
Η Μαρία Καμπάνταη με αφορμή την πρώτη της συλλογή αφηγημάτων «Ανελκυστήρας» (εκδ. Αρμός), με ιστορίες βγαλμένες από τη δουλειά της ως ψυχολόγου σε δημόσια μονάδα υγείας.
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Ο Ανελκυστήρας είναι ένα βιβλίο με περίεργο τίτλο αλλά με πολύ απλά υλικά φτιαγμένο. Ανήκει στην κατηγορία Ψυχολογία-Ψυχολογία για όλους. Πρόκειται για συλλογή από αυτοτελή, μικρά και ευκολοδιάβαστα αφηγήματα, εμπνευσμένα από αληθινές ιστορίες που μου «χαρίστηκαν» εντός και εκτός του γραφείου μου στην επαγγελματική μου πολύχρονη πορεία ως ψυχολόγου σε δημόσια μονάδα υγείας. Και όλα τους μιλούν για τους ρόλους που παίζουμε στη ζωή μας αλλά και περνούν ένα μήνυμα αισιοδοξίας και εμπιστοσύνης στον άνθρωπο και τις δυνάμεις του. Μιλά με απλά λόγια για καθημερινά ζητήματα όπως τη σχέση γονιών-παιδιών και τα σύγχρονα άγχη μας αλλά και πιο δύσκολα θέματα, όπως τη διαχείριση της ασθένειας και απώλειας, μπλέκοντας το αστείο με το λυπητερό, όπως συμβαίνει και στη ζωή, καταλήγοντας πάντα σ΄ ένα επιμύθιο, κάτι σαν έξοδο κινδύνου για τη στιγμή που θα το χρειαστούμε. Άλλωστε, το μοίρασμα ιστοριών μεταξύ των ανθρώπων έχει πάντα ιαματικό ρόλο, αφού μας βοηθά να βάζουμε σε σειρά εικόνες, συναισθήματα, σκέψεις μας και να μην «σκοντάφτουμε» συνέχεια πάνω τους.
Η γραφή μου είναι ιδιαίτερη, καθώς διεισδύει απαλά στα ανθρώπινα ψυχικά τοπία και τα μεταφέρει μέσα από λεπτό χιούμορ, ευρηματικούς χειρισμούς, ολοζώντανες εικόνες και αναπάντεχες παρομοιώσεις ώστε να βρίσκει ο καθένας τον εαυτό του σε όλες σχεδόν τις ιστορίες και ν' αναρωτιέται: «Αφού δεν της το είπα, πώς το ήξερε!»
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Το βιβλίο και ο τρόπος γραφής μου έχουν μια πρωτοτυπία μέσα στην απλότητά τους. Δεν είμαι απλά μια ακόμη ψυχολόγος που θέλει να μιλήσει για ψυχολογικά ζητήματα. Με αφήγηση, χωρίς καθόλου δοκιμιακό λόγο, επιχειρώ να κάνω την ψυχολογική γνώση και τεχνική κτήμα του αναγνώστη. Η γραφή μου είναι ιδιαίτερη, καθώς διεισδύει απαλά στα ανθρώπινα ψυχικά τοπία και τα μεταφέρει μέσα από λεπτό χιούμορ, ευρηματικούς χειρισμούς, ολοζώντανες εικόνες και αναπάντεχες παρομοιώσεις, ώστε να βρίσκει ο καθένας τον εαυτό του σε όλες σχεδόν τις ιστορίες και ν΄αναρωτιέται: «Αφού δεν της το είπα, πώς το ήξερε!» Ευρηματικό όταν παρομοιάζω τη ζωή με τιραμισού ή μιλώ για την αξία της, αναφερόμενη απρόσμενα στη χρηστικότητα των καθημερινών μας πλαστικών τάπερ ως φορείς συναισθημάτων, αναγκών ή ρόλων. Το βιβλίο, όπως λένε τα σχόλια ως τώρα, είναι ελκυστικό και προβολικό ακόμη από το εξώφυλλό του, ένα καντράν παλιού ανελκυστήρα, και σε παρωθεί να φτιάξεις μια ιστορία όσο στέκεσαι ακόμη έξω από τη «βιτρίνα». Και αναπάντεχα βοηθητικό με το συμπέρασμα ή την κατάληξη κάθε αφηγήματος να καταφέρνει να ταξιδεύει τη γνώση μέσα από την καρδιά. Ένα βιβλίο που σε προβληματίζει, σου μαθαίνει αλλά και σε ανακουφίζει μαζί. Κάτι σαν, να συγγράφω αλλά και να διαβάζω ως αναγνώστης ταυτόχρονα.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Νομίζω οτι καλύτερα «εργαστήρι συμπεριφοράς ή παρατήρησης» πρέπει να το πούμε γιατί ο συγγραφέας είναι κάτι σαν ζητιάνος. Παρατηρεί συνεχώς και ζητά στιγμές, σκηνές, κινήσεις, εικόνες και αφού του χαριστούν τις μεταποιεί, τις μεταφράζει, τις οικειοποιείται. Και ήταν άδικο ο πλούτος που μου προσφερόταν μπροστά μου να πήγαινε ανεκμετάλλευτος ή σπαταλημένος. Τα χειρόγραφα έγιναν σταδιακά το πρώτο μου βιβλίο σε διάρκεια περίπου δύο ετών, στην αρχή ως ραβασάκια αφημένα σε φίλους και συναδέλφους που μου έλεγαν «συνέχισε», σαν να μου έδιναν συναίνεση για μια... αταξία μου. Η συγγραφή έχει πάντα τον τρόπο να σε κάνει να γνωρίσεις εσένα ή τους άλλους.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Όλο το βιβλίο είναι διαποτισμένο απ' αυτές. Η πένα μου μοιάζει με κάμερα κινηματογραφική, όπως γίνεται και στη δουλειά μου ως ψυχολόγου, για να μπορέσω να συναισθανθώ τον απέναντί μου. Όλες οι ιστορίες ξεκινούν μ' ένα στιγμιότυπο δοσμένο με ακρίβεια και αμεσότητα και γύρω του πλέκεται ένα γεμάτο νόημα σενάριο. Και η μουσική παίζει κύριο ρόλο στο βιβλίο, καθώς τραγούδια από Έλληνες ή ξένους καλλιτέχνες αναφέρονται συνταιριασμένα με την κατάσταση και τη σκηνή που περιγράφεται σε κάποιες ιστορίες, βοηθώντας έτσι το δραματικό και το ενσυναισθητικό στοιχείο. Όμως και ήρωες κόμικς ξεπηδούν αναπάντεχα σε δύσκολες ιστορίες, όπως για παράδειγμα ο γνωστός Ιζνογκούντ (Isnogood), σε μια ιστορία για τον καρκίνο, συνθήκη που μας θυμώνει αλλά μας κάνει να αισθανόμαστε και κακοί ή σκηνές βγαλμένες από τα Mickey Mouse. Σαν το βιβλίο να κινητοποιεί πολλές αισθήσεις μας μαζί. Κι αυτό είναι ακόμη μια πρωτοτυπία του.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Ένας δρόμος με ροδοπέταλα δεν σου μαθαίνει και πολλά· ούτε για τον εαυτό σου ούτε για τους άλλους. Περίμενα περίπου έξι με επτά μήνες την απάντηση απ΄ τον πρώτο εκδοτικό οίκο που ενόχλησα. Και ήταν κι εκείνη τελικά θετική αλλά και τόσο ωφέλιμα αργοπορημένη. Πέρασαν δυο εποχές έξω απ΄ το παράθυρό μου κι αυτό σαν εικόνα θα μπορούσε να συμπεριληφθεί σ΄ ένα ωραίο graphic novel με θέμα τη ματαίωση του νέου συγγραφέα. Πείσμωσα και εν αναμονή το έστειλα δριμύτερη και πιο τολμηρή –σαν να ήταν τελευταία ευκαιρία– στον εκδοτικό οίκο που εκτιμούσα ιδιαιτέρως, τον Αρμό. Ήταν πρωταπριλιά όταν ο κ. Χατζηιακώβου μου είπε «Θα το εκδώσουμε» και δεν ήταν ψέμα. Το παιδικό μου όνειρο έδειχνε πλέον το ανάστημά του στη βιτρίνα. Εδώ κοντά στη μέση χρονολογικά ηλικία μου. Αλλά μια μέση πάντα μπορεί να γίνει αρχή, φτάνει να έχει έναν σκοπό.
* Ο ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΑΛΟΥΣΗΣ είναι δημοσιογράφος.