· που ο ένας μπαίνει στη ζωή του άλλου, σαν να θέλουν να γίνουν ένα, ψυχή τε και σώματι. Και ταυτόχρονα, λες και τρομάζουν από αυτό το έντονο συναίσθημα, θέλουν να χτυπήσουν, να εξαφανίσουν ή να πάρουν μέσα τους και να αφομοιώσουν τον άλλο.
Ο Συμπάρδης δημιουργεί ηχοτοπία αλλοτινών καιρών και διαβάζοντας κανείς το βιβλίο νομίζει ότι ακούει τους ήχους που περιγράφονται σ’ αυτό: τραγούδια και ειδήσεις, αναζητήσεις μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, σιγανές κουβέντες γυναικών που τις κρυφακούνε παιδιά, φωνές ερωτευμένων.
Στο εξώφυλλο του βιβλίου βλέπουμε ένα επιτραπέζιο ποδοσφαιράκι και δύο ξύλινους παίκτες. Συνήθως δεν παίρνουμε στα σοβαρά το παιχνίδι, όμως ο Γ. Χουιζίνγκα (Ο άνθρωπος και το παιχνίδι, εκδ. Γνώση) τονίζει ότι υπάρχει πάντα κάποιο νόημα σ’ αυτό. Κάτι γίνεται στα ψέματα, όμως ένα παιχνίδι μπορεί να συμπαρασύρει ολοκληρωτικά τους παίκτες, όπως το ποδόσφαιρο που ερεθίζει και δημιουργεί έντονο ανταγωνισμό για τη νίκη.
Η έκβαση του παιχνιδιού ανάμεσα στους ήρωες του Συμπάρδη είναι αβέβαιη. Είναι άνθρωποι σημαδεμένοι διά βίου, όπως όλοι μας, από τον τόπο, την οικογένεια, τις πρώτες σχέσεις. Ο ανθρώπινος χρόνος, που δεν ξεχωρίζει παρελθόν, παρόν και μέλλον, εγγράφεται στον τόπο. Και ο τόπος στο βιβλίο είναι προφανώς η Ελευσίνα κατά τις δεκαετίες του 1950 & ’60. Θα μπορούσε όμως να είναι και οποιαδήποτε μικρή πόλη της εποχής εκείνης. Τότε που τα αγόρια στα 14-15 φορούσαν μακριά παντελόνια. Τότε που αρχίζει έντονα η ανοικοδόμηση. Οι περιγραφές των τόπων και των πραγμάτων στο βιβλίο συνοδεύονται από ήχους της εποχής. Ο Συμπάρδης δημιουργεί ηχοτοπία αλλοτινών καιρών και διαβάζοντας κανείς το βιβλίο νομίζει ότι ακούει τους ήχους που περιγράφονται σ’ αυτό: τραγούδια και ειδήσεις, αναζητήσεις μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, σιγανές κουβέντες γυναικών που τις κρυφακούνε παιδιά, φωνές ερωτευμένων.
«Μουσική από το πάλκο και τραγούδια για τσιγάρα, ποτά και μαγικές γυναίκες απλησίαστες και για εκείνες τις άλλες που υπέφεραν, από και για άντρες, αμανέδες και ψαλμωδίες του υποχρεωτικού εκκλησιασμού… θρήνους με κάτι θαμπές γυναικείες φωνές που σιγοτραγουδούσαν αργά το βράδυ στίχους περίεργους, καινούργιους, μέσα από τους οποίους κορίτσια μιλούσαν για αγόρια και παλικάρια και τον ενοχικό τους έρωτα – τον έρωτα ενός προσωπείου για ένα πρόσωπο».
Η οικογένεια είναι τετραμελής: Ο πατέρας, η μητέρα και τα δύο αγόρια. Ο ένας είναι μεγαλύτερος κατά τρία χρόνια από τον μικρότερο, τον αφηγητή. Ο ωραίος Θανάσης είναι ο μεγάλος. Ο ήρωας. Ο μόνος που εμφανίζεται με το όνομά του. Τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας είναι χωρίς όνομα. Γύρω τους πρόσωπα που εμπλέκονται στη ζωή τους σε μια πόλη γεμάτη από ανθρώπους του Εμφυλίου και πρόσφυγες. Ο πατέρας κατάγεται από ένα χωριό λίγα χιλιόμετρα μακριά από την πόλη, αλλά που «μοιάζει να προέρχεται από τα βάθη ενός παρελθόντος σκληρού και επίμονου». Η μητέρα είναι ωραία με φορέματα «με μεγάλα λουλούδια και ντεκολτέ, εφαρμοστές μπλούζες που τις συνδύαζε με μακριές φούστες, στενές στη μέση και φαρδιές στην κατάληξη… με χρώματα νεανικά». Εκμυστηρεύεται τα μυστικά της στον μικρό της γιο. Έναν Ιακώβ, θα λέγαμε, με τον οποίο είναι δεμένη περισσότερο, ενώ ο πατέρας δείχνει την αδυναμία του στον πρωτότοκο, παρόλο που δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει την πέτσινη λουρίδα στην πλάτη του, όταν νομίζει ότι πρέπει.
Ο Συμπάρδης χωρίς αλληγορίες περιγράφει, κυριολεκτεί με ακρίβεια και καταφέρνει μέσα από το ιδιαίτερο να δείξει το γενικό.
Ο Θανάσης, ο «πρίγκιπας», συχνά χάνεται αλλά υπάρχει παντού. Ακόμα κι όταν είναι απών. Ο μικρός νιώθει τον ίσκιο του πάνω του, το βλέμμα του τον παρατηρεί, όπου και αν βρίσκεται, ό,τι και αν κάνει, με όποιον και αν μιλάει. Τα δύο αδέλφια μοιράζονται τα ίδια πράγματα με διαφορετικό τρόπο και η ζωή τους είναι δεμένη αξεδιάλυτα. Η ανάδυση της αμφιθυμικής σχέσης συντελείται με τέλειο τρόπο στο βιβλίο. Και ο πόνος για ό,τι έγινε, ή δεν έγινε όταν έπρεπε, φαίνεται πως παραμένει πάντα. Πέρα από την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πλοκή του έργου, εκείνο που συντελεί στο να γίνεται η αφήγηση συναρπαστική είναι τα εξαίσια ελληνικά του Συμπάρδη. Οι λέξεις είναι διαλεγμένες με ευαισθησία και αποδίδουν τέλεια την εσωτερική ένταση των ηρώων. Μια απλότητα γεμάτη βάθος, με το ρήμα συχνά να βρίσκεται στο τέλος της πρότασης, δίνει στον συγγραφέα ένα ιδιαίτερο ύφος. Ο Συμπάρδης χωρίς αλληγορίες περιγράφει, κυριολεκτεί με ακρίβεια και καταφέρνει μέσα από το ιδιαίτερο να δείξει το γενικό. Οι ιδέες, οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι μύχιες επιθυμίες συγκεκριμενοποιούνται μέσα από τη δράση των ηρώων και το βιβλίο τελικά μιλά για τα πανανθρώπινα: για σχέσεις αγάπης και μίσους, που μπορούν να συνυπάρχουν, και για πρόσωπα έρμαια των παθών και των παθημάτων τους.
* Η ΑΝΝΑ ΛΥΔΑΚΗ είναι καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Τελευταίο βιβλίο της, η μελέτη «Αναζητώντας το χαμένο παράδειγμα: Επιτόπια έρευνα, κατανόηση, ερμηνεία» (εκδ. Παπαζήση).
→ Στην κεντρική εικόνα: Φωτογραφία © Jim Goldberg/Magnum Photos.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΥΜΠΑΡΔΗ