Της Αρχοντούλας Διαβάτη
Πεντακόσιες εκκλησιές στη Βόρεια Κύπρο και στη θέση τους έγιναν στάβλοι, πισίνες και ξενοδοχεία. Ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης, καλεσμένος στη Θεσσαλονίκη συναντήθηκε και με τους μαθητές από το Καλλιτεχνικό Γυμνάσιο Αμπελοκήπων.
Έξι χιλιάδες ανιστόρητοι νεκροί λιπαίνουν τα χωράφια μας επίμονα καλώντας τη Δικαιοσύνη, αν έτσι λέγεται, κι αν είναι πράγμα υπαρκτό στον κόμπο της ελπίδας, της αναφαίρετης αφέλειας και της μνήμης . Απορίες χωρίς τέλος για την ποίηση και την ποιητική, θεατρικά δρώμενα, τραγούδια και… ζητωκραυγές! Μικρά δώρα-ζωγραφιές, κείμενα κι ένα μικρό γλυκό του κουταλιού -αντίδωρο ποίημα- έκφραση θερμής αγάπης των παιδιών για τον Κύπριο εθνικό ποιητή που έγραψε αυτή την ποίηση όλο ήθος για την τούρκικη εισβολή, την κατοχή και την προσφυγιά, γεμάτη με τους χυμούς της παράδοσης αλλά και της μοντέρνας ποιητικής, παγιδεύοντας το ακροατήριο για τα καλά στο δόκανο της συγκίνησης και του αναστοχασμού.
Γιατί η συγκίνηση κινητοποιεί το μυαλό και τα αισθήματα.
Όπως συγκίνησε ο εκρηκτικός νέος δάσκαλος, ο εαμίτης με το βαρύ φάκελο στην Ασφάλεια τη μικρή δασκαλίτσα Άρτεμι Β., τη μεγάλη μου φίλη, παρόλες τις εναγώνιες συστάσεις του ενωμοτάρχη του χωριού «εγώ το καλό σου θέλω», μια εβδομάδα μετά την άφιξή του στο χωριό του πρώτου διορισμού της στις Κρηνίδες. Έγινε ο άντρας της, ζήσανε, δούλεψαν με έμπνευση κι ακολούθησαν κόρες, γάμοι και εγγόνια και πάλι γάμοι των εγγονών, τέσσερις γενιές. Η Άρτεμις έλαμπε από αγάπη και δημιουργικότητα χτες όταν με κάλεσε σπίτι της. Όμορφη καθώς τακτοποιεί σε φακέλους τετράδια εκθέσεων, ζωγραφιές και φωτογραφίες μαυρόασπρες των παλιών της μαθητών κι ονειρεύεται να εκδώσει ένα βιβλίο μαζί και τα δικά της αλφαβητάρια που τύπωνε στον πολύγραφο, σελίδα σελίδα, να αφομοιώσουν οι μαθητές της τα γράμματα - και τις λέξεις. Μου μιλάει για τον δικό της τρόπο στη διδασκαλία της Γεωγραφίας, ανοίγοντάς μου τους φακέλους της με τα μεγάλα καλλιγραφικά γράμματα. Ταξινομεί τα ποιήματά της εκείνου του καιρού, ένας άλλος κόσμος με σιδερένιες σόμπες, κονδυλοφόρους και πένες, γαλάζιες κόλλες κι ετικέτες, επιστάτριες και μπρούτζινα σχολικά κουδούνια με γλωσσίδι, πράγματα τόπους κι ανθρώπους, όλα ιστορημένα με χιούμορ από τη δασκάλα της αγάπης.
Τακτοποιώ κι εγώ αυτές τις μέρες επιτραπέζια -αερομονόπολυ και κυνήγι των ερωτήσεων, το τρίγωνο της γνώσης, εκατομμυριούχοι, κερδίστε χάνοντας, ταξιδεύοντας στην Ελλάδα -και νεοελληνικά αναγνώσματα-, ενώ από άλλα χαρτόκουτα βγάζω μικρά πλεχτά ζακετάκια και σαλοπέτ, σεντόνια με παπιά και αρκουδάκια, αναγνωστικά με εικόνες -ισπανικά και γερμανικά της εφηβείας- και μεθόδους εκμάθησης φλογέρας και κιθάρας και τετράδια ασκήσεων - των παιδιών μου όλ’ αυτά, που μεγάλωσαν κι έφυγαν απ’ το σπίτι. Με πονάνε όλ’ αυτά που πρέπει να πετάξω, το μικρό σπίτι της αντιπαροχής –λιτότητα και οικονομική κρίση- πάει να ξεχειλίσει από τις μνήμες. Τις νύχτες, η παράγκα, ο Γόλης κι η κυρά-Μαρία, ο Φώτης, η κυρά-Αλεξάντρα κι ο Νίκος ο Φωτίου, ο Γιώργος ο αυταράς, ο Δουτσίνας και τ’ άλλα παιδιά, νεκροί και ζωντανοί, η παλιά γειτονιά όλη, έρχονται μαζί μια νέκυια να μου συμπαρασταθούν που γυρίζω στο παλιό πατρικό σπίτι που το άφησα παιδί. Σ’ εκείνο το κομμάτι της μνήμης, οδός Ανταίου 18, να πατήσω και να πάρω δύναμη. Οι παλιοί τοίχοι, οι αυλές και οι κήποι έχουν πέσει κι οι νεκροί διασώζουν ζωντανές τις ημέρες εκείνες τις χωρίς οροφή, κρατώντας τες στιβαρά με τους ώμους στον ύπνο και στα νυχτερινά όνειρα, όπως ο πατέρας είχε ζευτεί μετά το ατύχημα το κάρο, χωρίς το άλογο, κι είχε γυρίσει σπίτι την ημέρα εκείνη του καλοκαιριού…