Για το ποίημα σε δύο εκδοχές του Ουόλτ Ουίτμαν [Walt Whitman] «Τραγούδι του εαυτού μου: 1. Η πρώτη έκδοση (1855), 2. Η τελευταία έκδοση (1891 – 92)» (μτφρ. Δημήτρης Δημηρούλης, εκδ. Gutenberg).
Γράφει ο Γιώργος Βέης
Ο Ουίτμαν είναι εξαιρετικός μάστορας και μέγας βάρδος γιατί μαθήτευσε σε άλλους εξαιρετικούς μάστορες και μεγάλους βάρδους (βλ. Σαίξπηρ). Δεν φύτρωσε σαν μανιτάρι στο Μανχάταν.
(από το βιβλίο, σελ. 24)
«Αν με θέλεις ξανά ψάξε με κάτω απ’ τις σόλες των παπουτσιών σου»: επανεμφάνιση στην ημέτερη πολυπολιτισμική Αγορά του «Αμερικανού Αδάμ» ή άλλως Ουόλτ Ουίτμαν, εκατόν τριάντα ένα χρόνια μετά το θάνατο του. Αειθαλές το Τραγούδι του εαυτού μου (μτφρ. Δημήτρης Δημηρούλης, εκδ. Gutenberg), κομβικό συστατικό μέρος των προ πολλού εμβληματικών, άκρως, ως γνωστόν, επιδραστικών Φύλλων χλόης, αποδίδεται στη γλώσσα μας, με την ομολογούμενη επάρκεια ενός ολοκληρωμένου στην κειμενική πράξη διαβήματος. Σε δύο μάλιστα, το τονίζω, εκδοχές. Τόσο δηλαδή της πρωταρχικής, όσο και της ανάλογης ύστατης εκείνης. Πάντα εννοείται κατά την αυστηρή εκδοτική τάξη. Συγκρατώ ότι η συστηματική παράθεση των πρωτοτύπων εκφορών του λόγου στις αριστερές σελίδες του παρόντος τόμου ασφαλώς διευκολύνει κατά πολύ, εκτός των άλλων, την άμεση πρόσληψη των κρίσιμων αλλαγών, των διαδοχικών προσαρμογών και των διαλεκτικών προσθαφαιρέσεων, τις οποίες εν τέλει υιοθέτησε ο δημιουργός του.
Αν και ο ίδιος ο Αμερικανός δημιουργός δήλωνε εμφατικά ότι «είμαι αμετάφραστος», εντούτοις η θέση αυτή έχει ομολογουμένως ανατραπεί προ πολλού στην πράξη.
Επισημαίνω επίσης ότι, στο πλαίσιο των εισαγωγικών παρατηρήσεων, απαραίτητων σχολίων και επίλεκτων κρίσεων, αποδίδεται ιδιαίτερη μέριμνα από τον μεταφραστή στην προβολή των επί μέρους στοιχείων της συγκεκριμένης ταυτότητας της ρηματικής δράσης. Αλλά και του δεδομένου χωροχρόνου, όπου σχηματίστηκε σταδιακά Τραγούδι του εαυτού μου. Οι ενδεικτικοί τίτλοι έχουν ως εξής: «Η τολμηρή ρήξη», «Το Εγώ», «Ένας – Πολλοί», «Κοινωνία – Δημοκρατία», «Φύση – Φαντασία – Νους», «Υπερβατισμός – Προφητικός Λόγος», «Ο ποιητής ως μεταφραστής», «Ηθική – Ερωτισμός – Σεξουαλικότητα» και «Γλώσσα – Μορφή». Η πολύπλευρη προσέγγιση του Δημήτρη Δημηρούλη ανανεώνει και μάλιστα εξ ορισμού την περαιτέρω αφομοίωση των διδαγμάτων του Τραγουδιού του εαυτού μου στην εποχή μας. Αν και ο ίδιος ο Αμερικανός δημιουργός δήλωνε εμφατικά ότι «είμαι αμετάφραστος», εντούτοις η θέση αυτή έχει ομολογουμένως ανατραπεί προ πολλού στην πράξη.
Γράφοντας και ξαναγράφοντας το ίδιο πάντα ποίημα-ποταμό, ο Ουόλτ Ουίτμαν ανακάλυπτε τμηματικά την οραματική (του) πραγματικότητα. Πίστεψε βεβαίως ότι ήταν η πολυπόθητη, η πολύνευρη Αλήθεια. Γι’ αυτό δεν έπαυε να αναπλάθει διαρκώς το σώμα των σημαινομένων της ως το βιολογικό του τέλος. H ευρυχωρία των στίχων, στους αντίποδες της στιχικής πύκνωσης της Έμιλι Ντίκινσον, μαρτυρούν την ευρυχωρία του πανοπτικού υπερ-βλέμματος που θέλει να δει στην πληρέστατή του εικόνα το (νομιζόμενον) όλον. Η κυριολεξία στην προκειμένη περίπτωση συνιστά μαρτυρία ενός παλλόμενου είναι. Και μάλιστα σε βάθος ενός προγραμματικά αόριστου χρόνου. Ό, τι εν ολίγοις κατορθώνει να μας μεταφέρει εδώ η μετάφραση. Οι διασκελισμοί είναι οι ανάσες ενός εμβληματικού, καθόλα αρχετυπικού μακρανθρώπου, για να θυμηθούμε έναν αναλυτικό όρο του συγχρόνου του, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού Ωκεανού, Άρτουρ Σοπεγχάουερ.
Ο ρεαλισμός κατ’ ανάγκην διευρύνεται σε μέγιστο βαθμό. Τα όρια του Νέου Κόσμου καθίστανται κατά συνέπεια οι γεωγραφικές συντεταγμένες του ονείρου της γραφής. Ως και οι έρωτες μεταξύ των αντρών ταξινομούνται με τη σειρά τους νηφάλια στην τοιχογραφία του απέραντου. Η μουσική των στροφών-παραγράφων είναι η μουσική του Παν(τ)ός. Το Μανχάταν δεν είναι ακριβώς το Μανχάταν, αλλά το γίγνεσθαι των Ελεατών φιλοσόφων. Οι μεταφορές, τις οποίες διοργανώνει, επαναφορτίζει και στη συνέχεια εμπιστεύεται ο δήθεν άσεμνος, πρόχειρος και αμετροεπής Ουόλτ Ουίτμαν, συναπαρτίζουν καθόλα συναρπαστικό αισθητικό διάβημα, το οποίο επείγεται να συνοψίσει την απόλυτη συνείδηση του άγαν. Εξ ου και η παλινδρομική έφεση, η οποία διακρίνει τη σύνθεση. Η επανεκκίνηση σηματοδοτεί επανέναρξη διαπραγματεύσεων με το όποιο εναπομείναν άρρητο, με το όποιο εναπομείναν υπόρρητο, προκειμένου επιτέλους να καταστούν κι αυτά απτά, εντελώς προσιτά νοήματα. Όπως ακριβώς νοούνται και είναι οι προτάσεις που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι εμπόρισσες των λεωφόρων της Νέας Υόρκης και χειρώνακτες, αγέρωχοι νεομετανάστες Απόλλωνες και Διόνυσοι του Νιου Τζέρσεϋ.
Απόκτημα όντως το έργο αυτό κατατάσσεται αμέσως στο γλωσσικό μας δημοτολόγιο. Άξιος ο μισθός του μεσάζοντος ρυθμογεφυροποιού.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή κειμένων «Καταυλισμός» (εκδ. Ύψιλον).
Στίχοι από το βιβλίο
«Ένα παιδάκι είπε Τι είναι η χλόη; κουβαλώντας μου μια
ολάκερη αγκαλιά˙
Πώς θα μπορούσα ν΄ απαντήσω στο παιδάκι; Δεν ξέρω τι
είναι, περισσότερο απ’ ό,τι ξέρει αυτό το ίδιο.
Φαντάζομαι πως πρέπει να’ ναι της στάσης μου η σημαία,
υφασμένη μ΄ ελπιδοφόρο πράσινο υλικό.
Είτε φαντάζομαι πως είναι το μαντίλι του Κυρίου,
Ένα ευωδιαστό δώρο κι ένα ενθύμιο επίτηδες ριγμένο,
Που γράφει του κατόχου τ΄ όνομα κάπου στις γωνίες, για να
τύχει να το δούμε και να το προσέξουμε, και να πούμε
Ποιανού;
Είτε φαντάζομαι πως η χλόη η ίδια είναι παιδάκι, το μωρό
Που ’χει βγει απ’ τη βλάστηση.
Είτε φαντάζομαι πως είναι ομοιόμορφο ιερογλυφικό,
Και σημαίνει, Φυτρώνοντας εξίσου σε ζώνες πλατιές και
σε ζώνες στενές,
Μεγαλώνοντας το ίδιο ανάμεσα σε μαύρους και λευκούς,
Κανούκ, Τουκαχόου, Κόγκρεσμαν, Καφ, το ίδιο τους δίνω
και το ίδιο δέχομαι απ΄ αυτούς.
Και τώρα σα να βλέπω μπροστά μου τα όμορφα άκοπα μαλ-
λιά των τάφων.
Τρυφερά θα σου φερθώ σγουρή χλόη
Μπορεί να προβαίνεις απ’ τα στήθη παληκαριών,
Μπορεί αν τα ’χα γνωρίσει να τα ’χα αγαπήσει
Μπορεί να βγαίνεις από γέρους, ή από παιδιά άναυλα απ’
των μανάδων τους τον κόρφο αρπαγμένα,
Κι εδώ είσαι ο κόσμος των μανάδων.
[...]
Ω, βλέπω τελικά τόσες γλώσσες που μιλούν,
Και βλέπω πως δε βγαίνουν απ’ τους ουρανίσκους άδικα
[...]
Δέχομαι τα πρόχειρα θεϊκά σχέδια για να τα ολοκληρώσω καλύτερα
μέσα μου, προσφέροντάς τα ελεύθερα σε κάθε άντρα και γυναίκα που
βλέπω,
Αποκαλύπτοντας τόσα ή περισσότερα στον ξυλουργό που ξυλοδένει ένα
σπίτι
[...]
Παλικάρια που βαστούν πυροσβεστικές αντλίες κι ανεμόσκαλες με
γάντζους δε σημαίνουν λιγότερα για μένα απ΄ τους θεούς των
αρχαίων πολέμων,
Φροντίζοντας οι φωνές τους να ξεπερνούν τον ορυμαγδό της
καταστροφής,
Τα γεροδεμένα μέλη τους πατώντας με σιγουριά πάνω στις καμένες ¨
σανίδες, τα λευκά τους μέτωπα σώα και αβλαβή μέσα απ΄ τις
φλόγες».