Για τη συλλογή διηγημάτων του Τζορτζ Σόντερς [George Saunders] «Μέρα απελευθέρωσης» (μτφρ. Γιώργος–Ίκαρος Μπαμπασάκης. εκδ. Ίκαρος). Kεντρική εικόνα: © Willi White (Oglala Lakota).
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Με πληρότητα που προσιδιάζει στη νουβέλα, δηλαδή ως αντιπροσωπευτικό «αμερικανικό διήγημα», το πρώτο κείμενο της συλλογής («Μέρα απελευθέρωσης») επιστρατεύει νεολογισμούς που συμβολικά παραπέμπουν στο «1984» του Όργουελ ή το «Σαλό» του Πιερ Πάολο Παζολίνι: πριν από την αποκάλυψη του ιστορικού του αφηγητή, οι εκφράσεις «Τοίχος του Ομιλείν», «Αίθουσα Ακροάσεων», κοκ υποδηλώνουν μια τελετουργία παντελώς άγνωστη και χαρακτηριστική ενός αυταρχικού καθεστώτος.
Οι αποσπασματικές ως προς το νόημα λέξεις Ποινή, Καθήλωση, Αναστολή, κοκ εντείνουν την πλοκή σε μια συνθήκη εξωτερικής επιβολής, χωρίς ακόμη να διευκρινίζουν το πλαίσιο της δυστοπικής δράσης.
Μια θεατρικά οργανωμένη αναπαράσταση της αμερικανικής ιστορίας που παρεμβάλλεται σαρκάζει τους μύθους που θρέφουν την αμερικανική εθνική φαντασίωση
Μια θεατρικά οργανωμένη αναπαράσταση της αμερικανικής ιστορίας που παρεμβάλλεται σαρκάζει τους μύθους που θρέφουν την αμερικανική εθνική φαντασίωση. Κάποιοι κρέμονται και ερμηνεύουν χωρίς χωροχρονικούς φραγμούς, σαν αιωρούμενοι αοιδοί: αδιανόητο, όμως υλοποιημένο στο συγκεκριμένο κείμενο.
Με εκρηκτικό ρυθμό, σταδιακά αποκαλύπτονται οι καινοφανείς συνιστώσες του εγκλεισμού, της ανελευθερίας και της βαναυσότητας, η πνευματικότητα λειτουργεί αντιστρόφως ανάλογα προς τον πατριωτισμό, ενώ η έκβαση της μυθοπλασίας είναι μάλλον αναμενόμενη: εκούσια συμμετοχή σ’ένα πρόγραμμα διαμόρφωσης τεχνητής ταυτότητας και μνήμης, στο πλαίσιο του οποίου μια αμνησιακή χορωδία θα ξαναζωντανέψει το ομαδικό παραλήρημα μεγαλείου που θεμελίωσε το αμερικανικό «θαύμα».
Πρωτότυπο ονοματολόγιο
Οι ονομασίες των χαρακτήρων είναι πρωτότυπες και στο διήγημα «Η μαμά που δρα θαρραλέα» («Τhe Mom of Bold Action»): ο «Τιμ το Δέντρο», ο «Τζέραρντ το Ανοιχτήρι» και ο «Δυσαρεστημένος Σκύλος» πλαισιώνουν την παρεμβατική Μαμά Τίντι, άψυχα και έμψυχα μαζί, σε περιβάλλον απόλυτα υποκειμενικής αντίληψης της πραγματικότητας, που πάντως σαρκάζει τις σχέσεις μέσα στο πλαίσιο της αγιοποιημένης αμερικανικής οικογένειας, πάντα σε ευθυγράμμιση με τις πολιτικές φιγούρες που ο μέσος Αμερικανός αντίκρυσε, έμπλεως δέους, στο φάσμα της εξουσίας κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Ξοφλημένοι χίππιδες περιβάλλουν συντηρητικούς ήρωες και ηρωḯδες που είναι παγιδευμένοι στις εμμονές και σε παραπειστική εικόνα του εαυτού τους, ενώ η συγχώρηση (με την έννοια του excuse, του προσχήματος) μπορεί να έχει μόνο μεταφυσική προέλευση.
Ο George Saunders (1958) είναι συγγραφέας διηγημάτων, δοκιμίων, μυθιστορημάτων, παιδικών βιβλίων και μυθιστορημάτων. Πρωτοεμφανίστηκε στο New Yorker, στο Harper's, στο McSweeney's και στον Guardian, με τη στήλη "American Psyche", μεταξύ 2006 και 2008. Στις διακρίσεις του περιλαμβάνονται το Εθνικό Βραβείο Μυθοπλασίας το 1994, 1996, 2000 και 2004 και το δεύτερο βραβείο O. Henry, το 1997. Η πρώτη του συλλογή ιστοριών, «Civil War Land in Bad Decline», ήταν φιναλίστ για το Βραβείο PEN/Hemingway 1996. Το 2006 κέρδισε το World Fantasy Award για το διήγημά του "Comm Comm". Η συλλογή ιστοριών του «In Persuasion Nation» ήταν φιναλίστ για το Βραβείο Story το 2007. Το 2013 κέρδισε το βραβείο PEN/Malamud και ήταν φιναλίστ για το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου. Η συλλογή διηγημάτων «Δεκάτη Δεκεμβρίου» κέρδισε το Βραβείο Story 2013 και το εναρκτήριο (2014) Folio Prize. Το μυθιστόρημά του «Lincoln in the Bardo» κέρδισε το Βραβείο Booker 2017. |
Σε κάθε πιθανή περίσταση, στον έρωτα («Σπουργίτι»), στο επαγγελματικό περιβάλλον («Στη δουλειά»), στην οικογένεια («Ημέρα της μητέρας»), το υπαρξιακό άγχος και το αίσθημα της αποτυχίας και της ματαίωσης λειτουργούν μόνο όταν η ειρωνεία κορυφώνεται και η διαπίστωση της δυσλειτουργίας γίνεται αφόρητη. Η λεξιπλαστική επινοητικότητα του Saunders στο «Έλιοτ Σπένσερ» προσδίδει στο κείμενό του θεατρικότητα, ζωντανεύοντας καθημερινούς διαλόγους στο πλαίσιο ενός απόλυτα προσωπικού «συντακτικού» ώστε η ταυτότητα του αφηγητή να παραμείνει ετεροπροσδιοριζόμενη:
«Τι κάνουμε Μιλάμε Καθένας λέει τ’όνομά του Λέω το δικό μου, Γκρεγκ Αυτός εκεί είναι ο Λάρυ Εκείνος ο Βινς Το ίδιο κι εκείνος Κι εκείνος Κι εκείνος Αυτός είναι ο Γκρεγκ όπως εγώ Κι αυτός Κι εκείνος, Γκρεγκ επίσης Κι άλλος Γκρεγκ, μπροστά εκεί Από δω ο Κόνορ Εφτά Κόνορ Οχτώ Γουίλιαμ Όλοι χαρούμενοι».
Η ειρωνεία ως οδοδείκτης
Η ειρωνεία στα κείμενα του Saunders είναι ο οδοδείκτης στην κατεύθυνση της αποκάλυψης των αλλοτριωτικών παραγόντων που κατευθύνουν τις επιλογές των ανθρώπων. Κι εδώ επαναλαμβάνονται λεξιπλασίες όπως «Ηρωϊκό δωμάτιο», «ΚινητοΕπιλογή», «Τρίτη Δουλειά», ώστε στο αφηγηματικό περιβάλλον να διεισδύσει το απειλητικό κλίμα που επιδιώκει ο συγγραφέας.
Αυτό παραμένει μια υποκειμενική σύλληψη όταν ένας παππούς περιγράφει στον εγγονό του Ρόμπι, στο «Γράμμα αγάπης» (“Love letter”), την άποψή του περί απουσίας αξιοκρατίας και δικαιοσύνης: ο Αμερικανός έχει αποδεχτεί μια κανονικότητα που για τον Ευρωπαίο θα ήταν τουλάχιστον αχαρακτήριστη.
Σαν υποθήκη προς τις επερχόμενες γενεές, το «Γράμμα αγάπης» επισημαίνει τις κακοτοπιές της επανάπαυσης, τους κινδύνους του γενικότερου εφησυχασμού. Ο χαρακτηρισμός «γελοίος παλιάτσος» είναι σαφής βολή για τον Τραμπ και τους Ρεπουμπλικάνους.
Η μετάφραση του Γ.-Ι. Μπαμπασάκη λειτουργεί μεν και είναι ιδιαίτερα επινοητική, όμως πρέπει το κείμενο να εκφωνηθεί «εσωτερικά» ώστε να αποκτήσει ρυθμό και αναφορές στην εδώ πραγματικότητα. Αλλιώς παραμένει ένα δύσληπτο κείμενο, παρά τις επιτυχημένες λύσεις που έχει βρει ο μεταφραστής, ιδιαίτερα για κάποιον που δεν είναι εξοικειωμένος με τη ροή της αμερικανικής γλώσσας.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.
Απόσπασμα από το διήγημα «Το σπίτι μου»
«Τι μου αρνείσαι στ’ αλήθεια, τελικά; Μια όμορφη χρονιά, πάνω κάτω, σ’ένα όμορφο μέρος. Θα με έκανε ευτυχισμένο. Αλλά τι είναι μια χρονιά μπροστά στο μεγάλο σχέδιο; Τίποτα. Τι είναι δέκα χρόνια, εκατό, χίλια; Πάω εγώ, φίλε μου, σχεδόν πάω εγώ, πιστεύω ότι είσαι ψωροπερήφανος και άδικος αλλά δεν έχω την παραμικρή επιθυμία, πλέον, να σε σώσω. Η πεποίθησή μου ήταν ότι είχες άδικο. Είμαι σχεδόν στα τελευταία μου, αυτή την πεποίθηση θα την πάρω στον τάφο μου. Η πεποίθησή σου ήταν ότι είχες δίκιο. Θα την πάρεις στον τάφο σου. Μολαταύτα, ελπίζω να ζήσεις για πάντα, κι αν το σπίτι σου καταρρεύσει πάνω σου, όπως φαίνεται ότι κάνει, ελπιζω ακόμα κι αυτό να σου δώσει χαρά. Πάντοτε κατέρρεε πάνω σου, τα πάντα κατέρρεαν πάνω μας πάντοτε. Μόνο που ήμασταν πολύ ζωντανοί για να το πάρουμε χαμπάρι...»