Για το αφήγημα του Κριστιάν Μπομπέν [Christian Bobin] «Ο σχοινοβάτης» (μτφρ. Φοίβος Ι. Πιομπίνος, Béatrice Connolly, εκδ. Κίχλη).
Γράφει ο Μιχάλης Μακρόπουλος
«Το σώμα είναι σαν βάρκα. Όσο είσαι μικρός, είναι ελαφριά, ένα ονειρεμένο πλεούμενο, ένα ιστιοφόρο από άσπρο χαρτί. Με τον καιρό, το χαρτί μουλιάζει και η βάρκα βουλιάζει».
Ο σχοινοβάτης, Christian Bobin
Ένας κένταυρος, με τ’ αλογίσιο σώμα του και τ’ ανθρώπινο κορμί του, αποπνέει ρώμη· τα δυο του μισά, παράξενα συνταιριαγμένα, είναι μια εικόνα ακατάβλητου σφρίγους κι ανθρώπινης και ζωώδους αγριάδας. Μα από μόνο του το κεφάλι ενός αλόγου έχει μια λεπτότητα, μια θηλυκότητα, αποπνέει ευαισθησία, έχει μάτια από οψιανό, κομψά γραμμένα γύρω με μολύβι, και βαλμένα έτσι, που τ’ άλογο έχει μια πλατιά εικόνα, αλλά δίχως να μπορεί άμεσα να δει ό,τι υπάρχει πίσω −έτσι μια παρουσία πίσω του το φοβίζει− κι ό,τι υπάρχει ολόισια μπροστά του.
Στον Σχοινοβάτη, όμως, πρωταγωνιστεί ένας ανάποδος Κένταυρος, ένας άντρας με κεφάλι αλόγου, έτσι καμωμένος που να ’ναι η ευαισθησία και η λεπτότητά του διπλές, όπως είναι στον Κένταυρο διπλή η ρώμη και η αγριάδα του, και χάρη σε τούτο το απλό, μα τόσο σοφό εύρημα, αυτό το αφήγημα του Μπομπέν (διήγημα ή πολύ μικρή νουβέλα) έχει τη λιτότητα και την καθαρότητα μιας παιδικής ιστορίας, και μια σπαραχτική τρυφεράδα.
Ο αφηγητής στον Σχοινοβάτη, ένας άνθρωπος που ’χασε τη δουλειά του και δεν αναζητεί άλλη, αλλά προτιμά να πιάνει αυτά που αποκαλεί «πεταλούδες του Θεού» (μια ωραία φράση σ’ ένα βιβλίο, ένα χαμόγελο σ’ ένα πρόσωπο, μια ηλιαχτίδα πάνω σ’ έναν τοίχο), συναντιέται σ’ ένα λιβάδι με τον άντρα με το κεφάλι αλόγου, από τη μια μεριά κι από την άλλη ενός φράχτη, γιατί «χρειάζεται πάντοτε λίγη απόσταση –λίγος αέρας, λίγη απουσία, λίγο κενό ή ένας ξύλινος φράχτης πενήντα εκατοστών− για να συμβεί κάτι», κι είναι σαν ν’ απλώνουν πάνω από τούτον το φράχτη, για να δώσουν χειραψία, η φιλοσοφική ποίηση στα πεζά του Valéry και οι αλληγορίες, ή τα παραμύθια για μεγάλους αν προτιμάτε, του Marcel Aymé (μα, τίποτε από τη σκληράδα του Aymé δεν υπάρχει σε τούτη δω την ιστορία).
Τότε, που συναντά ο αφηγητής το παράξενο πλάσμα: «Ήταν χειμώνας. Περπατούσα σ’ έναν εξοχικό δρόμο. Έκανα συχνά αυτόν τον περίπατο, πάντοτε στο ίδιο μέρος. Η γη, όπως κι ο ουρανός, είναι άφθαρτη. Πάντοτε κάτι καινούργιο, πάντοτε μια έκπληξη σε περιμένει. Λεπτή κρούστα πάγου σκέπαζε τα χαντάκια. Πότε πότε έριχνα μια πέτρα στον πάγο. Μου άρεσε να τον βλέπω να ραγίζει χωρίς να σπάει. Οι πέτρες μπήγονταν μέσα του σαν διαμάντια που πιάστηκαν σε ιστό αράχνης. Έτσι περνούσα τον καιρό μου, με το κεφάλι σκυμμένο πάνω από τις πέτρες, πάνω από τον πάγο και πάνω από τον ουρανό που καθρεφτιζόταν στον πάγο».
Ο Κριστιάν Μπομπέν [Christian Bobin] γεννήθηκε το 1951 στο Κρεζό, στο Σον-ε-Λουάρ, και σπούδασε φιλοσοφία. Έχει γράψει ποίηση, πεζά, και το μυθιστόρημά του Le Très-Bas, για τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, βραβεύτηκε με τα Prix des Deux Magots (1993) και Grand Prix Catholique de Littérature (1994). Γράφει για τον εαυτό του: «Πέρασα τη ζωή μου μες στα βιβλία, μακριά απ’ τον κόσμο, και, δίχως να το ξέρω, έκανα με τ’ αναγνώσματά μου ό,τι κάνουν από ένστικτο τα πουλιά με τα γυμνά κλαριά των δέντρων: τα χαράζουν, τα σκαλίζουν, ώσπου να κόψουν ένα κλαράκι που σύντομα πλέκεται μ’ άλλα, για να φτιαχτεί η φωλιά τους». Κι αλλού, για την ανάγνωση: «Μια ζωή δίχως ανάγνωση, είναι μια ζωή που κάποιος δεν την εγκαταλείπει ποτέ· είναι μια ζωή που στοιβάζεται απάνω στον εαυτό της και την πνίγουν όλα κείνα που πάνω τους γραπώνεται…» Στα ελληνικά έχουν εκδοθεί τα αφηγήματά του: Η ξέφρενη πορεία, Η γυναίκα που έρχεται, Η ανέλπιστη, Κίσσα (όλα, από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου), Η φάλαινα με τα πράσινα μάτια (Εξάντας), Αιχμάλωτος του λίκνου (Χαραμάδα). |
Ο άντρας με τ’ αλογίσιο κεφάλι τού διηγείται πως ήταν σχοινοβάτης στο τσίρκο, μαζί με μια γυναίκα με κεφάλι φοράδας, κι όλη την υπόλοιπη ιστορία του, που εδώ δε θα πω τίποτε γι’ αυτήν, παρά μονάχα ότι ’ναι βουτηγμένη σε μια ποίηση σοφά λιτή και βαθιά ανθρώπινη, κι ότι για τον αφηγητή και τον άνθρωπο-άλογο είναι μια ιστορία πράας ενατένισης, στο τέλος ενός δρόμου, όλης της διανυσμένης διαδρομής.
Η ιδέα που ’χε ο Μπομπέν, αυτή του ανθρώπου με το κεφάλι αλόγου, ναι μεν είναι απλή και μαγική, αλλά για να κρατήσει όλη της τη μαγεία θέλει απ’ το συγγραφέα να μην παρασυρθεί σ’ εντυπωσιασμούς όταν μπορεί με λιτή καθαρότητα να σχεδιάσει μιαν εικόνα, θέλει απ’ αυτόν να μη φωνάξει κείνο που ’χει να πει, όταν μπορεί να σκύψει προς τον αναγνώστη και να του το ψιθυρίσει στ’ αφτί. Και πράγματι τ’ αποτέλεσμα εδώ είν’ άψογο, και τούτο το βιβλιαράκι κλείνει μέσα του μια μεγάλη ψυχή, που το κλειδί της, ένα απ’ όλα, είν’ ένα ποίημα του Ουίλιαμ Μπλέικ:
Κι όχι κάθε Χαμόγελο που χαμογέλασες ποτέ
Αλλ’ ένα Χαμόγελο και μόνο
Που μεταξύ Λίκνου και Τάφου
Μια φορά μόνο να το χαμογελάσεις μπορείς
Μα κι αν μόνο μια φορά το χαμογελάσεις
Υπάρχει ένα τέλος για κάθε Στενοχώρια
Ο άντρας με το κεφάλι αλόγου τ’ απαγγέλει στον αφηγητή όταν του μιλά στο τέλος για την άνοιξη που ’χει έρθει: «Εκείνο που ονομάζω άνοιξη δεν γίνεται δίχως σπαραγμό. Είναι κάτι γλυκό και βίαιο συνάμα».
Ο Σχοινοβάτης είν’ όμορφα μεταφρασμένος, με ταιριαστή λιτότητα κι ακρίβεια, από τον Φοίβο Πιομπίνο και την Béatrice Connolly.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες από ένα περασμένο μέλλον» (εκδ. Κίχλη).