Για το μυθιστόρημα του Στηβ Σεμ-Σάντμπεργκ (Steve Sem-Sandberg) «Β.» (μτφρ. Γιώργος Μαθόπουλος, εκδ. Αλεξάνδρεια). Στην κεντρική εικόνα, σκηνή από τη βασισμένη στο θεατρικό έργο του Γκέοργκ Μπύχνερ ταινία «Woyzeck» (1979).
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
«Πώς αφηγείται κανείς την ιστορία μιας ζωής; Σαν μια κίνηση άγνωστης προέλευσης που οδεύει σε κάποιο ολοένα και πιο προβλέψιμο και, σιγά σιγά, πιο ευδιάκριτο τέλος; Ωστόσο η δική του ζωή δεν θα μπορούσε να εξιστορηθεί έτσι.»
Η ιστορία του Βόιτσεκ, την οποία πραγματεύεται το ομώνυμο θεατρικό έργο του Γκέοργκ Μπύχνερ, είναι σε όλους γνωστή. Και πρόκειται για μια αληθινή ιστορία. Ένας Γερμανός στρατιώτης, σε μια κρίση ζήλειας σκοτώνει την ερωμένη του και καταδικάζεται σε θάνατο. Το έργο γράφτηκε το 1836, αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ γιατί ο συγγραφέας του πέθανε σε πολύ νεαρή ηλικία. Ανέβηκε πρώτη φορά στο Μόναχο το 1913, και θεωρείται το πρώτο μοντέρνο ευρωπαϊκό δράμα. Από τότε έχει παιχτεί πολλές φορές και με διαφορετικές προσεγγίσεις, στο θέατρο και έχει γυριστεί δύο φορές σε ταινία (1979, Β. Χέρτζογκ, 1994, Γ. Σαζ).
Ο Σεμ-Σάντμπεργκ, ανατρέχοντας σε πάμπολλα δικαστικά αρχεία της εποχής, επιχειρεί να αναπλάσει τη ζωή του Βόιτσεκ, να διερευνήσει τους λόγους που τον έκαναν να σκοτώσει ό,τι αγαπούσε περισσότερο, και να καταγράψει το αποτύπωμα του γεγονότος αυτού στη μνήμη και στο συναίσθημα του ήρωα.
Γεννημένος δολοφόνος ή θύμα των συνθηκών ζωής;
Όπως το θεατρικό έργο του Μπύχνερ, έτσι και το μυθιστόρημα του Σεμ-Σάντμπεργκ απαρτίζεται από πολλές σκηνές, ασύνδετες μεταξύ τους, οι οποίες αποτελούν τις αλλεπάλληλες ανακρίσεις στις οποίες υποβάλλεται ο Βόιτσεκ, μετά τον φόνο της ερωμένης του και την αναπόφευκτη σύλληψή του. Σε κάθε ανάκριση ο Βόιτσεκ επιστρέφει στο παρελθόν, προσπαθεί να θυμηθεί τι έχει συμβεί και να βρει και ο ίδιος μια εξήγηση για τη συμπεριφορά του. Σε κάθε επόμενη ανάκριση συμπληρώνει τα κενά της προηγούμενης, και το κάνει ίσως και με κάποια ευχαρίστηση, αφού, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του, έστω και κάτω από αυτές τις συνθήκες, υπάρχει κάποιος που τον ακούει.
Ο Στηβ Σεμ-Σάντμπεργκ, Σουηδός συγγραφέας, δοκιμιογράφος, δημοσιογράφος και μεταφραστής, γεννήθηκε το 1958 στο Όσλο και ζει στη Στοκχόλμη. Ανάμεσα στα έργα του είναι τα βραβευμένα μυθιστορήματα: Theres (βραβείο Aftonbladet, 1997), De fattiga i Lódz (βραβείο August, 2009 – ελ. έκδοση: Οι απόκληροι, Πατάκης 2011), De utvalda (βραβείο Médicis Étranger, 2016). Έχει λάβει επίσης τα βραβεία Marin Sorescu (2007), Samfundet De Nio (2009) και Eyvind Johnson (2020), και είναι μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας. Τα βιβλία του έχουν γίνει best sellers σε όλο τον κόσμο και έχουν μεταφραστεί σε τριάντα γλώσσες. |
Στην ιστορία του Σεμ-Σάντμπεργ, ο Βόιτσεκ είναι γιος ενός κατασκευαστή περουκών και μιας πλύστρας. Τα παιδικά του χρόνια μόνο ευτυχισμένα δεν θα μπορούσε κανείς να τα πει. Μέχρι να γίνει δεκάξι χρονών, χάνει και τους δύο γονείς του από φυματίωση. Μαθητεύει σε κάποιον κατασκευαστή περουκών, γνωστό του πατέρα του, γίνεται κουρέας, αλλά σύντομα μένει χωρίς δουλειά. Μετά αρχίζουν τα χρόνια της περιπλάνησης.
Πηγαίνει σε σταθμούς αμαξών, σε πανδοχεία ή όπου αλλού μπορούν να του προσφέρουν ένα κατάλυμα. Για λίγο καιρό απασχολείται σε έναν τσαγκάρη, σε ενεχυροδανειστήριο, σε ραφτάδικο, στην υπηρεσία ενός νεαρού γιατρού. Δίνει τον καλύτερο εαυτό του, έχει πολύ επιδέξια χέρια και τα καταφέρνει καλά στις κατασκευές, είναι όμως μοναχικός και παράξενος, φοβισμένος και αγχώδης. Οι εργοδότες του τον αντιμετωπίζουν τις περισσότερες φορές σαν σκουπίδι και οι απολαβές του είναι ψίχουλα. Όλοι τον εκμεταλλεύονται. Δεν έχει δική του ζωή, κρυφοκοιτάζει μόνο τις ζωές των άλλων.
Από παιδί, έβλεπε και συνεχίζει να βλέπει οράματα, εικόνες που παρουσιάζονται μπροστά του, ανάλογα με το πώς νιώθει.
Απελπισμένος, για να εξασφαλίσει τροφή και στέγη, αποφασίζει να καταταγεί στον στρατό. Παίρνει μέρος στους Ναπολεόντειους πολέμους και βιώνει όλη τη φρίκη και το παράλογο του πολέμου. Τις εξαντλητικές πορείες, την έλλειψη οργάνωσης του τάγματος, την πείνα, τα καψόνια από τους ανωτέρους του, τον θάνατο των συντρόφων του, τον άδικο χαμό αμάχων. Ο ίδιος σπάνια προβαίνει σε αγριότητες τον καιρό του πολέμου. Στέκεται απλός παρατηρητής, και πολύ συχνά, θύμα της αγριότητας των άλλων.
Όμως ο Βόιτσεκ καταφέρνει να επιβιώσει. Κάθε φορά που δεν αντέχει τον πόνο, τον αποτροπιασμό και την απόγνωση, συχνά φαινόμενα στη ζωή του, βρίσκει κάποιον τρόπο να βγαίνει από το σώμα του, παύει να νιώθει, τα μέλη του δεν τον υπακούν, τα παρατηρεί απλώς να κινούνται ερήμην του. Από παιδί, έβλεπε και συνεχίζει να βλέπει οράματα, εικόνες που παρουσιάζονται μπροστά του, ανάλογα με το πώς νιώθει.
Βλέπει την αγαπημένη του αδερφή να φοράει ένα στέμμα, βλέπει ένα κτίριο να παίρνει φωτιά και να ανεβαίνει προς τον ουρανό. Ακούει φωνές όταν οι γύρω του τον κοροϊδεύουν, όταν τον χτυπούν και τον ξεφτιλίζουν. Όταν δεν αναγνωρίζουν τις καλές του προθέσεις και δεν αποδέχονται τη φιλία του. Όταν βιώνει την προδοσία από κείνη που αγαπά και εισπράττει τον χλευασμό της. Οι φωνές αυτές, αν και αγνοεί την προέλευσή τους, είναι καθοριστικές για τις αποφάσεις του. Είναι σαν να προέρχονται από τον άλλο του εαυτό και τον παροτρύνουν να αντιδράσει, να πάψει να υπομένει τους χλευασμούς και την εκμετάλλευση. Κάτω από την επήρεια αυτών των φωνών, καρφώνει τη λεπίδα ενός σπασμένου ξίφους στην κοιλιά της αγαπημένης του.
Πειραματόζωο μέχρι την τελευταία μέρα
Μετά τον φόνο, τον καιρό της παραμονής του στη φυλακή, εκτός από τις διαρκείς ανακρίσεις, ο Βόιτσεκ υποβάλλεται, και σε «επιστημονικά» πειράματα. Ο δικαστικός σύμβουλος και ο ψυχίατρος της φυλακής προσπαθούν υποτίθεται να καταλάβουν αν το έγκλημα έγινε εν βρασμώ ή ήταν προμελετημένο, αν τελέστηκε σε κατάσταση σύγχυσης ή προετοιμάστηκε από έναν δολοφονικό νου, αν η λογική του Βόιτσεκ λειτουργεί ή αν είναι παράφρων, κι αν το συγκεκριμένο κι ιδιαίτερα λιτό διαιτολόγιο που του επιβάλλουν, επηρεάζει τη νοητική του κατάσταση.
Ο συγγραφέας αναπλάθει κάθε σκηνή της ζωής του ήρωα, από την παιδική του ηλικία ως την ενηλικίωση, περιγράφει τα άτομα του περιβάλλοντός του με κάθε λεπτομέρεια, τους συντρόφους του στον πόλεμο, τους ανωτέρους του στον στρατό, τους τόπους διαμονής του, τις ψυχικές του διακυμάνσεις, τον φόβο και τον θυμό του, την ανάγκη του για ανθρώπινη επαφή, συντροφικότητα και ζεστασιά. Από παιδί έζησε σε έναν κόσμο χωρίς αγάπη και κατανόηση, σε έναν κόσμο με κύρια χαρακτηριστικά την αμάθεια, την ανέχεια, την αδικία, και την καταπίεση. Όσο ήταν ελεύθερος, υπήρξε θύμα εκμετάλλευσης και εξευτελισμών, και ήρθε αντιμέτωπος με τη βαρβαρότητα του πολέμου. Όταν φυλακίστηκε, η λογική του έγινε αντικείμενο διαμάχης, και κάποιοι προσπάθησαν να χειραγωγήσουν τη σκέψη του.
Το ότι έφτασε να σκοτώσει την αγαπημένη του οφείλεται σε εγγενή χαρακτηριστικά της διαταραγμένης του ύπαρξης ή είναι αποτέλεσμα των τραυμάτων που σημάδεψαν τη ζωή του; Πώς θα είχε εξελιχθεί ο Βόιτσεκ αν είχε ζήσει μακριά από τη φτώχεια και την ανέχεια, αν είχε γνωρίσει την οικογενειακή θαλπωρή, αν είχε αναπτύξει κοινωνικές δεξιότητες, αν είχε νιώσει αποδεκτός κι αν διέθετε ένα εισόδημα που θα του εξασφάλιζε μια αξιοπρεπή διαβίωση; Αν δεν είχε ζήσει αυτή τη ρημαγμένη, δυστυχισμένη και άδικα σπαταλημένη ζωή, θα φανέρωνε τον εν δυνάμει δολοφόνο που κρύβει ο καθένας μέσα του; Προφανώς, δεν θα πάρουμε ποτέ απάντηση.
Το βιβλίο μας καθηλώνει με τις ρεαλιστικές περιγραφές του στην καταγραφή των ακραίων συνθηκών ζωής του ήρωα, με την δεξιοτεχνική καταβύθιση στον ψυχισμό ενός ανθρώπου που έζησε χωρίς να απολαύσει τίποτα και τώρα περιμένει να εκτελεστεί.
Η μετάφραση του Γιώργου Μαθόπουλου ανταποκρίνεται με επιτυχία στις απαιτήσεις ενός τόσο σύνθετου και πολυδιάστατου κειμένου.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«… και τότε λέει στον Βίτστουν ότι ξέρει πως είναι προορισμένος για κάτι, και ο Βίτστουν με τη λεπτή φωνούλα του ρωτάει για ποιο πράγμα είναι προορισμένος, ο Βόιτσεκ; Κι αυτός: Ο Θεός δεν μου το ξεκαθάρισε ακόμα, αλλά είναι κάτι, είμαι σίγουρος γι’ αυτό, και τότε ξαπλώνει στα πόδια του κρεβατιού και μιλάει στον Βίτστουν για όλα τα παράξενα σημάδια που έχει δει, για τις γραμμές στον ουράνιο θόλο που στην αρχή τις είχε περάσει για μασονικά σύμβολα, τώρα όμως πιστεύει ότι ο Θεός εκεί ψηλά κρατάει μια μπαγκέτα αρχιτυμπανιστή στο χέρι του και τη χτυπάει πολύ δυνατά μέχρι που ο πυθμένας των Ουρανών αρχίζει να αιμορραγεί, και πως το φως που προκύπτει μ’ αυτό τον τρόπο είναι το αίμα του Θεού, και όταν η μία μέρα διαδέχεται την άλλη είναι στην πραγματικότητα το αίμα του Θεού που πέφτει από τον ουρανό με τη μορφή του φωτός.»