Για το μυθιστόρημα της Μιέκο Καβακάμι [Mieko Kawakami] «Ο Παράδεισος» (μτφρ. Κίκα Κραμβουσάνου, εκδ.Gutenberg). Κεντρική εικόνα: © Handout.
Γράφει ο Σόλωνας Παπαγεωργίου
Ιαπωνία, 1990. Ο δεκατετράχρονος αφηγητής, ένα αγόρι με στραβισμό, πέφτει σε καθημερινή βάση θύμα σχολικού εκφοβισμού. Οι συμμαθητές του τον υποβάλουν σε φρικτά βασανιστήρια κι ύστερα σβήνουν τα ίχνη τους, φροντίζοντας επιμελώς να μην δημιουργούν μώλωπες κι άλλα σημάδια στο κορμί του. Ο «Μάτια», το πραγματικό όνομα του οποίου δεν αναφέρεται ποτέ, βρίσκεται σε αδιέξοδο.
Ώσπου, μια ημέρα, λαμβάνει ένα σημείωμα. «Πρέπει να γίνουμε φίλοι». Αυτές οι τέσσερις λέξεις, από το μηχανικό μολύβι της Κοτζίμα, του «Ασφυξιογόνου», ενός κοριτσιού που είναι πάντα βρώμικο κι ατημέλητο και ταυτίζεται με τον «Μάτια», εφόσον τυγχάνει της ίδιας αντιμετώπισης από τα παιδιά της τάξης.
«Ο Παράδεισος» είναι ένας πίνακας ζωγραφικής όπου απεικονίζονται δυο ερωτευμένοι, που έμειναν μαζί παρά τις αντιξοότητες.
Οι δυο τους αρχίζουν να περνούν χρόνο μαζί, μετά από το σχόλασμα. Κατά τη διάρκεια του μαθήματος, δεν ανταλλάσουν κουβέντα, παρά μόνο μυστικά σημειώματα. Μια ημέρα, η Κοτζίμα προτείνει στον αφηγητή να ταξιδέψουν παρέα με το τρένο. Θέλει να του δείξει τον «Παράδεισο», του εκμυστηρεύεται. Χωρίς να του αποκαλύψει λεπτομέρειες, τον οδηγεί σε ένα μουσείο τέχνης. «Ο Παράδεισος» είναι ένας πίνακας ζωγραφικής όπου απεικονίζονται δυο ερωτευμένοι, που έμειναν μαζί παρά τις αντιξοότητες. Πρόκειται για το αγαπημένο έργο της Κοτζίμα, που φυλάσσεται σε κάποια μακρινή αίθουσα, την οποία εντέλει δεν επισκέπτονται οι πρωταγωνιστές, εξουθενωμένοι συναισθηματικά από τις συζητήσεις της διαδρομής.
Σφραγισμένες πύλες
Οι ήρωες, λοιπόν, δεν θαυμάζουν τον «Παράδεισο». Πώς θα μπορούσαν, άλλωστε; Οι πύλες του έχουν σφραγιστεί. Σχεδόν σ’ ολόκληρο το μυθιστόρημα, η ζωή των πρωταγωνιστών είναι μια δαντική κόλαση. Ο «Μάτια», για χρόνια ολόκληρα, δεχόταν την κακοποιητική συμπεριφορά των συμμαθητών του και πλέον, είναι πλήρως υποταγμένος στη θέλησή τους. Καθώς κυλά η ιστορία, όμως, απαιτεί εξηγήσεις. Γιατί του φέρονται με τόσο μίσος; Φταίει το «τεμπέλικό» του μάτι;
Στο μυθιστόρημά της, η Καβακάμι διερωτάται για το καλό και το κακό, τη δύναμη και την αδυναμία του Ανθρώπου, το νόημα της ζωής και την καταφυγή στον μηδενισμό. Δεν προσφέρονται πολλές σαφείς απαντήσεις. Η Κοτζίμα, θύμα, και ο Μομόζε, θύτης, προτείνουν δυο διαφορετικές λύσεις στο πρόβλημα του αφηγητή του Παραδείσου. Από τη μία, η Κοτζίμα ζει ασκητικά και γυρίζει και το άλλο μάγουλο μετά από κάθε χαστούκι. Θεωρεί πως εξαγνίζεται υπομένοντας τα μαρτύρια μα στην πραγματικότητα, με την παθητική της στάση, τιμωρεί τον εαυτό της, τη μητέρα της και τον πατριό της.
Η Μιέκο Καβακάμι, γεννημένη το 1976 στην Οσάκα της Ιαπωνίας, έκανε το λογοτεχνικό της ντεμπούτο ως ποιήτρια το 2006. Δημοσίευσε την πρώτη της νουβέλα το 2007. Το μυθιστόρημά της Breasts and Eggs έγινε διεθνές μπεστ σέλερ το 2020 και όλα τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Έχει βραβευθεί με σημαντικά ιαπωνικά βραβεία όπως το Akutagawa, το Tanizaki και το Murasaki Shikibu. Ζει στο Τόκιο. |
Μόλις μαθαίνει πως ο φίλος της σκέφτεται να υποβληθεί σε εγχείρηση για τον στραβισμό του, τον κατηγορεί πως λιποψυχεί. Από την άλλη, για τον Μομόζε, έναν από τους νταήδες, δεν υπάρχει σωστό και λάθος. Κανένας δεν είναι υποχρεωμένος να έρθει στη θέση των άλλων. Ο «Μάτια» δέχεται μπούλινγκ επειδή έτυχε να είναι ο αδύναμος, ενώ κάποιος άλλος έτυχε να είναι ο δυνατός. Οι ισχυροί παρενοχλούν τους ανήμπορους απλώς και μόνο επειδή είναι σε θέση να το κάνουν - δεν είναι προσωπικό το θέμα. Σύμφωνα με τον Μομόζε, λοιπόν, ο «Μάτια» μπορεί να γλυτώσει μόνο με έναν τρόπο: απαντώντας με πυγμή.
Οι δύο φωνές
Οι δυο αυτές φωνές, που ακούει ο πρωταγωνιστής σε κάθε αυτί, δεν προέρχονται από μανιχαϊστικά πλάσματα που κάθονται στον ώμο του, τους μικροσκοπικούς αγγέλους και δαίμονες των δυτικών αφηγήσεων. Στο σύντομο μυθιστόρημα της Καβακάμι, ο ήρωας θα κληθεί να βρει μόνος του τον δρόμο του.
Αυτό θα πραγματοποιηθεί σταδιακά, αφού αρχίσει να επικοινωνεί με τους ανθρώπους γύρω του. Τα γράμματα της Κοτζίμα θα δημιουργήσουν μια πρώτη αχτίδα ελπίδας. Όσο μοιράζεται τις σκέψεις του με τη φίλη του, με τη θετή μητέρα του, με τους θεράποντες ιατρούς του, ακόμα και με τον μηδενιστή Μομόζε, ο αφηγητής απομακρύνεται από το αδιέξοδο.
Στο τέλος του βιβλίου, παρότι φτάνει στα όριά του, φαίνεται πως αποφασίζει, και καταφέρνει, να επιπλεύσει. Επιβιώνει σ’ έναν κόσμο γεμάτο με ανθρώπους όπως ο βίαιος Νινομίγια, ο ηγέτης των καταπιεστών, ένα άτομο χωρίς κατανόηση, που ομολογεί:
«Δεν τα καταλαβαίνω τα μυθιστορήματα. Το να διαβάζω για τις ζωές των άλλων ανθρώπων και τέτοια. Ποιος νοιάζεται; Θέλω να πω, έχεις τη δική σου ζωή, έτσι δεν είναι; Θα το καταλάβαινες αν ποτέ άφηνες κάτω το βιβλίο. Γιατί να μπεις στον κόπο να μπλέξεις με τη φτιαχτή ζωή ενός άλλου;»
Ομορφιά μέσα στο σκοτάδι
Αφού διορθώσει την όρασή του, στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, ο ήρωας φαινομενικά παύει να είναι ο «Μάτια»· αναμφιβόλως, όμως, πρόκειται να αντιμετωπίσει πολλούς ακόμα Νινομίγια στη ζωή του, που θα βρουν κάποια, οποιαδήποτε, αφορμή για να τον βλάψουν. Ίσως την επόμενη φορά τα πράγματα να εξελιχθούν διαφορετικά. Ίσως…
Στο δοκίμιο Το εγκώμιο της σκιάς (εκδ. Άγρα, μτφρ. Παναγιώτης Ευαγγελίδης), ο Ιάπωνας Τζουνιτσίρο Τανιζάκι παρατηρεί πως οι άνθρωποι της Ανατολής έχουν την τάση να αναζητούν την ομορφιά μέσα στο σκοτάδι περισσότερο από τους κατοίκους των δυτικών χωρών.
Αυτό τόλμησε η Καβακάμι στο μυθιστόρημά της. Γράφοντας σε γλώσσα απλή -ο αφηγητής είναι μόλις δεκατεσσάρων ετών-, συχνά ωμή, με στοιχεία προφορικότητας στους διαλόγους, η «σύγχρονη βασίλισσα της ιαπωνικής λογοτεχνίας» παρουσιάζει πειστικά την προσπάθεια ενός παιδιού να βρει (λίγο) νόημα μέσα στο χάος.