Για το μυθιστόρημα του Τζόζεφ Κόνραντ [Joseph Conrad] «Τύχη» (μτφρ. Μιχάλης Παπαντωνόπουλος, εκδ. Gutenberg).
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
Ας ξεκινήσω με μια μικρή εισαγωγή απαραίτητη τόσο για την κατανόηση της αισθητικής του Κόνραντ όσο και της Τύχης ειδικότερα. Λίγοι φαίνεται να αναγνωρίζουν πλέον πόσο μεγάλο ρόλο έπαιξε η φιλοσοφία του Σοπενχάουερ στη διαμόρφωση της σκέψης και συνακόλουθα στο έργο των μεγάλων Μοντερνιστών συγγραφέων στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο Κόνραντ, ο Χάρντι, ο Μαν και ο Τολστόι, μεταξύ άλλων, επηρεάστηκαν από τη σκέψη του Γερμανού φιλοσόφου, εντάσσοντάς την πεσιμιστική του οπτική σχετικά με τα ανθρώπινα στη μυθοπλασία τους.
Η έννοια της βούλησης ως καθοριστικής αρχής, η οποία υποτάσσει στις ανάγκες της τον Λόγο («δεινοπαθών υπηρέτης της βούλησης») και η ανάδειξη του γεγονότος πως δεν ζούμε όπως «ελεύθερα επιλέγουμε» αλλά βάσει των βασικών σωματικών αναγκών όπως ο φόβος, η πείνα και κυρίως η σεξουαλικότητα, αποτελούν βασικούς πυλώνες της σκέψης του.
Η δύναμη της βούλησης
Το αβίαστο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι ο κόσμος δεν μπορεί ποτέ να είναι γνώσιμος παρά μόνο μέσω των φαινομένων που προσφέρει η εμπειρία μας κι επομένως το ελεύθερο και συνειδητό άτομο κατά τα δόγματα του Χριστιανισμού και του Διαφωτισμού αποτελεί πλάνη, αποκρύπτοντας αυτό που όντως είμαστε. Ήδη πατάμε γερά στον κόσμο που έπλασε ο Κόνραντ.
Εφόσον η βούληση αποτελεί σκόπιμη δραστηριότητα, έστω μη απαραίτητα συνειδητή, δεδομένου ότι υποτάσσεται όπως είπαμε στις ζωώδεις ανάγκες μας, έρχεται συχνά σε δυναμική αντιπαράθεση με τη βούληση των άλλων ανθρώπων που εμφορούνται από παρόμοια κίνητρα, καθώς και με έναν ακόμα αστάθμητο παράγοντα, μια απαθή δύναμη που φαίνεται να ακυρώνει τη σημασία της ανθρώπινης δράσης: την τύχη.
Προφανώς, ένα έργο μυθοπλασίας είναι πολλά περισσότερα από τις εσωκλειόμενες ιδέες και θεματικές του, καθότι έργο επινόησης, με χαρακτήρες, πλοκή και ιδιαίτερο αφηγηματικό ύφος που το καθιστά επιτυχές ή όχι, ανεξάρτητα από το «τι θέλει να πει».
Και αυτή θα μπορούσε κάποιος να πει ότι είναι η κεντρική ιδέα του ανά χείρας μυθιστορήματος, στην οποία θα επανέλθω στη συνέχεια. Προφανώς, ένα έργο μυθοπλασίας είναι πολλά περισσότερα από τις εσωκλειόμενες ιδέες και θεματικές του, καθότι έργο επινόησης, με χαρακτήρες, πλοκή και ιδιαίτερο αφηγηματικό ύφος που το καθιστά επιτυχές ή όχι, ανεξάρτητα από το «τι θέλει να πει». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η Τύχη θεωρείται το πλέον επιτυχημένο εμπορικά μυθιστόρημα του Κόνραντ, το οποίο δεν διαδραματίζεται στο αγαπημένο θαλάσσιο περιβάλλον του συγγραφέα και δεν είναι «ναυτική περιπέτεια», αλλά τρόπον τινά αισθηματική ιστορία, τουλάχιστον εκ πρώτης.
Το βιβλίο, σε εξαιρετική μετάφραση του Μ. Παπαντωνόπουλου, χωρίζεται σε δύο μέρη («η Δεσποσύνη», «ο Ιππότης»). Η Φλόρα Ντε Μπαράλ και ο Πλοίαρχος Άντονι είναι οι πρωταγωνιστές και στο έργο περιγράφεται η σχέση τους από τα αρχικά στάδια της γνωριμίας ως ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο.
Ο ανώνυμος αφηγητής
Το ενδιαφέρον εδώ έγκειται στον τρόπο που ο συγγραφέας έχει διαρθρώσει το κείμενο, καθώς τα ηνία της αφήγησης έχει αναλάβει ένας ανώνυμος άντρας, φίλος του Μάρλοου (γνωστού μας από άλλα έργα του Κόνραντ, όπως η Καρδιά του σκότους). Ο ανώνυμος μεταφέρει μεγάλα αποσπάσματα κειμένου τόσο από τον Μάρλοου όσο κι από άλλον άνδρα, τον Πάουελ, ανθυποπλοίαρχο στο Φερντέιλ (πλοίο στο οποίο είναι πλοίαρχος ο Άντονι), κάτι που τον καθιστά ουσιώδη μάρτυρα σε όλα όσα λαμβάνουν χώρα κατά τη διήγηση.
Και μόνο αυτή η συγκεχυμένη επιλογή παραπάνω από ενός αφηγητές, όπου ο ένας δίνει τη θέση του στον άλλον, αποτελεί αιτία σύγχυσης για τον ανύποπτο αναγνώστη που αναμένει μια στρωτή ρομαντική ιστορία. Ο μοντερνισμός του Κόνραντ διαρρηγνύει εξαρχής τη συναίνεση, αναγκάζοντας τον αναγνώστη να λοξοκοιτάζει συνεχώς προς τα πίσω για το ποιος λέει τι, μη αφήνοντάς τον να αφεθεί παθητικά στην εξιστόρηση των γεγονότων. Τα αλλεπάλληλα αφηγηματικά στρώματα φέρνουν συνεχώς στο προσκήνιο την υποκειμενική οπτική των αφηγητών, ιδίως βέβαια του κεντρικού αφηγητή Μάρλοου, ο οποίος είναι ως γνωστόν φερέφωνο του ίδιου του συγγραφέα.
Η πρόθεση του Κόνραντ είναι να μετατρέψει μια κατά τα άλλα απλή ιστορία συνάντησης και ρομαντικής σχέσης μιας άτυχης κοπέλας με έναν ιππότη-ναυτικό που εμφανίζεται ως σωτήρας της, σε έργο τέχνης.
Το πολυπρισματικό αφηγηματικό παιχνίδι του Κόνραντ έχει σαφή πρόθεση αλλά αμφιλεγόμενο αποτέλεσμα. Η πρόθεσή του είναι να μετατρέψει μια κατά τα άλλα απλή ιστορία συνάντησης και ρομαντικής σχέσης μιας άτυχης κοπέλας με έναν ιππότη-ναυτικό που εμφανίζεται ως σωτήρας της, σε έργο τέχνης, όπου οι χαρακτήρες περιγράφονται, υποστασιοποιούνται και αποκτούν βάθος μέσω της πολυπρόσωπης έμμεσης αφήγησης – προεξάρχοντος του Μάρλοου προφανώς, ο οποίος εκτός της προσωπικής του εμπειρίας ερμηνεύει προθέσεις, κίνητρα και πράξεις των υπολοίπων εμπλεκομένων με τον ιδιαίτερο τρόπο του.
Για παράδειγμα, υπενθυμίζει συνεχώς στον ανώνυμο αφηγητή την απλοϊκότητα κάποιων χαρακτήρων (όπως ο κοντός Φάιν και η φεμινίστρια συζύγός του, φίλοι της νεαρής Φλόρας, αλλά και του νεαρού και άπειρου Πάουελ) εν αντιθέσει προφανώς με τη δική του. Ο συγγραφέας, μέσω του Μάρλοου εντάσσει συνεχώς το ειδικό στο γενικό, φιλοσοφεί, διαλέγεται με τον εαυτό του κυρίως (καθότι δεν μπορεί να τον διαψεύσει κανείς) και αναλύει πυρετικά, ενδελεχώς και με υπεραναλυτικό τρόπο κινήσεις, παρουσίες, χαρακτήρες, απόψεις, αισθήματα κ.ο.κ.
Συχνά ο τρόπος του αφηγητή είναι απόλυτος, παρεμβατικός και σε στιγμές εκνευριστικός παντογνώστης, ιδίως όταν αναφέρεται στο γυναικείο φύλο με τρόπο υποτιμητικό (οι γυναικείοι χαρακτήρες δεν υπήρξαν ποτέ το φόρτε του Κόνραντ), χωρίς να αποδέχεται αντίλογο, ενίοτε ειρωνικός και αφ’ υψηλού όσον αφορά τα κίνητρα και τις προθέσεις των συνανθρώπων του. Αλλού δε, εμφανίζεται ευπροσήγορος, παίρνοντας μια πιο αποστασιοποιημένη πλην όμως κατανοητική θέση απέναντι στα υποκείμενα της παρατήρησής του.
Κι εδώ ο υπομονετικός και προσεκτικός αναγνώστης ίσως διακρίνει κάποια αστοχία στον αφηγηματικό τρόπο που μοιάζει κάπως εμμονικός και αυτοαναφορικός, τουτέστιν αφήνει ενίοτε την εντύπωση ότι με προσχηματική πλοκή ο συγγραφέας αρέσκεται να ακούει (γράφει) τον εαυτό του να αναλύει, να ταξινομεί, να εισδύει σε βάθη, σε έκταση και ένταση.
Ως δηλωμένος λάτρης του Κόνραντ δεν είχα πρόβλημα να αφεθώ σ’ αυτού του είδους την κάπως επιδεικτική χειραγώγηση, καθότι στις καλύτερες στιγμές της σκάβει βαθιά και άοκνα στην ανθρώπινη κατάσταση. Από την άλλη πλευρά, θα κατανοήσω κι εκείνους που βρήκαν κουραστικό σε σημεία το βιβλίο, προσπαθώντας να αρπαχτούν σταθερά από τη σανίδα της πλοκής.
Αδύναμη ιστορία
Ίσως αυτό είναι και το βασικό μειονέκτημα της Τύχης: το γεγονός ότι τελικά, ας το δεχτούμε, σε σύγκριση με τις μεγάλες στιγμές του συγγραφέα (Καρδιά του σκότους, Νοστρόμο, Με τα μάτια ενός δυτικού, Λόρδος Τζιμ), σ’ αυτό το βιβλίο η ιστορία που διηγείται είναι μάλλον αδύναμη. Δεν οφείλεται τόσο στο γεγονός ότι ανήκει στο ρομαντικό είδος ή στο ότι κάποιες στιγμές αγγίζει το μελό με κάποιες ευκολίες ιδίως προς το τέλος (ο Πάουελ ως από μηχανής Θεός, η αυτοκτονία του πατέρα και η οριστική απελευθέρωση της κόρης).
Αυτού του είδους τα ευρήματα μπορεί να ανιχνευθούν και σε άλλα βιβλία του ή σε εξίσου σπουδαίους συγγραφείς που ομολογουμένως δεν διακρίνονται για τις αεροστεγείς πλοκές τους, και είναι συγχωρητέα. Εστιάζω κυρίως στο γεγονός ότι ο Κόνραντ δείχνει να υπεραναπληρώνει στιλιστικά ό,τι υπολείπεται θεματικά. Κι αν αυτό είναι αποδεκτό καθότι το αφηγηματικό ύφος μετατρέπει το θέμα, τις ιδέες, σε τέχνη, ανοικειώνοντας το καθημερινό, εξίσου αληθές είναι ότι η φόρμα απαιτεί ένα περιεχόμενο προκειμένου να μην παραμείνει άσκηση ύφους, οδηγώντας το οικοδόμημα που οφείλει να είναι το έργο τέχνης σε δομική ανισορροπία.
Ο Κόνραντ αμφιταλαντεύεται μεταξύ των τυχαίων γεγονότων που προκύπτουν στη ζωή των ηρώων του και στο πώς εκείνοι αντιδρούν σε αυτά, αλλά και στο αναπόφευκτο θέμα της μοναξιάς ως σταθερής ανθρώπινης συνθήκης.
Ποιες είναι όμως οι θεματικές του έργου και τι ακριβώς προσπάθησε να πει ο συγγραφέας σε αυτό το μυθιστόρημα; Καταρχάς, ο τίτλος είναι σαφής, ακόμα κι αν μεταφραστικά μπορεί να αποδοθεί ως «τύχη», «ευκαιρία» ή «πιθανότητα». Στο πλαίσιο της πεσιμιστικής οπτικής του Σοπενχάουερ, ο Κόνραντ αμφιταλαντεύεται μεταξύ των τυχαίων γεγονότων που προκύπτουν στη ζωή των ηρώων του και στο πώς εκείνοι αντιδρούν σε αυτά, αλλά και στο αναπόφευκτο θέμα της μοναξιάς ως σταθερής ανθρώπινης συνθήκης.
Αυτό συνεπάγεται ότι κάθε φορά που οι ήρωες των βιβλίων του βρίσκονται μπροστά σε μια αλλαγή που τους φέρνει σε συνθήκες προσέγγισης άλλων ανθρώπων (ερωτική, φιλική σχέση), είναι σίγουρο ότι θα πληρώσουν το υψηλό τίμημα της παράβασής τους. Ο Κόνραντ δεν πίστευε στην κοινωνική αλλαγή, την ανθρώπινη πρόοδο και όλα εκείνα που εμείς ως απόγονοι του Διαφωτισμού θεωρούμε δεδομένα (ο ανθρωπισμός ως μεταφυσικό υποκατάστατο της χριστιανικής πίστης), ενώ ήταν πεπεισμένος για το αναπόφευκτο της μοναξιάς.
Διόλου τυχαίο ότι ο μόνιμος αφηγητής του, ο Μάρλοου, τόσο στην Τύχη όσο και την Καρδιά του σκότους παραμένει ο αποστασιοποιημένος μάρτυρας, ο έμμεσα εμπλεκόμενος, ο παρατηρητής που εξετάζει τα πάντα και τους πάντες μέσα από το πρίσμα αυτής της οπτικής, σχεδόν πάντα με ελαφρά ειρωνεία, καθότι υποψιασμένος για τη λεπτή ισορροπία, τη λεπτή γραμμή που συνδέει τη θέαση του κόσμου, του επικούρειου «λάθε βιώσας» και του τιμήματος που συνιστά η συμμετοχή στο ανθρώπινο δράμα, στον έρωτα.
Η ηθική σταθερά της θάλασσας
Και βέβαια, η θάλασσα αποτελεί το μόνιμο μοτίβο του συγγραφέα, ως η ηθική του σταθερά, αν και ασταθής ως υγρό στοιχείο. Η ζωή στο πλεούμενο είναι η μόνη άξια λόγου μιας και η θάλασσα μεσολαβεί μεταξύ αυτού και της στεριάς (ως πηγής δεινών), προσφέροντας όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και στο βιβλίο ο Μάρλοου τη δυνατότητα απομόνωσης και ενδοσκόπησης, τουτέστιν τις μόνες διεξόδους που ο άνθρωπος μπορεί να έχει κατά τη διάρκεια του βίου του.
Στην Τύχη, ο κονραντικός κανόνας δείχνει να ανατρέπεται, τουλάχιστον μερικώς. Αν ο Μάρλοου κρατάει καθ’ όλη τη διάρκεια το ίσο, η τύχη δείχνει στο τέλος να ευνοεί τους πρωταγωνιστές που φαίνεται να οδηγούνται μέσω κάποιων σεναριακών ευκολιών, όπως προείπα, σε ευτυχή κατάληξη.
Ο ιππότης Άντονι θα σώσει τη Δεσποσύνη Φλόρα παρεμβαίνοντας στις αναποδιές, μετατρέποντας την τύχη σε ευκαιρία. Ακόμα κι όταν ο ίδιος αποχωρήσει από το βιβλίο, η δεσποσύνη δεν θα μείνει στο έλεος της… τύχης της, της οποίας μάλλον υπήρξε παθητικός αποδέκτης. Θα εμφανιστεί έτερος άνδρας-σωτήρας, κι αυτός θα είναι πιο συμβατός ηλικιακά, να τη συντροφέψει στο τέλος του έργου.
Είναι προφανές εδώ ότι αυτή η ρομαντική, παθητική εκδοχή της γυναίκας έρμαιου που αναμένει να σωθεί από κάποιον άντρα που υποκαθιστά τον Πατέρα-Αφέντη, και ο οποίος κινείται πρώτιστα από την αίσθηση καθήκοντος που υπαγορεύει τη θυσία, απηχούν παρελθούσες απόψεις, τις οποίες προφανώς ο αναγνώστης θα κρίνει πάντα σε σχέση με το πλαίσιο της εποχής τους και ενταγμένες στο κείμενο – εν ολίγοις, κατά πόσον εξυπηρετούν τη συνοχή του και ανταποκρίνονται στον χαρακτήρα των πρωταγωνιστών και όχι αν συνάδουν με τη σύγχρονη οπτική μας.
Ανακεφαλαιώνοντας, να επαναλάβω το προφανές: η Τύχη μπορεί να αποτελεί το πλέον επιτυχημένο εμπορικά μυθιστόρημα του Κόνραντ, αλλά δεν συγκαταλέγεται στα κορυφαία του. Εντούτοις, διαθέτει όλα εκείνα τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που το καθιστούν κλασικό. Αν όχι θεματικά, σίγουρα στιλιστικά. Η έμφαση στις λεπτές αποχρώσεις της συμπεριφοράς των πρωταγωνιστών, το βάθος της σκέψης, οι φιλοσοφικές αποχρώσεις και η δαντελωτή, πολυπρισματική αφήγηση του συγγραφέα κατορθώνουν να δημιουργήσουν στον σύγχρονο αναγνώστη αυτό που ο H. Bloom ονόμαζε «διαστολές του εαυτού» που τις βιώνουμε με τη μορφή απόλαυσης. Και η Τύχη παραμένει εν τέλει ένα απολαυστικό βιβλίο.
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Δεν υπάρχουν στον κόσμο τόσο σεμνοί και αφανείς ηθοποιοί ώστε να μην έχουν κοινό – εκείνο το κοινό που δηλητηριάζει την παράσταση με μουλωχτές αποδοκιμασίες, συμβουλές οργής, χιουμοριστικά σχόλια ή λόγια δολερής συμπόνιας. Στη θάλασσα, ξέρεις, δεν υπάρχει εξώστης. Δεν ακούς καμιά βασανιστική ηχώ της ασημαντότητάς σου εκεί που είτε βρυχάται ανυπάκουα κάποια δυνατή στοιχειώδης φωνή κάτω από τον ουρανό είτε η στοιχειώδης σιωπή μοιάζει να αποτελεί κομμάτι της απέραντης γαλήνης του σύμπαντος».