Για το μυθιστόρημα του Ενρίκε Βίλα-Μάτας [Enrique Vila-Matas] «Μοντεβιδέο» (μτφρ. Νάννα Παπανικολάου, εκδ. Ίκαρος). Κεντρική εικόνα: Πίνακας του Δανού ζωγράφου Vilhelm Hammershøi (1864 - 1916).
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
«Το να γράφεις σημαίνει να πάψεις να προσποιείσαι ότι είσαι συγγραφέας».
Ενρίκε Βίλα-Μάτας
Πώς είναι να είσαι, και ταυτόχρονα να μην είσαι, αφηγητής του βιβλίου σου; Ποια είναι η πραγματική διάσταση της αυτομυθοπλασίας (autofiction), δηλαδή της μυθιστορηματικής –επινοημένης, εν μέρει– αυτοβιογραφίας; Ο αφηγητής του μυθιστορήματος Μοντεβιδέο (σε μετάφραση Νάννας Παπανικολάου, εκδ. Ίκαρος) του Καταλανού συγγραφέα Ενρίκε Βίλα-Μάτας, βρίσκεται στο Παρίσι του 1974, επιθυμώντας παράλληλα να είναι ένας συγγραφέας της δεκαετίας του 1940. Βιώνει, δε, αυτόν τον διχασμό με ιδεαλιστική ενατένιση, αρνούμενος την απλή αναπαράσταση κι επιτρέποντας στον εαυτό του μεγάλη γλωσσική ελευθερία.
Ποια είναι τα όρια μυθοπλασίας και πραγματικότητας;
Ο αφηγητής του Μοντεβιδέο, προσδιορίζοντας τις υπαρξιακές του αναζητήσεις στο γοητευτικό σκηνικό του Παρισιού, επινοεί τα γεγονότα που αφηγείται.
«Υπάρχει ένα καταπληκτικό διήγημα του Χούλιο Κορτάσαρ, στο οποίο το διπλανό δωμάτιο ενός ξενοδοχείου παίζει βασικό ρόλο. Είναι Η κρυμμένη μεσόπορτα, ανήκει τόσο στον κόσμο της μυθοπλασίας όσο και της πραγματικότητας, και έχει ως σκηνικό την πόλη του Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης. Γι’ αυτό, όταν λίγο μετά την κηδεία του πατέρα μου μου πρότειναν να πάω σ’ αυτή την πόλη, το πρώτο που σκέφτηκα αφού δέχτηκα την πρόσκληση ήταν αυτή η τυφλή πόρτα που βρισκόταν πίσω από μια ντουλάπα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, στο οποίο τοποθετεί ο Κορτάσαρ την Κρυμμένη Μεσόπορτα. Ήταν πολλά χρόνια που ήθελα να πατήσω το πόδι μου στο σκηνικό εκείνου του φανταστικού διηγήματος, να δω την ντουλάπα, την πόρτα που ήταν πίσω από την ντουλάπα, τη θρυλική για μένα κρυμμένη μεσόπορτα, να προσπαθήσω να μάθω τι συνέβαινε όταν έμπαινε κάποιος στον χώρο της μυθοπλασίας που υπήρχε ταυτόχρονα στον πραγματικό κόσμο. Ή, για να το πούμε αλλιώς, σ’ έναν χώρο του πραγματικού κόσμου ο οποίος δεν θα ’ταν τίποτα χωρίς τον κόσμο της μυθοπλασίας, και αντιστρόφως, επ’ άπειρον». (σελ. 105-106)
Βαδίζοντας μέσα στη βαρκελωνέζικη νύχτα, έχει κατά νου το διήγημα «La puerta condenada» («Η καταδικασμένη πόρτα»), του Χούλιο Κορτάσαρ, που το είχε διαβάσει λίγο πριν από τη μεταμόσχευση νεφρού που υπέστη. Έχει, επίσης, υπόψιν του μιαν ιστορία παρεμφερή μ’ εκείνην του Κορτάσαρ που είχε γράψει ο Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες, και μάλιστα διαμένοντας στο ίδιο ξενοδοχείο, το «Hotel Cervantes», στην Calle Perdida του Μοντεβιδέο, στο δωμάτιο 205.
Γίνεται, άθελά του, αυτό που εννοούσε ο Κορτάσαρ στο «Κουτσό»: αυτός ο Ευρωπαίος διανοούμενος που διαισθάνεται πως κάπου στο Παρίσι υπάρχει ένα κλειδί και έχει βαλθεί να το ψάχνει σαν τρελός...
Με βάση αυτήν την καρμική σύμπτωση, ο Βίλα-Μάτας αναζητά το «δικό του δωμάτιο», εστιάζοντας την προσοχή του στις πόρτες που οδηγούν στα διπλανά δωμάτια, «ενεργοποιώντας» διαφορετικές «συνειδήσεις» αφηγητού και «ταξιδεύοντας» (στην ουσία «επιζωγραφίζοντας» το αρχικό αφηγηματικό του σχέδιο) μέσω συμβόλων που συνδέουν το Παρίσι με το Κασκάις, το Μοντεβιδέο, το Ρέικιαβικ, το Σεντ Γκάλεν και την Μπογκοτά, ώστε να επιστρέψει ανεπαισθήτως στη διαδικασία της γραφής. Γίνεται, άθελά του, αυτό που εννοούσε ο Κορτάσαρ στο «Κουτσό»: αυτός ο Ευρωπαίος διανοούμενος που διαισθάνεται πως κάπου στο Παρίσι υπάρχει ένα κλειδί και έχει βαλθεί να το ψάχνει σαν τρελός...
Ο Ενρίκε Βίλα-Μάτας (Enrique Vila-Matas, Βαρκελώνη, 1948) έχει να επιδείξει ένα μεγάλο σε όγκο και σπουδαίο σε αξία λογοτεχνικό έργο, που τον έχει αναδείξει ως έναν από τους κορυφαίους ευρωπαίους συγγραφείς της γενιάς του. Σπούδασε νομικά και δημοσιογραφία στην πατρίδα του και το 1968 άρχισε να γράφει κριτική κινηματογράφου στο περιοδικό «Fotogramas». Το 1970 γύρισε δύο ταινίες μικρού μήκους και την επόμενη χρονιά υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στη Melilla της Αφρικής, όπου, καθηλωμένος σε μια αποθήκη υλικού, άρχισε να γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα, «Μujer en el espejo contemplando el paisaje» με εντελώς αντισυμβατική γραφή (σχεδόν χωρίς καθόλου σημεία στίξης). Γυρίζοντας στη Βαρκελώνη, συνεργάστηκε ως κριτικός κινηματογράφου με τα περιοδικά «Bocaccio» και «Destino». Μεταξύ του 1974 και του 1976 έζησε στο Παρίσι, σ’ ένα διαμέρισμα που νοίκιασε από τη Μαργκερίτ Ντυράς. Η κριτική και το κοινό τον πρόσεξαν με το πέμπτο του μυθιστόρημα, «Historia abreviada de la literature portatil» («Σύντομη ιστορία της φορητής λογοτεχνίας», 1985). Στην Ελλάδα κυκλοφόρησαν μερικά από τα σημαντικότερα βιβλία του: «Το κάθετο ταξίδι» (2000), το οποίο τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Μυθιστορήματος Ρόμουλο Γκαλιέγος, το πιο έγκυρο βραβείο της Λατινικής Αμερικής, «Μπάρτλεμπυ και Σία» (2001), «Η νόσος του Μοντάνο» (2002), που έχει βραβευθεί με το βραβείο Heralde, το Εθνικό Βραβείο Κριτικής και το Prix Medicis Etranger, «Το Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ» (2003), «Δόκτωρ Πασαβέντο» (2005) και «Δουβλινιάδα» (2010). |
Το κείμενο μέσα από τα άλλα κείμενα
Είναι γνωστή η απόφανση του Βίλα Μάτας: «Όταν ένας συγγραφέας είναι πρωτοποριακός, πρέπει να απαγορεύει στον εαυτό του να κατατάσσεται σε αυτήν την κατηγορία». Χαρακτηριστικό είναι πως αναφέρεται σε πέντε κυρίαρχες αφηγηματικές τάσεις, που αντιστοιχούν στις πέντε πόλεις: αυτών που «δεν έχουν τίποτα να πουν», αυτών που «εσκεμμένα δεν αφηγούνται τίποτα», αυτών που «δεν τα λένε όλα», εκείνων που «ελπίζουν ότι μια μέρα ο Θεός θα τα πει όλα, συμπεριλαμβανομένου του γιατί είναι τόσο ατελής» και, τέλος, εκείνων που «έχουν παραδοθεί στη δύναμη της τεχνολογίας που φαίνεται να μεταγράφει και καταγράφοντας τα πάντα και, επομένως, καθιστώντας το επάγγελμα του συγγραφέα ανεκπλήρωτο».
[...] είναι τόσο έντονη η αμφιθυμία από τόπο σε τόπο κι από πρόσωπο σε πρόσωπο, ώστε μπορεί κανείς να μιλήσει για «μη λογοτεχνία».
Ο συγγραφέας γίνεται, εκούσια, εκθέτης ιδεών εν τη γενέσει τους, και αυτός είναι ο αφηγηματικός του «τρόπος»: το να επινοεί νέες νοητικές, γεωγραφικές και στυλιστικές συντεταγμένες που, φυσικά, δυσκολεύουν τη μετάφραση του κειμένου σε οιανδήποτε άλλη γλώσσα. Ο υψηλός βαθμός διακειμενικότητας, δε, το καθιστά δύσβατο χωρίς συνεχείς παραπομπές και επανειλημμένες αναφορές σε άλλα, παράλληλα κείμενα. Τέλος, η συνείδηση αυτού του πολυ-αφηγητή δεν συνιστά «χαρακτήρα», αλλά είναι ένα είδος avatar του συγγραφέα.
Ένας φανταστικός διάλογος με τη Μάντλιν Μουρ και αποσπάσματα από άλλους συγγραφείς, όπως ο Αντόνιο Ταμπούκι, ο Πωλ Βαλερί και ο Ρόμπερτ Βάλζερ, δημιουργούν μιαν αφήγηση χωρίς ραχοκοκκαλιά, όπου «την πλοκή μπορείς να την συνοψίσεις σε τρεις αράδες»: είναι τόσο έντονη η αμφιθυμία από τόπο σε τόπο κι από πρόσωπο σε πρόσωπο, ώστε μπορεί κανείς να μιλήσει για «μη λογοτεχνία». Τα ελβετικά κανελλόνια που τρώει ο αφηγητής στο Σεν Γκάλεν είναι επαρκής παράγοντας για να εξαφανιστεί η Μπογκοτά από τη συνείδησή του – και όλο αυτό για να αναφερθεί στο Μοντεβιδέο, ενώ κατ’ ουσίαν βρίσκεται στο Παρίσι: όλα αυτά, εάν όντως κατάλαβα τον ειρμό του αποσπάσματος.
Η αδυναμία του να προβείς στον σχηματισμό κειμένου
Υπάρχει η εγγενής αδυναμία του αφηγητή να ζήσει έξω από το κείμενο – η θεμελιώδης παρόρμηση της ζωής είναι να μεταθέσει την ύπαρξή του σε άλλον τόπο: έτσι, το κλειδί μιας πόρτας προς αυτόν τον διαφορετικό «λογοτεχνικό τόπο» μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό. Ιδού ο λόγος για τον οποίον έρχεται κι επανέρχεται στη φράση του Μπάρτλμπυ του Γραφιά του Χέρμαν Μέλβιλ «Θα προτιμούσα όχι» («I would prefer not to»). Η μοναδική ιδιότητα (παράγοντας ύπαρξης) που χαρακτηρίζει τον Μπάρτλμπυ του Μέλβιλ είναι η απόλυτη σιωπή και αποχή από το γράψιμο – αυτό, άλλωστε συνοψίζει η γνωστή του φράση: «Θα προτιμούσα όχι», τη συστηματική του άρνηση να διεκπεραιώσει τις υποχρεώσεις του ως «γραφιά». Σε αυτήν τη συναισθηματική γκάμα κινείται και η saudade (μελαγχολία) που διακατέχει τον συγγραφέα του Μοντεβιδέο.
Πρόκειται, κατά πάσαν πιθανότητα, για μια διακειμενική απόπειρα αναζήτησης της ανύπαρκτης, «ουτοπικής» αφήγησης, σε ένα λογοτεχνικό τοπίο που επιβιώνει της υπαρξιακής ακύρωσης. Όμως, παρά την απουσία ορθολογικής σύνδεσης ανάμεσα στα τεκταινόμενα, ένας έντονος ψυχαναλυτικός ειρμός και έντονο σασπένς διατρέχουν το μυθιστόρημα. Επίσης, το ασθενέστατο νήμα της αφήγησης και κάποιοι εκτενείς μονόλογοι οικοδομούν μια νέα εκδοχή εξιστόρησης, που κατασκευάζει έναν ολότελα νέο κόσμο, «όπως κάποιος που έρχεται από μια μεγάλη εκδρομή στο κέντρο μιας αχαρακτήριστης ανωμαλίας» (sic). H μεταφράστρια Νάννα Παπανικολάου –που θα πρέπει να μαρτύρησε μεταφράζοντας αυτό το δυσνόητο βιβλίο– το χαρακτηρίζει «μυθιστορηματική πραγματεία για τη λογοτεχνία, για την ασάφεια, για τη ζωή μέσα από την λογοτεχνία και τις άλλες τέχνες και για την έμπνευση».
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» αναμένεται το φθινόπωρο από τις εκδόσεις Κριτική.