Του Γιώργου Βέη
«…ανήκω σε αυτούς που εξακολουθούν να εκτιμούν ότι ένας φιλόσοφος που, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, αποφασίζει να πενθήσει το χαμό της αλήθειας, χάνει κάθε τιμή κι αξιοπρέπεια». (σελ. 131)
Ο σκοπός είναι σαφέστατος, η πρόθεση και η υλοποίησή της τεκμηριώνονται μόνο στο καθημερινό γίγνεσθαι, το ρήμα απολυτοποιεί, διερμηνεύει επαγωγικά, περιορίζει με αποφασιστικότητα την υπόθεση εργασίας: το σημαινόμενο δεν υπερφαλαγγίζεται δηλαδή από το σημαίνον. Ήτοι: «αν κάνω φιλοσοφία, είναι γιατί βρισκόμαστε σε περίοδο πολέμου, γιατί ζούμε έναν πλανητικό πόλεμο και γιατί αυτός ο πόλεμος είναι αυτό ακριβώς πάνω στο οποίο οφείλουμε να σκεφτούμε». Πρόκειται για μια επεξεργασμένη εκ των υστέρων «αθυρόστομη» διάλεξη του Γάλλου φιλοσόφου, δραστήριου φιλέλληνα και δημοσιογράφου, την οποία εκφώνησε, στις 6 Απριλίου του 2009, στην περιώνυμη αίθουσα Ντισάν της École Normale. Εκεί όπου είχε και ο ίδιος παρακολουθήσει παλαιότερα σεμινάρια και διαλέξεις εξεχόντων στοχαστών.
Στον ίδιο χώρο ακριβώς είχε ακουσθεί, μεταξύ άλλων, και το καθόλα αιρετικό «Πώς φιλοσοφώ» από τον Ζακ Λακάν. Στον αντίποδα της άποψης του Φρόιντ, την οποία σκοπίμως δεν δημοσίευσε, όπως μας βεβαιώνει ο Κάουφμαν, ότι δηλαδή η φιλοσοφία δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά ένα είδος παράνοιας, θέση, η οποία, ως γνωστόν, θα δυναμιτίζει αενάως τις σχέσεις ψυχανάλυσης και φιλοσοφικής ενέργειας, ο Bernard-Henry Lévy επανεξετάζει ριζικά τη σκοπιμότητα του φιλοσοφικώς οράν και γράφειν. Οριοθετώντας, καυτηριάζοντας, ακυρώνοντας και εξαίροντας, μεταξύ άλλων, βίους και έργα προλαλησάντων την Αλήθεια (τους), συνιστά, ως εκ των πραγμάτων, ένα ευδιάκριτο διδακτικό πρότυπο. Στο σημείο αυτό η αύρα της φιλοσοφικής αλκής και η παρεπόμενη υπογράμμιση μιας αισιόδοξης προοπτικής στο μέλλον θυμίζει κατά κάποιον τρόπο την εμμονή του Edmund Husserl για μιαν οριακή βελτίωση των μέτρων και των σταθμών του φιλοσοφικού αναστοχασμού. Παραβάλλω τα εξής από ένα δοκίμιό του, δημοσιευμένο το 1911 στο περιοδικό Logos: «Ο άνευ όρων ισχυρισμός πως κάθε επιστημονική φιλοσοφία είναι χίμαιρα, ισχυρισμός που βασίζεται στο ότι οι απόπειρες που δήθεν έγιναν στις χιλιετίες του παρελθόντος κάνουν πιθανή την έλλειψη "εσωτερικής" δυνατότητας για μια τέτοια φιλοσοφία, δεν είναι λαθεμένος μόνον επειδή η επέκταση ενός συμπεράσματος που προέκυψε από τις λίγες χιλιετίες ανώτερου πολιτισμού, σε ένα απεριόριστο μέλλον θα αποτελούσε κακή επαγωγή (Induktion), αλλά είναι λαθεμένος, επειδή αποτελεί απόλυτο παραλογισμό, όπως το 2x2=5». ( Βλ. Η Φιλοσοφία ως αυστηρή επιστήμη, μετάφραση-εισαγωγή-σχόλια: Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, εκδόσεις Ροές, 1988)
Λαμβάνοντας βεβαίως υπόψιν τόσο τις κοινωνικοοικονομικές παραμέτρους της δύσκολης αυτής συγκυρίας, όσο και τις εγγενείς δυσκολίες του εντίμου φιλοσοφικού διαλόγου και άλλων συναφών προβλημάτων, τα οποία αναφύονται διαχρονικά το ένα μετά το άλλο στη σκηνή του διαβήματος της φιλοσοφίας, ο συγγραφέας μάς προτρέπει εν ολίγοις να σκεφτόμαστε πολεμώντας. Πρόκειται ασφαλώς για μια νεορομαντική στάση, η οποία όμως δεν στερείται πειστικών επιχειρημάτων. Αποδομώντας ορισμένους συγχρόνους αλλά και αρχαιότερους στοχαστές, αποπειράται να απονείμει αναδρομικά δικαιοσύνη. Αποκαθιστώντας κάποιους φιλοσόφους, αδικημένους σφόδρα από τους μεταγενέστερους ή, αντιστοίχως, τοποθετώντας στη θέση, στην οποία τους αρμόζει όλους εκείνους, τους οποίους, κατά τη γνώμη του πάντα, έχουν εξόφθαλμα υπερτιμήσει, ουσιώνει στην αγορά του διεθνώς σκέπτεσθαι έναν μετά-σωκρατικό λόγο. Συνοψίζοντας μάλιστα, θα υποστηρίξει ευθέως την ατομική του σκοπιά, η οποία φιλοδοξεί να καταστεί, περιττό να το τονίσω αυτό, καθολική.
Παραθέτω το συναφές απόσπασμα για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής από την επιλογική εξομολόγηση της σελ. 111: «…στόχος μας δεν είναι να ξαναφτιάξουμε τον κόσμο από την αρχή, αλλά να τον κάνουμε λιγότερο άσχημο, λιγότερο αποπνικτικό, λιγότερο αφόρητο. Προσπαθούμε να τον διατηρήσουμε σχετικά κατοικήσιμο και να μην επιτρέψουμε στην απανθρωπιά να πει την τελευταία λέξη. Ούτε τον διατηρούμε ως έχει, ούτε τον μεταμορφώνουμε εντελώς· τον επιδιορθώνουμε. Τον επιδιορθώνουμε με όλες τις έννοιες της λέξης. Όλες. Συμπεριλαμβανομένης και της έννοιας της επιδιόρθωσης των προσβολών ή των αδικιών που έχουν διαπράξει οι ζωντανοί σε βάρος των νεκρών. Συμπεριλαμβανομένης της ιδέας –που παραπέμπει στον Μπένγιαμιν-, αν όχι να σώσουμε τους νεκρούς, τουλάχιστον να τους προσφέρουμε «ασφάλεια» τη στιγμή που θριαμβεύει ο «εχθρός». Αυτό θα πει για εμένα φιλοσοφία. Με αυτό τον τρόπο πιστεύω ότι κάνουμε φιλοσοφία».
Ο Bernard-Henry Lévy περνάει λοιπόν με ιδιάζουσα κειμενική ταχύτητα από το μοναχικό, φιλελεύθερο εγώ στη λειτουργική και όχι τυραννική ομαδοποίηση του ευεργετικού «εμείς». Ό,τι δηλαδή αποτελεί την εξ ορισμού πεμπτουσία μιας δημοκρατικής κοινωνικής κυψέλης. Κι αυτό διότι κατατρύχεται από μια φοβία, από μια απώθηση «της Αυτής Μεγαλειότητας του Εγώ», όπως διαφαίνεται στη σελίδα 114. Η φυγή από τη ναρκισσιστική λιμνούλα του Πρώτου Προσώπου στο δάσος των –όποιων, οίκοθεν νοείται- αντικειμενικοτήτων προσδίδει ασφαλώς στις εμπύρετες αυτές Φιλοσοφικές διαμάχες ένα πρόσθετο κύρος: την αποτελεσματική ταπεινότητα της διαρκώς στοχευόμενης, απροκάλυπτης σοφίας. Εδώ ακριβώς διαφοροποιείται ο Bernard–Henry Lévy, πρακτικός και αμετανόητος κήρυκας μιας μαχητικής ηθικής, π. χ. από τον Αλάν Μπαντιού, τον οποίο στηλιτεύει στην προτελευταία σελίδα του βιβλίου για «ένα πασίγνωστο και αισχρό κείμενο που δημοσίευσε στη Le Monde στις 20 Μαΐου 1999».
Φιλοσοφικές διαμάχες
Μετάφραση: Κατερίνα Γούλα
Εκδόσεις Κέδρος, σ. 136