
Για το μυθιστόρημα του Αλεσσάντρο Μπαρίκκο «Η νεαρή νύφη» (μτφρ. Άννα Παπασταύρου, εκδ. Πατάκη). Κεντρική εικόνα: © Andres Monreal.
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Μια οικογένεια κατοικεί σε μια βίλα του ιταλικού Βορρά, στις αρχές του εικοστού αιώνα. Μια οικογένεια ασυνήθιστη, παράξενη, αλλόκοτη. Ο Πατέρας, κομψός και σοβαρός, με μια ατέλεια στην καρδιά, εξαιτίας της οποίας αποφεύγει τις δυνατές συγκινήσεις. Η Μητέρα, τρελαίνει τους πάντες άμα τη εμφανίσει της, με την εξωπραγματική γοητεία που διαθέτει. Η Κόρη, πανέμορφη αλλά ανάπηρη, έχει βρει τον τρόπο να αντιμετωπίζει τους φόβους της. Ο Θείος, σκέφτεται και ενεργεί εν υπνώσει. Υπάρχει κι ένας Γιος, ο οποίος βρίσκεται προσωρινά στο εξωτερικό, για να διευθύνει την οικογενειακή επιχείρηση κλωστοϋφαντουργίας. Ο Μοντέστο, ο μπάτλερ του σπιτιού, είναι ο εγγυητής της σταθερότητας και ο θεματοφύλακας των μυστικών της οικογένειας. Γιατί η οικογένεια έχει πολλά μυστικά, ή μάλλον, το κάθε μέλος της έχει τα δικά του.
[...] η επανάληψη αυτών των σχολαστικών και φαινομενικά ανούσιων τελετουργικών διατηρεί την τάξη του κόσμου και τη γαλήνη του σπιτιού.
Καθημερινά, στη μεγάλη τραπεζαρία, λαμβάνουν χώρα ατελείωτα προγεύματα, στα οποία έχουν τη δυνατότητα να απολαύσουν θεσπέσιες γεύσεις τόσο εκείνοι πουν ζουν στο σπίτι όσο και οι κάθε λογής επισκέπτες τους, και η επανάληψη αυτών των σχολαστικών και φαινομενικά ανούσιων τελετουργικών διατηρεί την τάξη του κόσμου και τη γαλήνη του σπιτιού.
Οι απαράβατοι κανόνες και η απαγορευμένη απόλαυση της ανάγνωσης
Όταν καταφτάνει από την Αργεντινή η νεαρή Νύφη, με την οποία είναι αρραβωνιασμένος ο Γιος, ο Μοντέστο την ενημερώνει για τους κανόνες που είναι υποχρεωμένοι να ακολουθούν όσοι κατοικούν σε αυτό το σπίτι. Τα μέλη της οικογένειας φοβούνται το σκοτάδι, γιατί όλοι οι πρόγονοί τους έχουν πεθάνει νύχτα. Όμως η δυστυχία δεν είναι ευπρόσδεκτη εκεί, γιατί κλέβει χρόνο από τη χαρά και την ευημερία. Κανείς δεν πιστεύει σ’ αυτήν και κανένας δεν καταλαβαίνει τον σκοπό της, γι’ αυτό και κανείς δεν υποκύπτει στην οδύνη. Επίσης, στο σπίτι απαγορεύονται τα βιβλία, κι όποιος ασχολείται με την ανάγνωση, θεωρείται λιποτάκτης, αφού χρέος του καθενός είναι να αφουγκραστεί και να απολαύσει τη ζωή και όχι να καταφεύγει σε υποκατάστατα.
Τίποτα από αυτά που κάνουν δεν είναι κατακριτέο, αν πηγάζει από ανάγκη ή επιθυμία του σώματος κι αν προσφέρει ευχαρίστηση.
Η νεαρή Νύφη αρχίζει να μυείται στη φιλοσοφία της οικογένειας, στο να αντλεί ευχαρίστηση από τα πάντα. Αρχίζει να μυείται στον έρωτα ή μάλλον στο ερωτισμό, στην ομορφιά, στην έξαρση των αισθήσεων, στην τέχνη της αποπλάνησης. Ο στόχος είναι να γίνει σκανδαλωδώς ποθητή και η Μητέρα αναλαμβάνει να της το μάθει αυτό και από αθώο κορίτσι να την κάνει γυναίκα.
Τα μέλη της οικογένειας ζουν ασφαλή έξω από τον χρόνο, σε ένα τεράστιο σπίτι στο οποίο ο καθένας έχει τον χώρο του. Τίποτα από αυτά που κάνουν δεν είναι κατακριτέο, αν πηγάζει από ανάγκη ή επιθυμία του σώματος κι αν προσφέρει ευχαρίστηση. Το σώμα έχει τους δικούς του ηθικούς κανόνες, «το σώμα είναι αυτό που υπαγορεύει τη ζωή».
![]() |
Ο Αλεσσάντρο Μπαρίκκο γεννήθηκε το 1958 στο Τορίνο. Έχει γράψει μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και δοκίµια. Το Castelli di rabbia, 1991 (Όνειρα από γυαλί, Εκδόσεις Πατάκη, 2001, νέα έκδοση µε τίτλο Kάστρα της οργής, 2021), το πρώτο του µυθιστόρηµα, τιµήθηκε µε το βραβείο Campiello στην Ιταλία και το Prix Medicis etranger στη Γαλλία. Το Oceano mare, 1993 (Ωκεανός, Εκδόσεις Πατάκη, 1999), πήρε το βραβείο Viareggio και το Palazzo al Bosco στην Ιταλία. Ακολούθησε το Μετάξι, 1996 (Εκδόσεις Πατάκη, 1997), που µεταφράστηκε σε περισσότερες από σαράντα γλώσσες, ενώ το 2004 εξέδωσε και µια σύγχρονη εκδοχή της Ιλιάδας (Οµήρου Ιλιάδα, Εκδόσεις Πατάκη, 2006, νέα έκδοση 2020). Στα ελληνικά έχουν εκδοθεί επίσης τα έργα του Χιλιαεννιακόσια: Ένας µονόλογος, 1994 (Άγρα, 2002), City, 1999 (Εκδόσεις Πατάκη, 2001), Χωρίς αίµα, 2002 (Εκδόσεις Πατάκη, 2005, νέα έκδοση 2020), Ιστορία σαν παραµύθι, 2005 (Εκδόσεις Πατάκη, 2008, νέα έκδοση 2020), Προς Εµµαούς, 2009 (Εκδόσεις Πατάκη, 2012), Μίστερ Γκουίν:Τρεις φορές το ξηµέρωµα, 2011 (Εκδόσεις Πατάκη, 2019). |
Η γραφή και οι μηχανισμοί που την κινητοποιούν
Τι γίνεται όμως με τις απαγορευμένες απολαύσεις, όπως είναι η ανάγνωση ενός βιβλίου; Επιπλέον, τι είναι αυτό που ωθεί κάποιον να γράψει ένα βιβλίο; Ποια εσωτερική του ανάγκη ικανοποιεί; «Γράφω για όλα αυτά που με σκοτώνουν», λέει ο συγγραφέας. Βουλιάζοντας σε μια μοναξιά που τον τρομοκρατεί και συνάμα τον προστατεύει και διανύοντας μια φάση στην οποία νιώθει ότι είναι ανύπαρκτος και ότι κάτι τον διαγράφει από προσώπου γης, επιθυμεί, όπως όλοι, να αφήσει ένα σημάδι του εαυτού του στον κόσμο. Γράφει, και μέσα από τη διαρκή παρατήρηση της συμπεριφοράς των ηρώων του, από τις επαναλαμβανόμενες διορθώσεις του κειμένου, από την ανάλυση κάποιων φράσεων γραμμένες από τον ίδιο, οι οποίες νοηματοδοτούν τη ζωή γενικά αλλά και τη δική του ζωή, συνειδητοποιεί ότι συνολικά η διαδικασία της γραφής, είναι ο δικός του τρόπος να ζει.
Ο Μπαρίκκο επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά ότι διαθέτει ένα στιλ που δεν περνάει απαρατήρητο και ότι δεν κινείται στα γνωστά και συνηθισμένα. Στο μυθιστόρημα η αφηγηματική φωνή μετατοπίζεται διαρκώς από το α’ στο γ’ πρόσωπο και αντιστρόφως, με αξιοθαύμαστη δεξιοτεχνία, ακόμα κι όταν δεν αλλάζει ο αφηγητής. Τα μυστικά της οικογένειας αποκαλύπτονται σταδιακά, υπάρχουν ασυνήθιστοι διάλογοι, εκτενείς λίστες, περίεργοι συνειρμοί και απροσδόκητες σκοπιμότητες. Μυστήριο, απορία, επιθυμία, προσδοκία: μερικά από τα συναισθήματα που προκαλεί στον αναγνώστη το γοητευτικό αυτό κείμενο.
Ο ταλαντούχος συγγραφέας φτιάχνει μια εξωπραγματική ατμόσφαιρα, κάτι ανάμεσα σε όνειρο και παραμύθι. Η παρουσία του λειτουργεί σαν καταλύτης στη ζωή των ηρώων. Παρεμβαίνει και απευθύνεται τόσο στους ήρωες όσο και στον αναγνώστη, απαντά σε υποτιθέμενες ερωτήσεις του τελευταίου, επεξηγεί, παροτρύνει, διατυπώνει συλλογισμούς που δεν έχουν καμία σχέση με τον πυρήνα της ιστορίας, και με εξομολογητική διάθεση, αναλύει τους λόγους για τους οποίους γράφει.
Ένα βιβλίο για τη ζωή και το νόημά της, για τη σημασία των βιβλίων, για τη δυνατότητα απόδρασης από κάτι δεδομένο, όχι απαραίτητα δυσάρεστο αλλά το οποίο δεν αποτελεί προσωπική επιλογή, για το φως και το σκοτάδι της ύπαρξης, για τη χαμένη αθωότητα και τις μεταμορφώσεις τις οποίες υφίσταται ένας άνθρωπος στη διάρκεια της ζωής του.
Η μετάφραση της Άννας Παπασταύρου αναδεικνύει το απαράμιλλο στιλ του Αλεσσάντρο Μπαρίκκο.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Στην ατμόσφαιρα, αν μπορούσε κανείς να τις δει, αιωρούνταν, μετά την αναχώρηση της οικογένειας, σκέψεις αφημένες στη μέση, μισοτελειωμένες αναμνήσεις, ψευδαισθήσεις που έπρεπε να τελειοποιηθούν και ποιήματα χωρίς φινάλε: λες και θα μπορούσε η μοίρα να τα δει. Το σύνολο συμπληρωνόταν, τη στιγμή του αποχαιρετισμού, με ένα μεγάλο μέρος των αποσκευών που έμενε ξεχασμένο, στους διαδρόμους – πράξη οδυνηρή, που ωστόσο θεωρείτο αποφασιστική. Στο φως τόσης αφοσίωσης, το ενδεχόμενο οι κίνδυνοι του ταξιδιού να ανάγκαζαν κάποιον απ’ όλους να μην επιστρέψει στο σπίτι θεωρείτο σκέτη προσβολή.»