Για το βιβλίο της Ανί Ερνό [Annie Ernaux] «Η εμμονή» (μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. Μεταίχμιο), μια ιστορία εμμονικής ζήλιας, γραμμένη από την απόσταση των χρόνων που έχουν περάσει.
Γράφει η Διώνη Δημητριάδου
Ό,τι γράφει η Ερνό αφορά ως αρχικό κίνητρο τη δική της ζωή, την επεξεργασία του δικού της παρελθόντος. Επιχειρεί μια αυθεντική επιστροφή στις συνθήκες (αλλά και στη νοοτροπία) που τότε καθόριζαν τη ζωή της, σε προσωπικό επίπεδο, αλλά και σε σχέση με τον κοινωνικό περίγυρο· μια σχέση ισορροπίας ανάμεσα σε αποδοχή και απόρριψη.
Με τον τρόπο αυτό, μοιάζει το παρόν να απουσιάζει –μια συγγραφική κατάκτηση από τις δυσκολότερες– ή, έστω, να υπάρχει ως ενοχή και ως ανάγκη έκφρασης μέσω της γραφής, επιτυγχάνοντας την ποθητή εξιλέωση.
Λιτά αφηγηματικά μέσα
Με τα λιτά αφηγηματικά της μέσα, με τις επιλογές της σε αφηγηματικές τεχνικές, σε γλωσσική μορφή και ύφος, χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις (που θα ήταν ίσως δικαιολογημένες μέσα από τη θεματική της), με τη συγκρατημένη γραφή, όπως αρμόζει σε μνήμες που εγκιβωτίζουν και αποκαλύπτουν θεμελιακές συγκρούσεις, θα μπορούσαμε να πούμε πως «διδάσκει» τον ενδεδειγμένο τρόπο προσέγγισης μιας αυτοβιογραφικής λογοτεχνίας, που δεν υποκρύπτει το προσωπικό βίωμα κάτω από μυθοπλαστικές παραποιήσεις/ωραιοποιήσεις αλλά το παρουσιάζει με ευθεία και συχνά ωμή αναφορά σε αυτό.
Η Ερνό διαμορφώνει το προσωπικό της βίωμα, έτσι που να εκβάλλει στις ζωές όλων μας, αρχικά με τη αυθεντικότητα του ιδιωτικού βίου, στον οποίο μας επιτρέπει την παρείσφρηση, αλλά κατόπιν ως κοινωνικό σχόλιο.
Διαμορφώνει το προσωπικό της βίωμα, έτσι που να εκβάλλει στις ζωές όλων μας, αρχικά με τη αυθεντικότητα του ιδιωτικού βίου, στον οποίο μας επιτρέπει την παρείσφρηση, αλλά κατόπιν ως κοινωνικό σχόλιο που αφορά και αγκαλιάζει ομοειδείς περιπτώσεις.
Ανατέμνοντας τα γεγονότα που καθόρισαν τη δική της πορεία, επεκτείνει τη σημασία τους συνεκτιμώντας τις κοινωνικές συνθήκες καθώς και, κυρίως, το ήθος των προσώπων και τις νοοτροπίες που επέδρασαν (αλλά και διαχρονικά εν πολλοίς επιδρούν ακόμη) διαμορφώνοντας το πλαίσιο για τις συγκεκριμένες συμπεριφορές. αποτελώντας μια καταγραφή εποχής, με γεγονότα, πρόσωπα, ατμόσφαιρα και νοοτροπίες.
Μείξη του ατομικού με το κοινωνικό, ώστε να αποκαλύπτεται αφενός η αμφίδρομη σχέση που τα διέπει, αφετέρου η ικανότητα της γραφής, εκκινώντας από την προσωπική, ιδιωτικής σημασίας, μνήμη, να φθάνει στη διατύπωση σημαντικού κοινωνικού σχολιασμού.
Η Ανί Ερνώ, σήμερα. Φωτογραφία: © Βettina Pittaluga. |
Πραγματικό γεγονός
Κάτω από αυτό το πρίσμα, μπορούμε να πούμε ότι κάθε βιβλίο της αφορά ένα πραγματικό γεγονός της ζωής της, που αξίζει να αποτυπωθεί στη γραφή (ίσως ως μια ανάγκη αναμέτρησης με το παρελθόν), και κατόπιν, με τη μορφή συντελεσμένου πλέον συγγραφικού έργου, συνιστά έναν «κοινό τόπο» για όλους εμάς τους αποδέκτες της γραφής της – τόπο κοινής οπτικής, παρόμοιας ή κοινής ίσως μνήμης, εν τέλει τόπο κοινού προβληματισμού. Μια γραφή που, όσο διαφέρει ως μορφή από την κλασική μυθοπλασία, τόσο την προσεγγίζει επιδραστικά ως ουσιαστικό περιεχόμενο.
Η Εμμονή, εστιάζει σε μια ακραία συνθήκη ζήλειας, την οποία βίωσε η Ερνό, όταν μετά από σχέση έξι χρόνων (που διέλυσε με δική της πρωτοβουλία) δεν μπόρεσε να διαχειριστεί την επιλογή του πρώην συντρόφου της να συζήσει με μια άλλη γυναίκα.
Η Εμμονή (μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. Μεταίχμιο) εστιάζει σε μια ακραία συνθήκη ζήλειας την οποία βίωσε η Ερνό, όταν μετά από σχέση έξι χρόνων (που διέλυσε με δική της πρωτοβουλία) δεν μπόρεσε να διαχειριστεί την επιλογή του πρώην συντρόφου της να συζήσει με μια άλλη γυναίκα. Χωρίς να γνωρίζει ποια ήταν αυτή η γυναίκα, νόμιζε πως τη συναντούσε παντού, την είχε στοιχειώσει η «άυλη» παρουσία της.
Με τη λογική κατανοούσε πως δεν είχε το παραμικρό δικαίωμα επάνω στη ζωή του και στις επιλογές του, ωστόσο το θυμικό της αδυνατούσε να συμβιβαστεί με τη νέα πραγματικότητα. Η Ερνό, επιστρέφοντας στις τότε συνθήκες, περιγράφει αλλά και αισθάνεται ξανά όλα τα στάδια από τα οποία πέρασε, μέχρι να απελευθερωθεί από αυτή την κατάσταση ηθελημένου «εγκλεισμού» στην εμμονή της, που δεν την άφηνε να ζει μια φυσιολογική ζωή.
Ειλικρινής αποτύπωση
Όπως και στα άλλα της βιβλία, έτσι κι εδώ, όσο κι αν προέχει το προσωπικό της βίωμα, κατανοείς πως εμμέσως απευθύνει τον λόγο στους άγνωστους ανθρώπους που πιθανόν θα ιδιοποιηθούν τη δική της εμπειρία.
Μια συνειδητή γραφή, ειλικρινής απέναντι στον εαυτό της ως προς την αποτύπωση του βιώματος αλλά και απέναντι στον αποδέκτη της που εν δυνάμει ταυτίζεται μαζί της, καθώς γράφοντας έχει την επίγνωση πως του «ανοίγει» το τοπίο, τη θέα τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.
Μετατρέπει, εν προκειμένω, τη δική της ζήλεια σε φαινόμενο ζήλειας. Αναλύοντας τον εαυτό της απέναντι σ’ αυτό το ψυχοφθόρο μα και παράλογο συναίσθημα, στην ουσία μιλά για μια κατάσταση (ίσως αναπόφευκτη) των σχέσεων.
Είναι ο τρόπος που έχει να καθιστά ενδιαφέρον ένα γεγονός της ζωής της, που ίσως κάτω από διαφορετικές συνθήκες, δεν θα ενδιέφερε κανέναν άλλο εκτός από την ίδια. Εύγλωττο το εξώφυλλο του βιβλίου, με τον καθρέφτη στη θέση του προσώπου.
Χρειάζεται, νομίζω, μια ιδιαίτερη μνεία στη μετάφραση του βιβλίου (στην ουσία το σχόλιο αφορά όλα τα βιβλία της Ernaux, μεταφρασμένα από τη Ρίτα Κολαΐτη).
Η λιτότητα των αφηγηματικών μέσων δεν συνεπάγεται και ευκολία στην απόδοση της γραφής αυτής σε άλλη γλώσσα.
Ίσα ίσα, πρέπει ο μεταφραστής να εννοήσει πίσω από την απλή λέξη το βαθύτερο νόημα, προκειμένου να μην «προδώσει» τη συγγραφική πρόθεση, και αυτό το έχει επιτύχει στην εντέλεια η ικανή μεταφράστρια.
Το κείμενο στην ελληνική του απόδοση «μιλάει» στη γλώσσα μας, γι’ αυτό και εύκολα μπορούμε να εισχωρήσουμε ως «παρείσακτοι» αρχικά στο ξένο βίωμα, κι όμως να το νιώσουμε δικό μας.'
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας. Το νέο της βιβλίο, η νουβέλα «Θηρίο ή Θεός» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΑΩ.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Γράφω σημαίνει, πρωτίστως, ότι δεν είμαι ορατή από κανέναν. Άλλοτε, μου φαινόταν αδιανόητο, φρικτό, το να προσφέρω το πρόσωπό μου, το βλέμμα μου, τη φωνή μου –οτιδήποτε συνιστούσε την ιδιαιτερότητα της ύπαρξής μου– στο βλέμμα του οποιουδήποτε στην κατάσταση συντριβής και εγκατάλειψης όπου βρισκόμουν, ενώ σήμερα δεν νιώθω καμιά ντροπή, ούτε καμιά πρόκληση στο να εκθέσω και να εξερευνήσω την εμμονή μου. Για να πω την αλήθεια, δεν νιώθω απολύτως τίποτα. Προσπαθώ απλώς να περιγράψω το φαντασιακό και τη συμπεριφορά αυτής της ζήλιας που ρίζωσε μέσα μου, να μετατρέψω το ατομικό και το ενδόμυχο σε μια ευαίσθητη και καταληπτή ουσία την οποία άγνωστοι άνθρωποι, άυλοι τη στιγμή που γράφω, ίσως να την ιδιοποιηθούν. Δεν είναι πια η δική μου επιθυμία, η δική μου ζήλια, σε αυτές τι σελίδες, είναι, η επιθυμία, η ζήλια· δουλεύω αόρατη». (σσ. 40-41).