
Του Κυριάκου Χαλκόπουλου
Ότι η ζωή πολλών διάσημων λογοτεχνών τους επέβαλε να κρατούν λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στα βαθύτερα, καλλιτεχνικά τους ενδιαφέροντα και στις απαιτήσεις της καθημερινότητας, είναι γνωστό. Βρίσκει κανείς πολλά παραδείγματα στα αυτοβιογραφικά τους κείμενα, ακόμα και όταν πρόκειται για προσωπικότητες που δεν είχαν αποσυρθεί από την κοσμική ζωή – ο Όσκαρ Γουάιλντ αναφέρεται στο πρόβλημα, στο De Profundis και ο Μποντλέρ στο έργο Η Καρδιά μου, Ξεγυμνωμένη (τον τίτλο του οποίου εμπνεύστηκε, καθόλου τυχαία, από μια αποστροφή του λόγου του Τόμας Ντε Κουίνσι στις Αναμνήσεις ενός Άγγλου Οπιομανούς), οπότε δε χρειάζεται να ψάξουμε για πιο εσωστρεφείς καλλιτέχνες αυτού του ιδιότυπου βαριετέ της ψυχικής ζωής με την ισορροπία σε λεπτά σκοινιά, ψηλά, πάνω από ένα κοινό ενθουσιώδες ή αχάριστο.
Αυτά τα σκυθρωπά πρόσωπα των καλλιτεχνών ελάχιστα φαίνονται στους θεατές, όμως η ανάμνηση από τις παραστάσεις τους κάτω από τον θόλο όπου τους περιτριγυρίζουν οι λέξεις και οι συλλογισμοί τους, βρίσκουν συνήθως τον τρόπο να αποτυπωθούν στη μνήμη και να οδηγήσουν –αργά ή γρήγορα, είτε ενώ ο καλλιτέχνης βρίσκεται εν ζωή είτε μετά το θάνατο του– το έργο τους στην καταξίωση.
Δεν είναι απίθανο, μάλιστα, να υπήρξαν αξιόλογοι συγγραφείς που δεν απέκτησαν ποτέ φήμη, τα έργα τους χάθηκαν, κανένας Μαξ Μπροντ (όπως στην περίπτωση του Φρ. Κάφκα) ούτε κάποιο μπαούλο με χιλιάδες χειρόγραφα (στην περίπτωση του Φ. Πεσσόα) δε μεσολάβησε για να γίνει γνωστό στο ευρύ κοινό, ότι κάποτε έζησε και αυτός ο λογοτέχνης...
Ωστόσο, ακόμα και αν το τέλος είναι ένδοξο, ισχύει και πάλι πως το τίμημα ήταν πολύ μεγάλο. Ακόμα κυριότερα, αυτή η καταξίωση –η αναγνώριση του συγγραφέα ως σημαντικού– νομίζω ότι περισσότερο εντυπωσιάζει τους αναγνώστες· πιο πολύ χαίρονται γι' αυτήν όχι οι ίδιοι οι συγγραφείς αλλά οι πιστοί μελλοντικοί τους αναγνώστες, ιδίως εάν βρίσκονται σε μικρή ηλικία και βλέπουν τον συγγραφέα ως πρότυπο: καθώς έτσι η τιμή με την οποία τον περιβάλλουν αναπόφευκτα επιστρέφει στους ίδιους και τους βοηθά να συνεχίσουν τη δική τους προσπάθεια στη λογοτεχνία.
Δεν είναι απίθανο, μάλιστα, να υπήρξαν αξιόλογοι συγγραφείς που δεν απέκτησαν ποτέ φήμη, τα έργα τους χάθηκαν, κανένας Μαξ Μπροντ (όπως στην περίπτωση του Φρ. Κάφκα) ούτε κάποιο μπαούλο με χιλιάδες χειρόγραφα (στην περίπτωση του Φ. Πεσσόα) δε μεσολάβησε για να γίνει γνωστό στο ευρύ κοινό, ότι κάποτε έζησε και αυτός ο λογοτέχνης... Σε συζητήσεις όπου έχει τεθεί το ερώτημα ποιος ήταν ο πιο αδικημένος ως προς την αναγνώρισή του από το κοινό, καλός συγγραφέας, έχω ακούσει συχνά το ακόλουθο ευφυολόγημα: «πιθανότατα κάποιος για τον οποίο δεν έχουμε ακούσει το παραμικρό!». Νομίζω πως, υπό μία έννοια, πρόκειται για μια ανεστραμμένη μορφή της περίφημης Ρωμαϊκής «Damnatio Memoriae», της καταδίκης της μνήμης, της επιβολής της λησμοσύνης, η οποία φυσικά προϋπήρχε ως νόμος στην αρχαία Ελλάδα και ένας από τους ανθρώπους που τιμωρήθηκαν από αυτήν ήταν ο Ηρόστρατος: Επειδή προσπάθησε να κάψει τον μεγάλο ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο, με στόχο να μείνει το όνομά του στην ιστορία, οι αρχές της Εφέσου απαγόρευσαν κάθε αναφορά στο όνομά του – για να αποθαρρύνουν τους μιμητές. Είναι η περίπτωση αυτή κάτι αντίστροφο από εκείνη των άδοξων ποιητών, διότι στο Ηρόστρατο απαγορεύτηκε η αθανασία επειδή τη διεκδίκησε με ποταπό τρόπο, ενώ στους άσημους λογοτέχνες ο τρόπος ήταν έντιμος αλλά οι προσπάθειές τους πνίγηκαν στα νερά ενός άλλου Μαιάνδρου.
Βέβαια, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, πρέπει να σημειώσουμε πως η επιδίωξη της αναγνώρισης είναι ασύνδετη με την καλλιτεχνική δημιουργία – τουλάχιστον όταν πρόκειται για υψηλού επιπέδου έργα και καλλιτέχνες. Είναι λογικό να αποδεχτούμε πως η θέληση για αναγνώριση του έργου οφείλεται σε ματαιοδοξία. Η ματαιοδοξία, φυσικά, είναι ανθρώπινη – ωστόσο εάν κανείς ήθελε απλώς να προσκολληθεί στα ανθρώπινα και τα καθημερινά, δε χρειαζόταν να ασχοληθεί με την τέχνη. Πέρα από ένα σημείο –όπως σημειώνει συχνά ο Κάφκα– παύει κανείς να λειτουργεί ως άνθρωπος, εάν εστιάζει την προσοχή του στα βάθη του εσωτερικού του κόσμου. Μάλιστα σε έναν από τους μελαγχολικούς τους αφορισμούς περιγράφει την προβληματική, διπλή ορμή προς τον εξωτερικό και τον εσωτερικό κόσμο, παρομοιάζοντας την κατάσταση μ’ εκείνη ενός ανθρώπου που είναι δεμένος με δύο σχοινιά:
«Το ένα χάνεται στον ουρανό, το άλλο βυθίζεται στη γη. Το πρώτο δεν του επιτρέπει να πατήσει ποτέ κανονικά στη γη – το δεύτερο του απαγορεύει αντίστοιχα να φτάσει στο ύψος που θέλει στον ουρανό...»
* Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΛΚΟΠΟΥΛΟΣ είναι μεταφραστής και συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, η μετάφραση του 2ου τόμου του H.P. Lovecraft «ΙΙ: Ο ξένος – Όνειρα στο σπίτι τη μάγισσας – Το κτήνος στη σπηλιά» (εκδ. Οξύ).
→ Στην κεντρική εικόνα: σχέδια © Violeta Vollmer, για ένα πρότζεκτ μεταφοράς σε video animation του διηγήματος του Κάφκα «Αναφορά προς μια ακαδημία».