Για το βιβλίο του Ρέι Μπράντμπερι [Ray Bradbury] «Το κρασί του θέρους» (μτφρ. Βασίλης Δουβίτσας, εκδ. Άγρα)
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Γρασίδι που το αναρριπίζει ο ζεστός άνεμος. Πουλιά που αργοπετούν στον ουρανό σαν πλάσματα κάποιου άλλου κόσμου. Xώμα εύφορο, με τις μυρωδιές του να σκορπούν εωθινές ανταύγειες. Ήλιος σαν μέλι που ξεχύνεται πάνω στα κινητά και ακίνητα, σε ζωντανούς και μη. Πικραλίδες που κόβονται, συνάζονται και γίνονται κρασί· το κρασί ενός ατέλειωτου καλοκαιριού. Αλήθεια, ποιος θα περίμενε τέτοιου είδους ιμπρεσιονιστικές αναπαραστάσεις ενός τοπίου αναλλοίωτα παρθένου και συναισθηματικά γόνιμου, να εισέρχονται από την… μπροστινή πόρτα ενός βιβλίου του Ρέι Μπράντμπερι;
Έχουμε ταυτίσει (όχι άδικα) τον Αμερικανό συγγραφέα από το Ιλλινόι με τα θαυμαστά μυθιστορήματά του που εντάσσονται σ’ αυτό που ονομάζουμε επιστημονική φαντασία. Αν και ο ίδιος διατεινόταν επιμόνως πως με εξαίρεση το πασίγνωστο Φαρενάιτ 451 (μτφρ. Βασίλης Δουβίτσας, εκδ. Άγρα) κανένα άλλο βιβλίο του δεν ανήκε οργανικά στο συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος. «Χρησιμοποιώ μια επιστημονική ιδέα μόνο για να σηκωθώ στον αέρα και να μην επιστρέψω ποτέ», έλεγε με τον πάντα ιδιαίτερο τρόπο του.
Πέρασμα από την παιδικότητα στην ενηλικίωση
Ακόμη κι έτσι, αν εξετάσει κανείς μακροσκοπικά την εργογραφία του δύσκολα θα συναντήσει αντίστοιχη διαχείριση των προθέσεών του, όπως κάνει στο Κρασί του θέρους (μτφρ. Βασίλης Δουβίτσας, εκδ. Άγρα). Πρόκειται σαφώς για το πιο προσωπικό του έργο, έντονα αυτοαναφορικό και ποτισμένο από τις αισθήσεις ενός τόπου που γεωγραφικά τοποθετείται στα μεσοδυτικά των ΗΠΑ, στην ουσία, όμως, είναι ένα μέρος ψυχικής επινόησης. Το Γκρην Τάουν του βιβλίου θα μπορούσε να είναι το Ουωκήγκαν (γενέθλιος τόπος του Μπράντμπερι), αλλά και ένα σημείο στον προσωπικό χάρτη ενός μικρού παιδιού που ως άλλος πρωτόπλαστος βιώνει τη γοητεία του κόσμου, την ομορφιά ως σχήμα ονείρου, την απώλεια ως μέρος μιας σκληρής συνθήκης, το θαύμα της ίδια του της ζωής ως κάτι ολότελα θαυμαστό και πρωτοφανέρωτο και τον θάνατο σαν αναπόδραστο γεγονός.
Ο Μπράντμπερι χωρίζει το υλικό του σε μικρά κεφάλαια, πολλές φορές ανεξάρτητα μεταξύ τους, ή, έστω, με κάποιο χαλαρό τρόπο ενωμένα, θέλοντας έτσι να συλλάβει το απρόβλεπτο, το τυχαίο και το μαγικό που εισέρχονται στο μυαλό του μικρού Ντάγκλας.
Το βιβλίο είναι στην ουσία ένα καλοκαίρι του 12χρονου Ντάγκλας Σπώλντιγκ (τι άλλο από το alter ego του συγγραφέα) που το βιώνει με όλες τις αισθήσεις του στην επαρχία, κοντά στον παππού του και τη γιαγιά του. Βρίσκεται ακριβώς στο πέρασμα από την παιδικότητα στην ενηλικίωση, τότε που όλες οι υπαρξιακές διερωτήσεις αναφλέγονται, ο κόσμος γίνεται ένα διόραμα μέσα από το οποίο μπορείς να ανιχνεύσεις κάθε κρυφή και φανερή πτυχή του και ο χρόνος πέφτει πάνω σου με ζαλιστική χάρη. Ο Μπράντμπερι, ως άλλος Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, γράφει το δικό του Μίλησε, μνήμη (μτφρ. Γιώργος Βάρσος, εκδ. Πατάκης) με τη μόνη διαφορά πως εδώ η βουτιά στο ολόδροσο πηγάδι των ενθυμήσεων δεν περιλαμβάνει μια ολόκληρη διαδρομή ζωής, αλλά εκείνο το συγκεκριμένο καλοκαίρι στο Γκρην Τάουν.
Κεφάλαια σαν μικρές βινιέτες
Εκεί, πίσω στο 1928, τότε που τα πράγματα της ζωής είχαν το βάθος μιας αληθινής εντύπωσης και οι δυνατότητες ήταν συναρπαστικές. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη πλοκή στο βιβλίο, όπως θα περίμενε κανείς από ένα αντίστοιχο μυθοπλαστικό memoir. Όπως και δεν υπάρχει και μια γραμμική ακολουθία στον χρόνο, τις εικόνες και τις δράσεις που αναπτύσσονται. Ο Μπράντμπερι χωρίζει το υλικό του σε μικρά κεφάλαια, πολλές φορές ανεξάρτητα μεταξύ τους, ή, έστω, με κάποιο χαλαρό τρόπο ενωμένα, θέλοντας έτσι να συλλάβει το απρόβλεπτο, το τυχαίο και το μαγικό που εισέρχονται στο μυαλό του μικρού Ντάγκλας και το μετατρέπουν σε ανθισμένο αγρό. Πρόκειται για μικρές, λεπταίσθητες βινιέτες που καθεμία έχει ως στόχο να μας δείξει μια διαφορετική πτυχή της ζωής στον μικρόκοσμο της επαρχιακής πόλης.
Ο Ντάγκλας, ο αδελφός του Τομ και οι φίλοι τους Τσάρλυ και Τζων πρόκειται να μάθουν μέσα σε ένα καλοκαίρι ότι η ζωή εκτείνεται πολύ μακρύτερα από εκεί που φτάνουν τα γεωγραφικά όρια της μικρής πόλης που τους αγκαλιάζει το καλοκαίρι. Αυτό που θα βρουν στην ενηλικίωσή τους θα είναι μεγαλύτερο από τη συνηθισμένη συγκομιδή πικραλίδων για το διάσημο κρασί του παππού τους. Ο ουράνιος θόλος που τώρα βάφεται από τα μουντά απογεύματα του Γκρην Τάουν (λες και ο χρόνος έχει σταματήσει), καθώς θα μεγαλώνουν θα τους φανερώνει κι άλλες εικόνες. Όχι απαραίτητα πιο ευχάριστες. Δεν το υποψιάζονται, αλλά πρόκειται να μάθουν για τις τεράστιες υπαρξιακές δυνατότητες και το βάρος του να είσαι ζωντανός σ’ αυτόν τον ευρύ κόσμο και για όλα τα συναισθήματα που έχει να προσφέρει η ζωή, από τον απόλυτο τρόμο έως την πλήρη έκσταση.
Η ποιητική δύναμη των λέξεων
Μπορεί η ιστορία να εκτείνεται στον περιοριστικό χρόνο ενός καλοκαιριού, εντούτοις ο Ντάγκλας και τα υπόλοιπα παιδιά σύντομα θα συνειδητοποιήσουν με απλό και συνάμα βάναυσο τρόπο πως ο χρόνος υπάρχει για να περνάει και να χάνεται. Είναι κι αυτό ένα μάθημα αφύπνισης που θα λάβουν και το οποίο θα ξεβάψει τις παιδικές τους ψευδαισθήσεις. Ο Μπράντμπερι στηρίζεται στη δύναμη των λέξεων που τις μετατρέπει σε μικρά διαμάντια προτάσεων που δεν σκιαγραφούν επιδερμικά το τοπίο, τα συναισθήματα ή τις πράξεις των ηρώων. Αυτό που κάνουν είναι να εισχωρούν στο πυρήνα κάθε εικόνας προσδίδοντάς της τη δύναμη μια πραγματικότητας που ξεφεύγει από τον κειμενικό της περιορισμό.
O Μπράντμπερι συνάζει μέσω των λέξεών του την ποιητική εκδοχή της φύσης. Έχεις την αίσθηση πως φτιάχνει μικρούς πίνακες ιμπρεσιονιστικής μορφής διά των οποίων αναπλάθεται ο εσωτερικός αναβρασμός του Ντάγκλας.
Είναι σαν να διαβάζεις Χένρι Ντέιβιντ Θορώ μαζί με Τζακ Κέρουακ και Γουίλα Κάθερ ταυτοχρόνως. Ομοίως μ’ αυτούς, ο Μπράντμπερι συνάζει μέσω των λέξεών του την ποιητική εκδοχή της φύσης. Έχεις την αίσθηση πως φτιάχνει μικρούς πίνακες ιμπρεσιονιστικής μορφής διά των οποίων αναπλάθεται ο εσωτερικός αναβρασμός του Ντάγκλας (κυρίως). Υπάρχει μια εξαιρετικής ομορφιάς σκηνή (ανάμεσα σε πολλές άλλες) με τα καινούργια παπούτσια τένις που θέλει να αγοράσει ο μικρός και τα οποία αποκτούν τον συμβολισμό μιας νέας, φρέσκιας εποχής που πετάει από πάνω της τον βαρυφορτωμένο χειμώνα, για να υποδεχθεί τα αρώματα της άνοιξης και το θάλπος του καλοκαιριού. Πρόκειται για εικόνα που έχει τη δύναμη αποκάλυψης, ωσάν τα αντικείμενα (όλα τα αντικείμενα), αν τα δεις με ανοιχτό βλέμμα, να έχουν κάτι σπουδαίο να σου αποκαλύψουν.
Υπάρχει ακόμη η Μηχανή Ευτυχίας του Λήο Άουφφμαν, μια εφεύρεση που μετατρέπει τα πάντα στη ζωή σε κάτι χαρωπό και ηδύ, αλλά στο τέλος παίρνει φωτιά. Το ίδιο άσχημο τέλος θα έχει η Μηχανή του χρόνου και η Πράσινη μηχανή. Όλα μεταμορφώνονται σε κάτι άλλο σε τούτο το βιβλίο. Η μαγγανεία της φύσης και του χρόνου επενεργούν δραστικά πάνω στους ανθρώπους. Κι αν το κάνουν στους μεγάλους, γίνεται αντιληπτό πόση επίδραση μπορεί να έχουν σε μια νεόκοπη ψυχή όπως αυτή του Ντάγκλας. Δεν είναι όλα ειδυλλικά (πώς θα μπορούσαν άλλωστε). Υπάρχει το σκανταλιάρικο παιχνίδι των παιδιών, αλλά υπάρχει και ο Μοναχικός (μια μορφή serial killer) που τρομάζει τις γυναίκες και κάποιες από αυτές τις έχει σκοτώσει. Υπόμνηση προς τους μικρούς ότι η ζωή φέρνει φως, αλλά και σκοτάδι.
Το βιβλίο γράφτηκε το 1957 και αρκετά χρόνια μετά, συγκεκριμένα το 2007, ο Μπράντμπερι έγραψε το τελευταίο του μυθιστόρημα με τον τίτλο Farewell Summer, το οποίο μπορεί να νοηθεί ως sequel του Κρασιού του θέρους. Ξεχωριστό μέσα στο σύνολο του έργου του, τούτο το βιβλίο καταφέρνει να ενώσει τη χαρά και τη λύπη, τη ζωή και τον θάνατο σ’ έναν ανθρώπινο χορό που κάνει τους ανθρώπους να στροβιλίζονται αδιάκοπα αναζητώντας διαρκώς μια ποιητική πλήρωση.
Η μετάφραση του Βασίλη Δουβίτσα στέκει στο ύψος των ποιητικών περιστάσεων. Είναι γεμάτη από όλους τους χυμούς που μπορεί να προσφέρει η ελληνική γλώσσα, ώστε να μεταφερθεί με τον ορθό τρόπο ο σπάνιος λόγος του Μπράντμπερι. Αλλωστε, έχουμε να κάνουμε με έργο που δεν στηρίζεται στην πλοκή του, αλλά στον γλωσσικό του πλούτο.
Eχουμε να κάνουμε με έργο που δεν στηρίζεται στην πλοκή του, αλλά στον γλωσσικό του πλούτο.
Για την ιστορία, το βιβλίο μεταφέρθηκε πρώτη φορά στο θέατρο το 1975 στη Νέα Υόρκη σε διασκευή και προσαρμογή του Πίτερ Τζον Μπέιλι, σκηνοθεσία του Γουίλιαμ Γούντμαν και με πρωταγωνιστές τους Μάθιου Άντον και Νταγκ ΜακΚίον. Το 1988, ο Μπράντμπερι μετέφερε το Κρασί του θέρους σε μορφή μιούζικαλ για λογαριασμό του Τζίμι Γουέμπ, ενώ το 1992 ανέβηκε ξανά στο θέατρο, με τον Μπράντμπερι να είναι παρών στην πρεμιέρα. Η καλλιτεχνική ζωή του βιβλίου έχει κι άλλα «κεφάλαια», καθώς μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Ρώσο σκηνοθέτη Ιγκόρ Απασιάν, ενώ παρήχθη και ως ραδιοφωνικό έργο από το Colonial Radio Theatre on the Air, το 2006. Το 2011, το BBC Radio 4 Extra μετέδωσε μια προσαρμογή του μυθιστορήματος, με τη μετάδοση να επαναλαμβάνεται έως το 2014.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Δεν τους άκουσες να έρχονται. Και μετά βίας τους άκουσες να φεύγουν. Το γρασίδι έσκυψε και ανασηκώθηκε πάλι. Πέρασαν σαν σκιά σύννεφου στην κατηφοριά του λόφου… τα αγόρια του καλοκαιριού, τρέχοντας. Ο Ντάγκλας, τελευταίος πίσω, χάθηκε. Λαχανιασμένος, σταμάτησε στην άκρη της ρεματιάς, στο χείλος της αβύσσου όπου φυσούσε ένα απαλό αεράκι. Εδώ, με αυτιά ανασηκωμένα σαν ελαφιού, οσμίστηκε έναν κίνδυνο που ήταν ένα δισεκατομμύριο χρόνια παλιός. Εδώ, η πόλη, διαιρεμένη, κοβόταν στα δύο. Εδώ σταματούσε ο πολιτισμός. Εδώ υπήρχαν μόνο η γη που μεγάλωνε και ένα εκατομμύριο θάνατοι κι αναγεννήσεις κάθε ώρα. Κι εδώ υπήρχαν τα μονοπάτια, πατημένα ή ακόμα απάτητα, που μαρτυρούσαν την ανάγκη των αγοριών να ταξιδεύουν, διαρκώς να ταξιδεύουν, για να γίνουν άντρες».