Για τη νουβέλα του Νίκου Παναγιωτόπουλου «Ολομόναχος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
«Αυτοβιογραφική προφητεία», ο υπότιτλος. Άλλη μια αυτοβιογραφία; Και τι οδηγεί σ’ αυτές; Είναι η περιέργεια του αναγνώστη να μαθαίνει αληθινές ιστορίες; Ή είναι ο ναρκισσισμός του συγγραφέα που πιστεύει ότι η ζωή του έχει να δείξει σημαντικά γεγονότα τα οποία αξίζει να μετατραπούν σε κείμενο; Στον καιρό όμως του διαδικτύου η έκθεση στο χαρτί κι η εξιστόρηση –έστω και σε πρώτο πρόσωπο– της πορείας του βίου φαντάζει αδιάφορη και γραμματολογικά κουτσομπολίστικη. Προς τι, λοιπόν, μια ακόμα αυτοβιογραφία;
Η φυλάκιση και οι λόγοι που έφεραν τον Αλέξανδρο Παναγιωτόπουλο σ’ αυτή τη δυσχερή θέση, η αδικία που αισθανόταν αυτός ότι έγινε γενικά στη ζωή του, τα περιστατικά που σημάδεψαν την ψυχοσύνθεσή του κι έμμεσα του έκοψαν τα φτερά αποτελούν τα αποκαλυφθέντα συν τω χρόνω αίτια για τη στάση του απέναντι στον γιο του Νίκο.
Σε μια (μυθιστορηματική) αυτοβιογραφία, το βάρος πλέον δεν πέφτει στα γεγονότα αυτά καθαυτά, αλλά στη στάση του αφηγητή απέναντί τους. Δεν είναι η ζωή του που μας ενδιαφέρει, αλλά η τοποθέτηση του υποκειμένου που έζησε τα συμβάντα και στη συνείδησή του αυτά μετατράπηκαν σε γεγονότα, όχι ίσως ιστορικής αξίας αλλά συγκινησιακής· κι όχι απλώς της συγκίνησης που απορρέει από το βίωμα, αλλά του προβληματισμού για την κοινωνία και την ταυτότητα που είναι ζήτημα της εποχής μας. Πρόκειται δηλαδή για μια αναζήτηση της αυτογνωσίας, χρήσιμης και για τον αναγνώστη, ο οποίος διά της αυτοπροσωπογραφίας του συγγραφέα βλέπει επαγωγικά τον άνθρωπο.
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος –ευτυχώς– δεν διατρέχει όλη του τη ζωή. Ούτως ή άλλως στις εκατό σελίδες του τομίδιου θα ήταν άσκοπο να το κάνει. Μιλά ωστόσο για τη γνωριμία και τον γάμο των γονιών του, αναφέρει κάτι λίγα για τα παιδικά του χρόνια, φτάνει ώς τον θάνατο του πατέρα του, πισωγυρίζει στην οικογενειακή ζωή, περνά βιαστικά τα έργα που ο ίδιος έγραψε... Ευτυχώς, ξαναλέω, δεν τον ενδιαφέρει να αφηγηθεί όλη τη ζωή του, κάτι που μάλλον κι ο ίδιος θα το θεωρούσε άσκοπο. Αλλά επιλέγει να μας πει όσα περιστατικά σχετίζονται καταρχάς με τον θάνατο του πατέρα του, αλλά κατά βάθος με τη σχέση που είχαν συνάψει πατέρας και γιος μέχρι τη μοιραία αναχώρηση του πρώτου. Σκόρπια στοιχεία είχαμε δει και στα διηγήματά της συλλογής Γραφικός χαρακτήρας (εκδ. Μεταίχμιο).
Εδώ όμως ο Νίκος Παναγιωτόπουλος επιχειρεί να «προφητεύσει» το μέλλον, αναλογιζόμενος το παρελθόν. Ας ξεκινήσουμε χρονικά, αφού η ζωή του πατέρα, όπως την ανασυνθέτει ο πενθών γιος, αποκαλύπτει ότι ήταν ένας φυσιολογικός άνθρωπος, που έζησε κι έπαθε πολλά, τα περισσότερα συνηθισμένα για την εποχή, αλλά πέρασε και δύο χρόνια στη φυλακή, γεγονός που χάθηκε στα αζήτητα της πατρικής προϊστορίας. Η φυλάκιση και οι λόγοι που έφεραν τον Αλέξανδρο Παναγιωτόπουλο σ’ αυτή τη δυσχερή θέση, η αδικία που αισθανόταν αυτός ότι έγινε γενικά στη ζωή του, τα περιστατικά που σημάδεψαν την ψυχοσύνθεσή του κι έμμεσα του έκοψαν τα φτερά αποτελούν τα αποκαλυφθέντα συν τω χρόνω αίτια για τη στάση του απέναντι στον γιο του Νίκο. Δεν είναι σίγουρο ότι πρόκειται για κάτι ακραίο· υπονοούνται, ωστόσο, αχώνευτα απωθημένα που μετουσιώθηκαν σε καταπίεση, ίσως μια καταπίεση χωρίς ακρότητες, τόσο όμως πνιγηρή ώστε να ωθήσει τον γιο σε μια υποσυνείδητα ενστικτώδη ανταρσία. Μια αυτοβιογραφία, λοιπόν, που γίνεται ψυχανάλυση και αυτοψυχανάλυση, έρχεται –τώρα που ο πατέρας έχει αποβιώσει– ως απάντηση στα αναπάντητα ώς τη στιγμή τούτη ερωτήματα του γιου.
Μια κόκκινη γραμμή συνδέει διαδοχικά τις γενιές, όπως η δερματική λεύκη συνδέει τον Νίκο με τη μητέρα του, ένα είδος πατρικής μοίρας που στέκεται σαν ασφυκτική σκιά πάνω από τον γιο. Κι όσο κι αν ο τελευταίος θέλει να ξεφύγει από αυτό το κληρονομικό πεπρωμένο, αυτό εμφανίζεται σταθερά, ασυναίσθητα κι ενοχλητικά.
Ο αφηγητής κατηγορεί τον πατέρα του επειδή τον άφησε ολομόναχο να παλεύει με τους δαίμονές του. Και του φόρτωσε κι άλλους. Σταδιακά, βέβαια, συνειδητοποιεί ότι το ίδιο «κακός» πατέρας θα είναι κι αυτός για τον συνονόματο με τον παππού γιο του! Μια κόκκινη γραμμή συνδέει διαδοχικά τις γενιές, όπως η δερματική λεύκη συνδέει τον Νίκο με τη μητέρα του, ένα είδος πατρικής μοίρας που στέκεται σαν ασφυκτική σκιά πάνω από τον γιο. Κι όσο κι αν ο τελευταίος θέλει να ξεφύγει από αυτό το κληρονομικό πεπρωμένο, αυτό εμφανίζεται σταθερά, ασυναίσθητα κι ενοχλητικά. Συνεπώς, ο προβληματισμός του λογοτέχνη είναι πόσο χαραγμένη στο DNA μας είναι (ή όχι) η μοίρα των γονιών μας –εν προκειμένω του πατέρα–, που κληροδοτείται από γενιά σε γενιά και σαν κατάρα επαναλαμβάνεται στον γιο όταν ο ίδιος γίνει πατέρας. Ολομόναχος ο πατέρας λόγω των προσωπικών δαιμόνων του, ολομόναχος κι ο γιος λόγω της ίδιας μοίρας.
Τελικά, η μικρή αυτοβιογραφία γίνεται σύντομη βιογραφία του πατέρα, με δόσεις οιδιπόδειου μίσους, αλλά και με διάθεση να καταλάβει ο γιος το τραύμα που κληρονομείται και σ’ εκείνον. Η προσέγγιση του πατέρα απηχεί πάντα τον Οιδίποδα να σκέφτεται την αδικία που του έκανε ο Λάιος και γι’ αυτό αυτή η σχέση επαναλαμβάνεται σε παραλλαγές ανά τους αιώνες. Πρόκειται λοιπόν για ένα βιβλίο το οποίο ξαναβλέπει τη σχέση αυτή κι αξίζει να διαβαστεί, γιατί τα γεγονότα που παρουσιάζονται φτάνουν σε ένα οριακό σημείο βρασμού και τελικά γίνονται «Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα».
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ