Για το μυθιστόρημα της Αγιελέτ Γκούνταρ-Γκόσεν [Αyelet Gundar-Goshen] «Η ψεύτρα και η πόλη» (μτφρ. Λουίζα Μιζάν, εκδ. Καστανιώτη). Κεντρική εικόνα: Γκράφιτι του Hooman Khalili σε δρόμο του Ισραήλ.
Γράφει ο Μιχάλης Μοδινός
Κι ενώ οι συγκρούσεις στην Γάζα καλά κρατούν –επεκτεινόμενες μάλιστα συχνά στη Δυτική Όχθη, τη Συρία και το Νότιο Λίβανο– διερωτάται κανείς πώς είναι η διαχρονική καθημερινότητα και πώς την βιώνουν οι πολίτες του σύγχρονου υπερανεπτυγμένου Ισραήλ.
Παραδόξως, μέσω της τουλάχιστον της πλούσιας λογοτεχνικής παραγωγής της χώρας προκύπτει πως ο μέσος Ισραηλινός διάγει, όπως περίπου όλος ο δυτικός κόσμος. Δηλαδή, με τις ίδιες προτεραιότητες, διερωτήσεις, συνήθειες και μικρούς καθημερινούς πολέμους που διογκώνουν το ναρκισσευόμενο εγώ του σύγχρονου πολίτη. Αυτό συμβαίνει άσχετα με την καταστατική συνθήκη [υπαρξιακή συνθήκη, θα έλεγε κανείς] της διαρκούσας επί τρία τέταρτα του αιώνα εμπόλεμης κατάστασης.
Υπό αυτό το φως ειδωμένη, Η Ψεύτρα και η πόλη (μτφρ. Λουίζα Μιζάν, εκδ. Καστανιώτη) της σαραντάχρονης Ισραηλινής Αγιελέτ Γκούνταρ-Γκόσεν είναι ένα οξύ κοινωνικό σχόλιο με ψυχολογική εμβάθυνση και ποιοτικό σαρκασμό.
Μας αποκαλύπτει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες όψεις της ζωής στο Ισραήλ, και φωτίζει με έμμεσους τρόπους την επικαιρότητα της αστικής ζωής, τον εκδυτικισμό της χώρας αλλά και την εργαλειακού τύπου εκμετάλλευση του Ολοκαυτώματος. Όλα αυτά τα δύσκολα θέματα δίνονται μέσα από ένα τολμηρό ξεμασκάρεμα του metoo, της κουλτούρας του δικαιωματισμού και της τηλεοπτικής κατασκευής ηρώων διά πάσαν χρήσιν.
Έχοντας σημαντική επαγγελματική εμπειρία στην κλινική ψυχολογία, η Αγιελέτ Γκούνταρ- Γκόσεν, αποδίδει με διεισδυτικό τρόπο πρωτίστως τις ζωές των εφήβων και του περιγύρου τους.
Βέβαια, ο τίτλος του βιβλίου θα μπορούσε να είναι απλά Η Ψεύτρα. Η προσθήκη της λέξης «πόλη» υπαινίσσεται πιθανότατα την σκιαγράφηση της ζωής ειδικά στον αστικό χώρο. Ίσως υποδηλώνει ακόμη το γεγονός ότι η πολιτική ορθότητα -που σατιρίζεται με δηλητηριώδες χιούμορ- δεν εντρυφεί παρά στις μεγαλουπόλεις, με την κοινωνική τους πολυπλοκότητα και τις άκρατες φιλοδοξίες που εκθρέφουν.
Ήρωες και μίντια
Έχοντας σημαντική επαγγελματική εμπειρία στην κλινική ψυχολογία, η Αγιελέτ Γκούνταρ- Γκόσεν, αποδίδει με διεισδυτικό τρόπο πρωτίστως τις ζωές των εφήβων και του περιγύρου τους. Ο αναγνώστης παγιδεύεται επιδέξια στους νεανικούς ανταγωνισμούς, τις ανασφάλειες αγοριών και κοριτσιών, την σχολική καθημερινότητα και την εργώδη προσπάθεια ενηλικίωσης, τόσο που πρόσκαιρα πείθεσαι πως έχεις να κάνεις με μια ευφυή αναβίωση της κλασσικής εφηβικής λογοτεχνίας.
Όμως εδώ και κει, σε καθοριστικά σημεία, η αφήγηση επικεντρώνεται στις αναπόφευκτες σχέσεις των μεγαλυτέρων με τη νεολαία [γονικές, συγγενικές, πολιτικές, τυχαίες]. Και τότε καταλαβαίνεις ότι τίποτα στις στοχεύσεις της συγγραφέως δεν είναι αμιγώς εφηβικό. Η κοινωνία, υπονοείται, είναι ενιαία και οι απόηχοι των πράξεων των μεν απηχούν στους δε, κατά απρόσμενους μάλιστα τρόπους.
Κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου είναι η Νοφάρ, μια όχι ιδιαίτερα ελκυστική 17χρονη που δουλεύει σε ένα παγωτατζίδικο για το καλοκαίρι. Διακοπές γιοκ λοιπόν για την έφηβη, τη στιγμή που οι συνομήλικοί της διασκεδάζουν, πάνε σινεμά, για μπάνιο, για χορό. Περιστασιακά έρχονται και στο μαγαζί για ένα παγωτό, τη στιγμή που η Νοφάρ σκέφτεται μελαγχολικά πως η νέα σχολική χρονιά θα ξαναρχίσει σύντομα με εκείνη ακόμη μόνη και παρθένα. Η καλή της φίλη δεν της πολυμιλάει πια καθώς έχει καταφύγει σε νέες παρεϊκές συνομαδώσεις, και ο νεαρός που την ενδιαφέρει ερωτικά αγοράζει ένα παγωτό και αποχωρεί χωρίς πολλά πολλά.
Η Αγιέλετ Γκούνταρ-Γκόσεν γεννήθηκε το 1982 στο Ισραήλ, όπου ζει και εργάζεται. Θεωρείται μία από τις σημαντικότερες νέες φωνές της σύγχρονης εβραϊκής λογοτεχνίας. Μετά την ολοκλήρωση των μεταπτυχιακών της σπουδών στην κλινική ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ, παρακολούθησε τη Σχολή Κινηματογράφου και Τηλεόρασης «Σαμ Σπίγκελ» στην Ιερουσαλήμ. Ασχολείται με τη σεναριογραφία και την παραγωγή ταινιών μικρού μήκους. Έχει δημοσιογραφήσει στην εφημερίδα Γεντιότ Αχρονότ και εξακολουθεί να συνεργάζεται με μεγάλα διεθνή μέσα ενημέρωσης, όπως το BBC και οι New York Times. Με το πρώτο της βιβλίο Κάποια νύχτα, ο Μάρκοβιτς (2012) απέσπασε το Βραβείο Σαπίρ Πρωτοεμφανιζόμενης Συγγραφέως. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματά της Αφυπνίζοντας τα λιοντάρια (2014) και Η ψεύτρα και η πόλη (2018), ενώ έχει ήδη ολοκληρώσει και το τέταρτο με τίτλο Από πού θα φανεί ο λύκος. Τα βιβλία της, που ενθουσιάζουν κοινό και κριτικούς, έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δέκα γλώσσες. Η ίδια συμμετέχει σε πολλά κινήματα πολιτών στην πατρίδα της. |
Ώσπου εισβάλει ένα νέο πρόσωπο, ενήλικο αυτή τη φορά, ο 30άρης συνθέτης-τραγουδιστής Αβισάι Μίλνερ. Κάποτε θριαμβευτής ενός πανεθνικού διαγωνισμού όπου τον ψήφισαν πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι, έχει χάσει τελευταία την λάμψη του. Την ώρα που βρίσκεται στο παγωτατζίδικο, του τηλεφωνεί ο ατζέντης του για να του μεταφέρει την απόρριψη μιας ακόμα πρότασής τους για τηλεοπτική εκπομπή. Άλλοι είναι οι ήρωες του κοινού πια, συμπεραίνει εκείνος αγανακτισμένος.
Καθώς η Νοφάρ δεν τον εξυπηρετεί επαρκώς, ούτε καν τον αναγνωρίζει ως διασημότητα, ο νάρκισσος Αβισάι αισθάνεται στο χείλος της ανυπαρξίας. Οπότε, επικαλούμενος την καθυστέρηση στην εξυπηρέτησή του, ξεσπά πάνω της με ακραία γλώσσα. Η κοπέλα πανικοβάλλεται, καταφεύγει στην πίσω αυλή για να κλάψει στην τουαλέτα με την ησυχία της, αλλά ο Αβισάι την ακολουθεί, την αρπάζει απ’ τον ώμο και τότε εκείνη ξεσπάει σε ουρλιαχτά απόγνωσης, όχι τόσο από φόβο, όσο από το συσσωρευμένο βάρος του χαμένου καλοκαιριού και τα ποικίλα πλέγματα που συνοδεύουν την κατάστασή της.
Προστρέχουν σε βοήθειά της οι περίοικοι, καταφτάνει η αστυνομία και ο Αβισάι συλλαμβάνεται κατηγορούμενος για απόπειρα βιασμού. Οι πάντες είναι πεπεισμένοι ότι το αδίκημά του είναι κατά πολύ βαρύτερο της λεκτικής επίθεσης. Η ίδια η Νοφάρ, καθοδηγούμενη από τις επιδέξια διατυπωμένες ερωτήσεις δημοσιογράφων και άλλων που προστρέχουν, δεν διαψεύδει την κοινή γνώμη.
Πανεθινική τηλεοπτική περσόνα
Μόνο ένας ζητιάνος και ένας μοναχικός νεαρός, παρόντες στο επεισόδιο, γνωρίζουν την αλήθεια. Πολύ σύντομα η Νοφάρ μεταβάλλεται σε πανεθνική τηλεοπτική περσόνα. Ως σύμβολο των «καταπιεσμένων γυναικών», εμφανίζεται σε ρεάλιτυ, σε δελτία ειδήσεων και πάνελ με εντρυφείς αναλυτές, όπου παρασύρεται σε μπανάλ νεοφεμινιστικά κηρύγματα. Μακιγιαρισμένη και ενδεδυμένη καταλλήλως για τις ανάγκες των πάνελ, γίνεται αίφνης έως και ελκυστική - χώρια που η τηλεόραση συνιστά αφροδισιακό από μόνη της.
Είναι πλέον δημοφιλέστατη στο σχολείο και αναγνωρίσιμη παντού, οπότε παρασύρεται βολικά στο βάθος του διαρκώς εμπλουτιζόμενου ψέματός της. Φτάνει μάλιστα να προσκληθεί στην Προεδρία της Δημοκρατίας όπου γίνεται η απαραίτητη πολιτική αξιοποίηση του θέματος της βίας κατά των γυναικών, να τραγουδήσει σε εθνικές και άλλες εορτές και να παραγκωνίσει από το κάδρο την δημοφιλέστατη, όμορφη και σέξι αδελφή της που τρώγεται πλέον από τη ζήλια. Θυμίζουν τίποτα όλα αυτά;
Η Νοφάρ αισθάνεται βέβαια περιστασιακές ενοχές και παρορμήσεις να τα εξομολογηθεί όλα στην αστυνομία, όμως εύκολα τις παρακάμπτει καθώς ο νέος της ρόλος είναι ό,τι καλύτερο μπορούσε να της συμβεί. Μάλιστα, σύντομα μπλέκει σε ερωτική σχέση με τον νεαρό εκείνο μάρτυρα του επεισοδίου που γνωρίζει την πλήρη αλήθεια και ο οποίος, σε μια περίεργη νοητική συστροφή, της εκμαιεύει το πρώτο φιλί απειλώντας την ότι αν δεν δεχτεί θα την καταδώσει.
Όχι βέβαια ότι η Νοφάρ έχει αντιρρήσεις για το φιλί, κάθε άλλο μάλιστα. Με διαρκείς ανατροπές και μετατοπίσεις [ίσως υπερβολικά πολλές για την οικονομία του κειμένου] και καθώς νέα πρόσωπα μπαίνουν διαρκώς στο κάδρο, η αφήγηση προχωρεί και γίνεται όλο και πιο περίπλοκη, εν μέσω διερωτήσεων της Νοφάρ, εμπλουτισμού του βιογραφικού της και σταθερής αύξησης της δημοφιλίας της.
Θέλει θάρρος, δουλειά πολλή, και μόνο αν είσαι Εβραίος ή έστω Ισραηλινός πολίτης (και μάλιστα γυναίκα) δικαιούσαι ακόμη και να υπαινιχθείς τις υπερβολές, τις εργαλειοποιήσεις, τις πολιτικές πονηρίες και την συνάδουσα προπαγάνδα χωρίς να θεωρηθείς τουλάχιστον νεοναζί.
Σε κάποιο σημείο, ο ατιμασμένος και ψυχικά καταβαραθρωμένος Αβισάι αποφασίζει να αυτοκτονήσει, αλλά έχει την ψυχραιμία να σχεδιάσει την αυτοχειρία του με θεαματικό τρόπο, κατά τις επιταγές της ακροαματικότητας, - γι αυτό επιλέγει την ακριβή ώρα και το σωστό ώστε να τον παίξουν κατά πώς πρέπει τα δελτία ειδήσεων και τα σόσιαλ μήντια. Ευτυχώς δεν θα το κάνει αποτελεσματικά, αν και θα αφήσει ένα δακρύβρεκτο σημείωμα που ο ίδιος θεωρεί ως το στιχουργικό αριστούργημά του. Σταδιακά πάντως, λίγο μέσω της αδελφής της Νοφάρ, λίγο μέσω του μάρτυρα ζητιάνου, που τον ψαρεύει η ανακρίτρια της υπόθεσης, το μυστικό θα αποκαλυφθεί στους γονείς και σε άλλους εμπλεκόμενους.
Η βλάσφημη εισβολή του Ολοκαυτώματος
Εν μέσω του θορύβου των καναλιών, των κηρυγμάτων περί πολιτικής ορθότητας και της αναδόμησης της καριέρας πολλών και διαφόρων πάνω στα αποκαΐδια του metoo [δημοσιογράφων, πολιτικών, καθηγητριών στο σχολείο κλπ.] εμφανίζεται μια άλλη θεματική γραμμή: η κατεδάφιση της εκμετάλλευσης του Ολοκαυτώματος.
Εδώ πια η συγγραφέας καταλύει τα ιερά και τα όσια του έθνους – απορώ μάλιστα πώς το αποτολμά, παραμένοντας ταυτόχρονα εξαιρετικά δημοφιλής στο Ισραήλ. Θέλει θάρρος, δουλειά πολλή, και μόνο αν είσαι Εβραίος ή έστω Ισραηλινός πολίτης (και μάλιστα γυναίκα) δικαιούσαι ακόμη και να υπαινιχθείς τις υπερβολές, τις εργαλειοποιήσεις, τις πολιτικές πονηρίες και την συνάδουσα προπαγάνδα χωρίς να θεωρηθείς τουλάχιστον νεοναζί.
Η δραματοποίηση του συμβολισμού αυτού γίνεται έξυπνα στο βιβλίο. Μια γιαγιά, αυτόνομη και σ’ ένα βαθμό κυνική, χάνει την καλύτερη φίλη και γειτόνισσά της στο γηροκομείο, όπου έχουν οι δυο τους παρκαρισθεί από τα πολυάσχολα παιδιά τους. Κι ενώ την πενθεί έχοντας διασώσει ως αναμνηστικό το κινητό της τηλέφωνο, εκ παραδρομής της ανακοινώνονται τα οργανωτικά κάποιας πτήσης για την Πολωνία, όπου ένα σχολείο θα επισκεφθεί το Άουσβιτς κατά τον κρατούντα στις μέρες μας τουρισμό μνήμης.
Η νεκρή γυναίκα, επιβιώσασα του Ολοκαυτώματος, θα προσέφερε την προσωπική μαρτυρία της σε παιδιά και καθηγητές ως αποκορύφωμα της εκδρομής. Τον ρόλο αυτό παρασύρεται λοιπόν να τον ενδυθεί η ζωντανή γιαγιά - προελεύσεως ….Μαρόκου, από όπου έχουν μετεγκατασταθεί πολλοί Ισραηλινοί.
Λεπτό χιούμορ
Και το κάνει με αξιαγάπητη επάρκεια, μεταμφιέζοντας πειστικά τις δικές της σκληρές εμπειρίες από την μαροκινή έρημο σε… Ολοκαύτωμα. Κάποια στιγμή εκπλήσσεται που οι μαθητές, τα κορίτσια ειδικά, ιδεολογικώς και τηλεοπτικώς προετοιμασμένα, ξεσπούν σε πρόθυμους λυγμούς πριν καν ξεκινήσει την εξιστόρησή της.
Η εν λόγω υπερήλικη προσκαλείτα ιπλέον και σε σειρά άλλων παρόμοιων εκδρομών ως δήθεν επιβιώσασα της Σοά. Ανάμεσά στις μαθήτριες, σημειωτέον, βρίσκεται και η Νοφάρ, σε μια απόπειρα της συγγραφέως να φανούν οι υποδόριες διαπλοκές των θεματικών γραμμών της πολιτικής ορθότητας. Οι δυο τους αναπτύσσουν μια ιδιαίτερη σχέση και εντέλει η γιαγιά την καθοδηγεί να αφηγηθεί την πλήρη αλήθεια που έχει στο μεταξύ οδηγήσει στην καταστροφή τον Αβισάι Μίλνερ.
Μεγάλη σημασία έχουν το λεπτό χιούμορ και ο καλά κρυμμένος σαρκασμός του πανέξυπνου αυτού βιβλίου που σπάνε κόκκαλα, βεβηλώνοντας ταυτόχρονα τα καθαγιασμένα οστά πολλών και ποικίλων κοινότυπων παραδοχών. Πρόκειται για τις βασικές υποθέσεις εργασίας πίσω από τη ίδρυση του σύγχρονου ισραηλινού κράτους, που μετατρεπόμενες μάλιστα σε ιδεολογία ανατροφοδοτούν την διαιώνιση συγκρούσεων όπως η τρέχουσα στη Λωρίδα της Γάζας, κι αυτό άσχετα από τις ευθύνες της άλλης πλευράς.
Μένεις πάντως να αναρωτιέσαι, όχι χωρίς θαυμασμό, πώς στο Ισραήλ είναι ανεκτός ένας τέτοιος βαθμός κοινωνικής αυτοκριτικής, προσκομίζοντας μάλιστα δάφνες σε αυτήν που την ασκεί. Ζωντανή και ρέουσα είναι για μια ακόμη φορά η μετάφραση της Λουίζας Μιζάν που μας έχει προσφέρει και άλλες καλές μεταφράσεις σπουδαίων Ισραηλινών συγγραφέων, από τον Άμος Οζ ως τον Νταβίντ Γκρόσμαν.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΟΔΙΝΟΣ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο του βιβλίο είναι η συλλογή διηγημάτων «Τα θαύματα του κόσμου» (εκδ. Καστανιώτη).