Γισ το μυθιστόρημα του Σ.Α. Κόσμπι [S.A. Cosby] «Δάκρυα ξυράφι» (μτφρ. Κίκα Κραμβουσάνου, εκδ. Gutenberg). Κεντρική εικόνα: Από την ταινία «Moonlight».
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Γιοι και πατεράδες. Μια σχέση που κυμαίνεται μεταξύ αποδοχής και απόρριψης. Μια καθημερινότητα που οφείλει να αντιπαλέψει τις αιχμηρές γωνίες της αρρενωπότητας, να συγχωρήσει, να συμβαδίσει πέρα από τις κρυφές αντιπαλότητες.
Η βίαιη διάρρηξη αυτού του διπόλου μάς φέρνει μπροστά σε ένα άφευκτο γεγονός: το συναίσθημα που ως πρόσφατα παρέμενε κλεισμένο ωσάν επτασφράγιστο μυστικό, εκλύεται με τη δύναμη της λάβας. Το πώς διοχετεύεται δείχνει ενδεχομένως και την ποιότητα της σχέσης που είχε οικοδομηθεί πριν συμβεί το απευκταίο γεγονός του «διαζυγίου».
Στο μυθιστόρημα του Σ.Α. Κόσμπι Δάκρυα ξυράφι (μτφρ. Κίκα Κραμβουσανού, εκδ. Gutenberg) δύο νεαροί άντρες, ο Αϊζέια και ο Ντέρεκ, δολοφονούνται άγρια εν μέση οδώ. Πρόκειται για ένα γκέι ζευγάρι που υφίσταται τη βία των αμερικανικών δρόμων καίτοι αρχικά το έγκλημα δεν περιέχει κανένα στοιχείο πάθους ή εκδίκησης κατά της γκέι κοινότητας.
Τα κίνητρα
Τα κίνητρα των εγκληματιών έχουν να κάνουν με κάποιες αποκαλύψεις που είχε σκοπό να προβεί ο Αϊζέια (είναι δημοσιογράφος σε ένα έντυπο που ασχολείται με τα θέματα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας). Φυσικά, το ότι είναι γκέι δεν είναι αμελητέο ως προς τα κίνητρα του εγκληματία, καθώς θα διαφανεί στη συνέχεια πως κάτι θέλει να μη φανερωθεί.
Υπάρχουν σημαντικές συσχετίσεις στην τραγική ιστορία των δύο νεκρών ανδρών κι είναι αυτές που ωθούν τη δράση στο μυθιστόρημα. Ο Αϊζέια είναι μαύρος και ο Ντέρεκ λευκός. Αμφότεροι είναι διωγμένοι από τις οικογένειές τους που δεν αποδέχθηκαν ποτέ τη σεξουαλική τους προτίμηση ενώ αποφάσισαν να γίνουν ζευγάρι και να έχουν δικό τους παιδί (μέσω παρένθετης μητέρας).
Ο Άικ (πατέρας του Αϊσέια) και ο Μπάντι Λι (πατέρας του Ντέρεκ) είχαν τις ίδιες στερεοτυπικές αντιδράσεις. Θεώρησαν προσβολή το γεγονός ότι οι γιοι τους είναι γκέι. Πίστεψαν πως με τη βία ή τη σιδηρά πυγμή θα άλλαζαν τα μυαλά των γιων τους. Το αποτέλεσμα ήταν ένα «διπλό» σχίσμα. Τα παιδιά έφυγαν από τα σπίτια τους, ακολούθησαν αυτό που έλεγε η καρδιά τους, έφτιαξαν το δικό τους σπιτικό, αλλά, τελικά, δεν ήταν της μοίρας τους γραφτό να ευτυχήσουν.
Τύψεις; Νυγμός για την αδόκητο χαμό των παιδιών τους; Μια ακραία μορφή συνειδητοποίησης του πόσο σκληροί υπήρξαν; Οπως και να το εξηγήσει κανείς, οι δύο πατεράδες αντιλαμβάνονται (πολύ αργά, βέβαια) πως δεν φέρθηκαν στους γιους τους όπως έπρεπε και τότε, βλέποντας πως η αστυνομία κωλυσιεργεί να βρει τον δράστη της δολοφονικής επίθεσης, αποφασίζουν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους.
Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ήρωες χολιγουντιανών διαστάσεων, αλλά με δύο μεσήλικες που έχουν κάνει τα περάσματά τους από τη φυλακή,
Από αυτό το σημείο αρχίζει μια τρελή πορεία που έχει ως στόχο να περαιωθεί με μια κλασική αυτοδικία. Αφού ο νόμος δεν μπορεί, οι πατεράδες αποφασίζουν να ενδυθούν το ρόλο του δικαστή-τιμωρού.
Μόνο που εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ήρωες χολιγουντιανών διαστάσεων, αλλά με δύο κουρασμένους μεσήλικες που μπορεί να έχουν κάνει τα περάσματά τους από τη φυλακή, να ξέρουν τι θα πει παρανομία και να έχουν υιοθετήσει κάποια στιγμή στη ζωή τους το αλύγιστο δόγμα της βίας, ωστόσο δεν είναι απολύτως βέβαιοι τι ακριβώς θέλουν να κάνουν και αν θα καταφέρουν να υπερβούν τις αντικειμενικές συνθήκες που θα βρουν μπροστά τους.
Ξανά στον ίσιο δρόμο
Ο Άικ έχει αποφασίσει να ακολουθήσει πια τον ίδιο δρόμο έπειτα από τη φυλακή. Από εκείνη την εποχή το μόνο ανεξίτηλο που έχει μείνει πάνω του είναι τα τατουάζ στα χέρια του. Εκτοτε έχει στήσει τη δική του επιχείρηση και παλεύει να επιστρέψει στον ίσιο δρόμο. Ο Μπάντι Λι, επίσης ένας αγριωπός άντρας, έχει κάνει φυλακή, παλεύει με τον αλκοολισμό του, ζει σε ένα λερό τροχόσπτο και τον έχει παρατήσει η γυναίκα του για έναν πλούσιο δικηγόρο.
Εκ των πραγμάτων, τα κοινά χαρακτηριστικά των δύο αντρών είναι κι αυτά που τους χωρίζουν. Το χρώμα του δέρματός τους πρώτα και κύρια. Δεύτερον, η άποψη που έχουν για την κοινωνική σημασία του χρώματος αυτού και τρίτον η σχέση των παιδιών τους. Αυτό το τελευταίο είναι που θα τους φέρει κοντά, αν και αρχικά φαίνεται πως θα ήταν η αιτία να μην ξαναδεί ο ένας τον άλλον.
Περισσότερο, πάντως, φοβούνται τους εαυτούς τους. Θέλουν να συγχωρεθούν; Επιδιώκουν και πόσο να αναπαυτεί μέσα τους με ήρεμο τρόπο ο αδόκητος χαμός των παιδιών τους; Εχουν φτάσει στο σημείο να κατανοήσουν τα λάθη τους και να αποδεχθούν πως τους φέρθηκαν με ανάλγητο τρόπο;
Καθώς προχωρούν την έρευνά τους και εμπλέκονται σε έναν περίεργο ιστό ανθρώπων, μαθαίνουν (εν προόδω) τους εαυτούς τους και τα χαμένα αγόρια τους.
Η πορεία τους προς αυτή τη συνειδητοποίηση δεν είναι εύκολη και σίγουρα όχι άμεση. Καθώς προχωρούν την έρευνά τους και εμπλέκονται σε έναν περίεργο ιστό ανθρώπων, μαθαίνουν (εν προόδω) τους εαυτούς τους και τα χαμένα αγόρια τους. Παίρνουν ένα σκληρό μάθημα για το τι μπορούσε να προκαλέσει η μάτσο αντιμετώπιση που είχαν μέχρι πρόσφατα απέναντι στους ομοφυλόφιλους.
Αν και όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία κατατείνουν προς ένα «καθαρόαιμο» κοινωνικό μυθιστόρημα, στην ουσία ο Κόσμπι φτιάχνει ένα αστυνομικό βιβλίο, καθώς η καρδιά του κειμένου πάλλεται όταν οι δύο πατεράδες αναλαμβάνουν δράση.
Ο Σον Α. Κόσμπι γεννήθηκε το 1973 στη Βιρτζίνια. Ο πατέρας του δούλευε σε ψαροκάικο και η μητέρα του, η οποία ήταν ανάπηρη, μεγάλωσε σε μεγάλο βαθμό μόνη της –σ’ ένα τροχόσπιτο και με κουπόνια τροφίμων– τον ίδιο και τον αδερφό του. Φιλόπονος μαθητής, υποχρεώθηκε να διακόψει τις σπουδές του στο κοινοτικό κολλέγιο γιατί δεν είχε τη δυνατότητα να πληρώνει τα δίδακτρα. Μέχρι το 2019 που κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο, το οποίο έγινε αμέσως επιτυχία, δούλευε ως πορτιέρης, οικοδόμος, πωλητής και σήμερα ακόμα, παρά τα τρία best seller του, βοηθάει στις εργασίες του γραφείου τελετών της γυναίκας του. Το Δάκρυα ξυράφι είναι το τρίτο του μυθιστόρημα. «Ένα από τα καλύτερα βιβλία του 2021» (The Guardian, Library Journal, Washington Post, Time κ.ά), στη λίστα με τα αγαπημένα βιβλία του Μπαράκ Ομπάμα, με χιλιάδες πωλήσεις και διθυραμβικές κριτικές. |
Τότε είναι που αποκτούν σφρίγος οι εικόνες και μας φανερώνουν τις καλές στιγμές του συγγραφέα, ο οποίος, είναι ολοφάνερο, κινείται με μεγαλύτερη επιδεξιότητα όταν έχει να περιγράψει σκηνές ωμής δράσης και λιγότερο την εσωτερική πάλη των ηρωών του.
Κάπου εκεί εμφανίζεται και η μερική έλλειψη ισορροπίας στο βιβλίο. Δεν είναι απολύτως αστυνομικό (πολύ νωρίς υποψιάζεσαι βάσιμα ποιος σκότωσε τα δύο παιδιά), ως εκ τούτου δεν μπαίνει στην κατηγορία του «ποιος το έκανε;», που είναι η συνηθέστερη στην οποία καταφεύγουν οι συγγραφείς του αστυνομικού.
αΔεν έχει ακριβώς κοινωνική σκόπευση, καθώς σ’ αυτή την περίπτωση θα είχαμε μεγαλύτερο βάθος στους ήρωες και θα δινόταν μεγαλύτερη προσοχή στη στρεβλή δυναμική που αναπτύχθηκε στα δύο διαφορετικά σπίτια, την ίδια ακριβώς περίοδο.
Η διαφορετικότητα
Αυτό που φαίνεται να θέλει να κάνει εξαρχής ο Κόσμπι είναι να φτιάξει ένα τυπικότατo Southern noir που όμως δεν περιορίζεται μόνο στη δράση, αλλά θέλει να εμπλέξει και θέμα γονεϊκότητας, ρατσισμού, ομοφοβίας, τοξικής αρρενωπότητας και αποδοχής της διαφορετικότητας. Ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα και το πώς αντιμετωπίζεται από τη «βαθιά» Αμερική, είναι ένα θέμα κρίσιμο και απολύτως σημερινό.
Η υπόθεση αναπτύσσεται στη νοτιοανατολική Βιρτζίνια, περιοχή που την ξέρει πολύ καλά ο Κόσμπι, καθώς έχει γεννηθεί εκεί και έχει δει με τα μάτια του πώς εξελίσσονται οι σχέσεις μεταξύ των ατόμων – ιδιαιτέρως αυτών που ξεφεύγουν από το πλειοψηφικό πρότυπο του λευκού και στρέιτ άντρα.
Αυτό που ίσως αξίζει περαιτέρω δικαιολόγησης είναι η βία που ξεπηδάει από το βιβλίο. Ορισμένες φορές, δε, είναι άλογη και ωμή.
Η γλώσσα είναι τραχιά, κάτι που ενδεχομένως να ξενίσει όσους δεν έχουν συνηθίσει σε τέτοιες λεκτικούς χειμάρρους, οι οποίοι ωστόσο εξηγούνται από το προφίλ των ηρώων. Εκ των πραγμάτων δύο πρώην φυλακόβιοι άντρες δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν κομψευόμενη έκφραση στα λόγια τους. Αν και, ορισμένες φορές, οι προτάσεις τους δείχνουν μια εκζήτηση (σχεδόν μπαρόκ) που έρχεται σε αντίθεση μ’ αυτό που φέρουν ως ιδιότητες και χαρακτήρα.
Αυτό που ίσως αξίζει περαιτέρω δικαιολόγησης είναι η βία που ξεπηδάει από το βιβλίο. Ορισμένες φορές, δε, είναι άλογη και ωμή. Δεν είναι η βία του Κόρμακ ΜακΚάρθι που έχει θαρρείς ένα ιεροτελεστικό χρώμα και αισθάνεσαι ότι ξεπηδάει από τα έγκατα της ανθρώπινης φύσης.
Στο Κόσμπι είναι περισσότερο θηριώδης, σχεδόν αμέστωτη. Υπάρχει ως αναπλήρωση κάποιου λεκτικού σχήματος που αδυνατεί να δημιουργηθεί στο μυαλό και το στόμα των ηρώων. Από την άλλη, ολόκληρο το βιβλίο δομείται πάνω στις έννοιες της ενοχής και της εκδίκησης, οπότε, εκ των πραγμάτων, η βία θα λάμβανε μέρος στην «εξίσωση». Ενδεχομένως, όμως, με έναν λιγότερο ευθύ τρόπο.
Το βιβλίο έχει κινηματογραφική γραφή (λέγεται ήδη πως το σενάριο κυκλοφορεί στα γραφεία της Paramount) και εύκολα θα μπορούσες να το φανταστείς να γίνεται ταινία δράσης, αστυνομικού θρίλερ και εξερεύνησης στα άδυτα μιας πολιτείας που έχει μάθει να ζει με τα μυστικά της, δεν αποδέχεται το διαφορετικό και επιδιώκει να το καταπνίξει παντί τρόπω. Η μετάφραση της Κίκας Κραμβουσάνου είναι συμβατή με το κλίμα και το ύφος του βιβλίου.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο)
Απόσπασμα από το βιβλίο
Ο Άικ βγήκε από τις σκιές σαν το πνεύμα της Νέμεσης με σάρκα και οστά. Πάτησε με όλο το βάρος το δεξί χέρι του Άντι και, αυτή τη φορά, ο Μπάντι Λι ήταν σίγουρος πως άκουσε το κρακ. Ο Άντι ούρλιαξε ξανά, καθώς ο Άικ τον σήκωνε από το πάτωμα κρατώντας τον από το πουκάμισό του. Μόλις τον έστησε όρθιο, ο Άικ τον χτύπησε μ' ένα λυσσαλέο άπερκατ. Ο νεότερος άντρας πετάχτηκε τουλάχιστον οκτώ πόντους πάνω από το έδαφος. Προσγειώθηκε, ένα κουβάρι, κάτω από την εντοιχισμένη τηλεόραση. Ο Άικ του έριξε μιοα ματιά και ύστερα σήκωσε το Colt και το σφήνωσε στη ζώνη του παντελονιού του. Πήγε στον Μπάντι Λι κι έβγαλε το σουγιά του από ρην τσέπη του. Έκοψες τα δεσμά του καιι τον βοήθησε να σταθεί στα πόδια του.