Για το μυθιστόρημα της Γιούλι Τσε [Juli Zeh] «Περί ανθρώπων» (μτφρ. Απόστολος Στραγαλινός, εκδ. Μεταίχμιο). Κεντρική εικόνα: Στιγμιότυπο από την ταινία «Her».
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Βεβαιότητες… Ποτέ δεν βρίσκονταν σε έλλειψη όσο σήμερα. Ποτέ ξανά οι δυτικές κοινωνίες, βουτημένες σε μια χαυνωτική ευωχία, δεν είδαν το κενό νοήματος να φέγγει εμπρός τους αδυνατώντας να του προσδώσουν την ισχύ ενός κάποιου σταθερού μηνύματος κινδύνου. Κοινώς: παραδέρνουμε.
Η εννοιοκρατία της Ευρώπης, πάνω στην οποία στήριξε το οικοδόμημα και την ένωσή της, στη λογική ότι δεν έχει να διαχειριστεί μόνο ιδέες, αλλά και επείγουσες καθημερινότητες, άρχισε να ολισθαίνει τα τελευταία χρόνια. Αυτό ήταν ένα πλήγμα στην ανωτερότητά της. Δεν συνέβησαν και λίγα, ας μην το ξεχνάμε. Οικονομική κρίση, άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων και πανδημία. Τούτο το σιμπίλημα αλληλοτροφοδοτούμενων –και συνάμα διαλυτικών– αντιφάσεων (από τη μια η άνεση κι από την άλλη το ξεβόλεμα) δημιούργησαν ατομικότητες που έχασαν ξαφνικά το κέντρο βάρους τους. Χάθηκαν μέσα στις προσδοκίες τους.
Η πρωταγωνίστρια στο μυθιστόρημα της Γιούλι Τσε Περί ανθρώπων (μτφρ. Απόστολος Στραγαλινός, εκδ. Μεταίχμιο) είναι μια τέτοια περίπτωση. Bγαλμένη από τη μήτρα της Generation Y, η 36χρονη Ντόρα είναι διαφημίστρια και μάλιστα αρκετά αποδοτική.
Προδιαγεγραμμένη πορεία
Ζει στο πολύβουο Βερολίνο, συζεί με τον Ρόμπερτ που είναι ένας μαχητικός δημοσιογράφος, με τον πατέρα της (εξέχων γιατρός) έχει ελάχιστες έως τυπικές σχέσεις, ενώ τη μητέρα της την έχασε νωρίς. Μια ζωή τυπικής ευημερίας που δεν έχει ούτε μεγάλες ταλαντώσεις ούτε και προσδοκίες που θα καταφέρουν να ξεφύγουν από μια προδιαγεγραμμένη πορεία.
Εως τη στιγμή που ενσκήπτει η πανδημία κι όλες οι μέχρι πρότινος δεδομένες σταθερές αρχίζουν να χαίνουν ωσάν βουερό κενό κάτω από τα πόδια της. Αίφνης, η άδεια πόλη της φαίνεται κάτι ολότελα εξωπραγματικό. Αρχικά αισθάνεται ελεύθερη που θα πρέπει να δουλεύει από το σπίτι, έως τη στιγμή που η βολή του διαμερίσματος την περισφίγγει. Η σχέση με τον Ρόμπερτ πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Εκείνος γίνεται εμμονικός με την κλιματική κρίση, τον βεγκανισμό και την πιστή τήρηση των lockdowns. Δεν υπάρχει, πλέον, σταθερό σημείο συνάντησης ανάμεσά τους.
Και τότε, σαν να κάνει βουτιά στο τίποτα που μπορεί να της προσφέρει κάτι, αποφασίζει να φύγει από την πόλη και να πάει να ζήσει στο Μπράκεν, μια κοινότητα στο κρατίδιο του Βραδενβούργου. Είναι μια τυπική φυγάς της μεγαλούπολης που αποζητάει επιμόνως να βρει ένα νόημα στην α-νόητη ζωή της.
Ο κύκλος των ανθρώπων
Το μυθιστόρημα αποκτάει «σώμα» από αυτό εδώ το σημείο διότι η κοινωνική ματιά της Τσε, (σύγχρονη, νευρώδης, αλλά και δίχως αξιωματικές αλήθειες) είναι που αποθέτει στην πλοκή ένα «όλον» στο μερικό των ηρώων της. Πρώτο προανάκρουσμα ότι η Ντόρα εισήλθε σε μια επικράτεια ολότελα ξένη δεν είναι ότι θα πρέπει να γίνει αγρότισσα, με κήπο και ζαρζαβατικά. Ούτε ότι άφησε πίσω της τη βουή και τη μανία της μεγαλούπολης προς χάρη της ησυχίας του τοπίου, της ραστώνης της φύσης και του ανεμόδαρτου καιρού. Ολα αυτά είναι γνωστά και εν πολλοίς αναμενόμενα.
Είναι οι άνθρωποι που την περιτριγυρίζουν. Αυτοί είναι που διαμορφώνουν αλλότροπα την εσωτερική της εικόνα. Βιώνει την ξενότητα ή την αμφιβολία των ντόπιων, την ίδια στιγμή που η ίδια έρχεται σε πρώτη επαφή με τον «ναζί του χωριού» και, μάλιστα, γείτονά της.
Ο Γκότε κουβαλάει πάνω του όλα τα στερεότυπα που μπορεί να προσδώσει κάποιος σε έναν νεοναζί. Είναι μπρουτάλ, απομονωμένος από τους υπόλοιπους (ζει σε ένα άθλιο τροχόσπιτο), του αρέσει να τσακώνεται συνεχώς και δεν ντρέπεται να δηλώσει ευθέως τις πολιτικές του απόψεις. Παράλληλα, δε, κουβαλάει και μια καταδίκη από προηγούμενο ξυλοδαρμό (αν και ο ίδιος επιμένει πως δεν συμμετείχε).
Είναι, άραγε, η επιφάνεια των κοινωνικών πραγμάτων αρραγής; Είναι ο επελαύνων δικαιωματισμός των ημερών μας η κολυμβήθρα του Σιλωάμ;
Είναι, άραγε, η επιφάνεια των κοινωνικών πραγμάτων αρραγής; Είναι ο επελαύνων δικαιωματισμός των ημερών μας η κολυμβήθρα του Σιλωάμ; Στο μικρό Μπράκεν όπου ο καθένας γνωρίζει τον άλλον, ζει και ένα ζευγάρι ομοφυλόφιλων που βρίσκονται συνεχώς σε σύγκρουση με τον Γκότε, ενώ τριγύρω οι κατά τ’ άλλα φιλήσυχοι κάτοικοι δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό να ψηφίζουν το AfD (το ακροδεξιό κόμμα της Γερμανίας), να διαλαλούν την απέχθειά τους προς τους πρωτευουσιάνους και να θεωρούν πως η κεντρική διοίκηση τους έχει ολότελα ξεχάσει.
Η Γιούλι Τσε (Juli Zeh, 1974) σπούδασε νομικά στο Πασάου και τη Λειψία και ολοκλήρωσε το διδακτορικό της στο Ευρωπαϊκό και το Διεθνές δίκαιο. Πρωτοεμφανίστηκε στον χώρο της λογοτεχνίας με το διεθνές μπεστ σέλερ Adler und Engel (Αετοί και άγγελοι, μτφρ. Χρύσανθος Βαλασιάδης, εκδ. Opus Magnum). Έκτοτε τα μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί σε 35 γλώσσες και έχει λάβει πολλές διακρίσεις για το έργο της – μεταξύ άλλων το βραβείο Carl Amery και το βραβείο Thomas Mann. Θεωρείται μια από τις πιο επιτυχημένες και ολοκληρωμένες γερμανίδες συγγραφείς της εποχής μας και παρά το νεαρό της ηλικίας της το όνομά της είναι εδραιωμένο στα γερμανικά γράμματα. |
Πάλι, όμως, η Τσε παίζει με τις αβεβαιότητες θέλοντας να καταδείξει πως οι ρηγματώσεις της κοινωνικής εικόνας μιας ομάδας ή ενός ατόμου είναι μεν ανεπαίσθητες, αλλά συμβαίνουν. Ο Γκότε δεν είναι αυτό ακριβώς που φανταζόμαστε. Ισως στο περίπου (sic): όσο θέλει εκείνος να συντηρήσει την εικόνα του σκληροτράχηλου.
Με κάποιο τρόπο, μέρα με τη μέρα, έρχεται πιο κοντά με την Ντόρα. Βοηθούν το καλότροπο σκυλί της Ντόρας και η μικρή κόρη του Γκότε (έχει χωρίσει με τη γυναίκα του που τους παράτησε) που τους δίνουν ένα πάτημα να βρίσκονται μαζί, έστω κι αν τους χωρίζει ένας φράχτης ή αν ανταλλάσουν απόψεις, ενόσω καπνίζουν ένα τελευταίο τσιγάρο έξω στη φύση λίγο πριν κοιμηθούν.
Να που η Τσε θέτει ένα καίριο –και άκρως σημερινό– ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί ακόμη από τις δυτικές κοινωνίες. Είναι όλα όπως φαίνονται; Δεν υπάρχουν χρωματικές διαστρωματώσεις ανάμεσα στο απόλυτα λευκό και το απόλυτα μαύρο; Μήπως όταν μιλάμε περί ανθρώπων οφείλουμε να βάζουμε στην εξίσωση τον απρόβλεπτο παράγοντα της ανθρωπινότητάς τους;
Σαρκαστική διάθεση
Το κείμενο σκάβει τη σύμβαση με την ενίοτε σαρκαστική του διάθεση και με την πρόθεση να διαλύσει τις προκαταλήψεις, να παίξει με τους εξορθολογισμούς και τις έωλες προσδοκίες που ελάχιστη σχέση έχουν με την σφύζουσα και πολυδαίδαλη πραγματικότητα του σήμερα.
Δεν προσφέρει άλλοθι στον Γκότε, δεν ρίχνει πάνω του ένα φως μέσα στο σκοτάδι του. Ωστόσο, μας αφήνει να δούμε όλες τις πτυχές του. Κάθε φωτεινό σημείο έχει κι ένα σκοτεινό σημείο και τανάπαλιν, ας μην το ξεχνάμε αυτό.
Το γράψιμο της Τσε είναι ήρεμο, θα το έλεγες και επιδεικτικά επίπεδο, θέλοντας έτσι, με την αρμόζουσα αποστασιοποίηση, να δει τη μεγάλη εικόνα.
Το γράψιμο της Τσε είναι ήρεμο, θα το έλεγες και επιδεικτικά επίπεδο, θέλοντας έτσι, με την αρμόζουσα αποστασιοποίηση, να δει τη μεγάλη εικόνα που δεν είναι μόνο το δίπολο Ντόρα-Γκότε, αλλά αυτό που αναπτύσσεται στις μέρες μας: το αίτημα για ανεκτικότητα, αποδοχή και συμπερίληψη. Οταν ο Γκότε θα διαγνωστεί με όγκο στο κεφάλι, η οικιεότητα με την Ντόρα θα πάρει τον χαρακτήρα επείγοντος που δεν θέλει να φαίνεται ως τέτοιο. Πάντα οι στερεοτυπικές απόψεις που κουβαλούν και οι δύο τους κρατάνε σε μια λελογισμένη απόσταση.
Η Ντόρα χάνει τη δουλειά της, ο πατέρας της έρχεται να κουράρει τον Γκότε, ενώ το χωριό αποφασίζει να στήσει ένα πανηγύρι για τον Γκότε (ποιος να το περίμενε;) και, γενικώς, όλα ακολουθούν μια μη προδιαγραμμένη πορεία. Οπως συμβαίνει στη ζωή που δεν μας εγγυάται τίποτα, ενώ έχει σκοπό να μας εκπλήσσει συνεχώς (συνήθως όχι ευχάριστα).
Το τέλος του μυθιοστορήματος κρύβει μια αναγκαία απομάγευση. Αναγκαία με την έννοια ότι φέρνει στην επιφάνεια το μέτρο των πραγμάτων που είναι ο άνθρωπος με όλα τα κενά, τα ολισθήματα, τα λάθη και τα πάθη του. Τι να το κάνεις το ευτυχές ή το οριστικό τέλος όταν όλα μοιάζουν με κινούμενη άμμο;
Δεν ξέρω αν το συγκεκριμένο μυθιστόρημα θα περάσει στα «ψιλά», αν δεν θα συζητηθεί επαρκώς, αν άλλα, πιο φανταχτερά αναγνώσματα, θα το υποσκελίσουν.
Όλα αυτά είναι πολύ πιθανά. Φρονώ, όμως, πως είναι ένα σημερινό μυθιστόρημα που δεν φοβάται να αναπτύξει την προβληματική των ημερών μας (ανισότητες, Μεταναστευτικό, άνοδος της ακροδεξιάς, δικαιωματισμός) με ευθύ και αδογμάτισμο τρόπο.
Τέτοια δείγματα ανάλυσης (όχι μόνο στη λογοτεχνία) δεν τα βρίσκεις εύκολα στις μέρες μας. Ακρως λειτουργική και στο σωστό ρυθμό είναι η μετάφραση του Απόστολου Στραγαλινού.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Τα πάντα γύρω από την Ντόρα είναι θολά, το περίγραμμα των γεγονότων, όπως ακριβώς το περίγραμμα του σπιτιού. Ακόμα και ο Γιόγιο έχει ταιριάξει χωρίς πρόβλημα στο χώρο. Χρησιμοποιεί το μπάνιο σαν κάτι το αυτονόητο, παίρνει ακόμα μια μπίρα χωρίς να ρωτήσει, επειδή το Μπράκεν δεν είναι το κατάλληλο μέρος για να πιει κρασί, και γεμίζει μάλιστα και το δοχείο νερού της Γιόχεν. Νιώθει τόσο καλά στο καινούργιο σπίτι της Ντόρας, η οποία δεν ξέρει καν ακόμη αν είναι το σπιτικό της, και το δείχνει. Την τελευταία φορά δεν είχε δει το σπίτι από μέσα. Τώρα θαυμάζει τις φαρδιές σανίδες, επαινεί τη μινιμαλιστική επίπλωση των χώρων, την καλή δομή του κτίσματος, καθώς και το γεγονός ότι επιτρέπεται να καπνίσει στην κουζίνα».