
Για το μυθιστόρημα του Βιέτ Θαν Νγκουιέν [Viet Thanh Nguyen] «Ο προσηλωμένος» (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Utopia). Κεντρική εικόνα: © Evgeniy Smersh (Unsplash).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Μας είχε προϊδεάσει ο Βιέτ Θαν Νγκουιέν με τον Συνοδοιπόρο (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Utopia), επομένως αυτή τη φορά θα έπρεπε να ξέρουμε τι να περιμένουμε από το sequel εκείνου του πυρίκαυστου και άκρως πρωτοποριακού βιβλίου που πήρε το 2016 το Πούλιτζερ και κάμποσα άλλα σημαντικά βραβεία.
Κάτι παρόμοιο, άραγε; Μήπως κάτι λιγότερο ορμητικό και ρηξικέλευθο, όπως συμβαίνει συχνά με έργα που έρχονται να συμπληρώσουν ένα επιτυχημένο προϋπάρχον; Αυτό δεν περιμέναμε πάνω κάτω; Λοιπόν, ο Αμερικανοβιετναμέζος είναι ένας κοινός «προβοκάτορας». Διέρρηξε τα πάντα κι εκεί που η λογική έλεγε πως θα ακολουθήσει την πεπατημένη (αυτό που στη γλώσσα του περιγράφεται ως safe), εκείνος ακολούθησε έναν εντελώς άλλο δρόμο.
Αυτή ακριβώς είναι η ικανότητα του Viet Thanh Nguyen: προσπερνάει μια κορυφή, φτιάχνοντας μια άλλη ψηλότερη ακόμη.
Δεν δημιούργησε έναν «Συνοδοιπόρος Νο2», αλλά έναν Προσηλωμένο με έναν τροπισμό που προσεγγίζει τη λογική του αρχικού βιβλίου, όμως σε ένα βάθος υπαρξιακού στροβιλίσματος (έως και ξεκαθαρίσματος) που ξεπερνάει κατά πολύ τον Συνοδοιπόρο. Αυτή ακριβώς είναι η ικανότητα του Βιέτ Θαν Νγκουιέν: προσπερνάει μια κορυφή, φτιάχνοντας μια άλλη ψηλότερη ακόμη.
Είχαμε αφήσει τον ανώνυμο ήρωά του στις ΗΠΑ να κατασκοπεύει τα υψηλόβαθμα στελέχη των Νοτιοβιετναμέζων προσφύγων, με σκοπό να τους αποσπάσει πληροφορίες για την αντιεπαναστατική τους δράση κατά του κομμουνιστικού καθεστώτος και να τις μεταφέρει στους συνδέσμους του. Παράλληλα, να μπαίνει στα άδυτα του Χόλιγουντ ως πολιτιστικός σύμβουλος στην ταινία Αποκάλυψη τώρα και, γενικώς, αν και κομμουνιστής, να δελεάζεται από τον δυτικό πολιτισμό και να μοιάζει πιο έτοιμος από ποτέ να παραδοθεί στα θέλγητρά του.
Αίφνης, ο ανώνυμος Συνοδοιπόρος γίνεται ο Βο Νταν του Προσηλωμένου κι από τις ΗΠΑ μεταφέρεται στο Παρίσι της δεκαετίας του '80 για να συνδεθεί με τον τόπο του πατέρα του. Πατέρα του; Μα, σε ολόκληρο το βιβλίο ονομάζεται από όλους κι από τον ίδιο ως «θεοπάλαβος μπάσταρδος».
Μια σχιζοειδής προσωπικότητα
Ένας άνθρωπος με δύο πρόσωπα, δύο μυαλά, δύο υποστάσεις, δύο εθνικότητες, δύο αντίρροπες διαθέσεις για τα πράγματα και τις ιδέες. Ναι, μια σχιζοειδής προσωπικότητα που ενδύεται διάφορες περσόνες κάθε φορά, αναζητώντας, όμως, κατά βάθος τη μια αναλλοίωτη και ουσιώδη που τον συνέχει.
Είναι Βιετναμέζος και Γάλλος. Γίνεται στρατιώτης, πράκτορας, ακαδημαϊκός, Ιάπωνας τουρίστας, έμπορος ναρκωτικών, δολοφόνος, κομμουνιστής, καπιταλιστής, ερωτιδέας, αλλά και ανίκανος να πέσει στο κρεβάτι με μια εύμορφη πόρνη και να ανταποκριθεί ερωτικά. Αυτός ο πολυμορφισμός δημιουργεί μέσα του το απαραίτητο σπείρωμα έτσι ώστε το μυαλό του να κάνει κύκλους αναζητώντας μια έξοδο.
Η κράτησή του, δε, σε στρατόπεδο αναμόρφωσης στο Βιετνάμ και τα βασανιστήρια που υπέστη από τον «απρόσωπο άνθρωπο», τον κομισάριο Μαν, τον έναν από τους αδελφοποιτούς του, όπως θα μάθουμε τώρα, θα προκαλέσει μέσα του ένα ακόμη ανεπούλωτο τραύμα.
Θα του πάρει καιρό να καταλάβει πως τη στιγμή που όλα αλλάζουν δραματικά και βίαια τριγύρω του, ο μόνος που μένει σταθερός στις αξίες του είναι ο ίδιος.
Ο Προσηλωμένος δεν είναι τίποτα άλλο από την εξομολόγηση ενός πυρωμένου και ταραγμένου μυαλού. Πιστεύει πως μέσα αυτού του μακροσκελούς credo θα καταφέρει να διορθώσει την ιδεολογική του θέση. Να γίνει ξανά ένας προσηλωμένος. Θα του πάρει καιρό να καταλάβει πως τη στιγμή που όλα αλλάζουν δραματικά και βίαια τριγύρω του, ο μόνος που μένει σταθερός στις αξίες του είναι ο ίδιος. Λες και γεννήθηκε με τούτη τη θαυμαστή προσήλωση.
Με το που φτάνει στη Γαλλία, λες και το ριζικό του γεννάει τις περιπέτειες, γίνεται μέλος μιας εγκληματικής οργάνωσης που έχουν φτιάξει συμπατριώτες του (Βιετναμέζοι, για να εξηγούμαστε) και σιγά σιγά εισχωρεί στον υπόκοσμο του Παρισιού. Αν του συμβαίνουν τρελά πράγματα; Ούτε λόγος. Όπλα, πιστολίδι, βία, σκληρά λακτίσματα, μπράβοι, τσιράκια, ένας Μεγάλος Αρχηγός, αντίπαλες ομάδες που θέλουν να πάρουν στα χέρια του τον έλεγχο των ναρκωτικών, σφαίρες να σφυρίζουν στον αέρα, αριστεροί του χαβιαριού, μια θεία που είναι μέσα σε όλα τα κόλπα κι εκείνος πάντα στη μέση να προσπαθεί να μείνει ζωντανός.
![]() |
O Βιέτ Θαν Νγκουιέν γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1971 στο Βιετνάμ. Μεγάλωσε και ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα, και επίσης δύο πονήματα σχετικά με τις πολιτισμικές συνέπειες του Πολέμου του Βιετνάμ: Race and Resistance: Literature and Politics in Asian America, το 2002 (Oxford University Press) και Nothing Ever Dies: Vietnam and The Memory of War, το 2016 (Harvard University Press). To 2015 εξέδωσε το μυθιστόρημα The Sympathizer (Ο Συνοδοιπόρος), και απέσπασε πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων το PEN/Faulkner Award for Fiction, το Andrew Carnegie Medal for Excellence in Fiction και το Pulitzer Prize for Fiction 2016. |
Μεταξύ δράματος και ιλαρότητας
Αν το πρώτο βιβλίο ήταν ένας ύμνος στο κατασκοπευτικό μυθιστόρημα (à la manière de Graham Greene), εδώ θα έλεγες πως ο Κουέντιν Ταραντίνο κάνει συνεχόμενα traveling, αρπάζοντας τη βία (που δεν είναι ωμή και άλογη) από τα μαλλιά και τη στροβιλίζει δίνοντάς της μια παράξενη υπόσταση που παίζει μεταξύ δράματος και ιλαρότητας.
Αν στον Συνοδοιπόρο ο Βιέτ Θαν Νγκουιέν αμφισβήτησε το κυρίαρχο στόρι για το τι ακριβώς συνέβη στις ΗΠΑ, τώρα ροκανίζει τα πόδια της πάλαι ποτέ γαλλικής αυτοκρατορίας για να την αφήσει κουτσή από αγνές προθέσεις δήθεν εκπολιτισμού.
Εκτός και αν πιστεύουμε ακόμη ότι η γαλλική κατοχή στην Ινδοκίνα (όνομα κατασκευασμένο απ’ αυτούς) έγινε για καλό σκοπό όπως αρέσκονται να λένε οι Γάλλοι με την προσηνή ευγένειά τους, καθώς πίνουν το Pinot Noir τους και δοκιμάζουν με την άκρη της γλώσσας τους μια μπουκίτσα φουαγκρά. Τι μας λέει ο ήρωας του Βιέτ Θαν Νγκουιέν; Ότι δεν υπήρξε καμία αποστολή πολιτισμού και καμία καλοήθεια στις προθέσεις των καταπιεστών.
[...] από το τέλος των μεγάλων αυτοκρατοριών στον καπιταλισμό, στην άνοδο του κομμουνισμού, στη μετανάστευση και, τελικώς, στον ύστερο καπιταλισμό, αλλά ποτέ (μα ποτέ) στο τέλος της ιστορίας.
Μέσα σε ένα εξόχως πυκνό βιβλίο όπου οι διαθέσεις του αλλάζουν από κεφάλαιο σε κεφάλαιο και από σελίδα σε σελίδα, μετακινείσαι αναπόδραστα από τη δύναμη του υπαρξιακού στροβιλισμού του κεντρικού ήρωα. Από το έντονο δράμα (η σκηνή όπου ο Μπον, ο Μαν και ο ήρωας –οι τρεις αδελφοποιτοί– θα βρεθούν αντιμέτωποι ο ένας απέναντι στον άλλον και θα ειπωθούν σκληρές αλήθειες, είναι γεμάτη ένταση και συγκίνηση), αίφνης, νομίζεις πως μετέχεις σε ταινία σαν το Goodfellas κι ύστερα σε ένα ερωτικό ντελίριο, στη συνέχεια σε μια παρωδία δράσης για να καταλήξεις έμφορτος ερωτημάτων (και ουχί ξέπνοος) σε μια αλυσίδα θεωρητικών σκέψεων που περιλαμβάνουν τον Μαρξ, τον Σαρτρ, την Ντε Μπουβουάρ, τον Φανόν ή τον Σεζέρ (μεταξύ πολλών άλλων).
Τα αφηγηματικά νήματα αυτών των σκέψεων διατρέχουν την παγκόσμια ιστορία από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τις μέρες μας. Κοινώς: από το τέλος των μεγάλων αυτοκρατοριών στον καπιταλισμό, στην άνοδο του κομμουνισμού, στη μετανάστευση και, τελικώς, στον ύστερο καπιταλισμό, αλλά ποτέ (μα ποτέ) στο τέλος της ιστορίας.
Τι καταφέρνει με όλα αυτά ο Βιέτ Θαν Νγκουιέν; Να φτιάξει ένα μυθιστόρημα διπλών διαθέσεων, όπως ακριβώς είναι και ο ήρωάς του. Να σου χαρίζει διαβολεμένο κέφι και την επόμενη στιγμή να σκέφτεται τα δεινά που επέφεραν οι Ευρωπαίοι στην Αφρική και την Ασία. Να σε πιάνει νευρικός γέλωτας όταν διαβάζεις για μέλη συμμορίας που είναι σαν τους επτά νάνους του παραμυθιού και λίγο παρακάτω να διαβάζεις ηλεκτρισμένες σκηνές βασανιστηρίων. Ο στοχασμός πηγαίνει αντάμα με τη δράση, το δράμα μαζί με την κωμωδία. Ο Μπίχλας και ο Ζοχάδας με τον Καμύ.
Ο Βιέτ Θαν Νγκουιέν αναλύει (υπεραναλύει, θα έλεγε κανείς) και συνάμα ασκείται στη δωρικότητα των σκηνών όταν αυτό απαιτείται. Αφήνει τον ήρωά του έρμαιο στην πολυσημία του (δεν είναι τυχαίο ότι πολλές φορές αναφέρεται στον εαυτό του χρησιμοποιώντας πρώτο πληθυντικό) και εν συνεχεία του δίνει την άκρη ενός νήματος για να αρχίσει ξανά να βρίσκει το δρόμο της αυθυπαρξίας του ως ένα ένα ον με δύο πρόσωπα και δύο μυαλά. Παράδοξο; Ναι, ολότελα. Αλλά έτσι ακριβώς είναι και τούτος ο ήρωας σε έναν κόσμο που απεχθάνεται πλέον τους μεγάλους ηρωισμούς, τους λοιδορεί, τους θεωρεί παρωχημένους. Κι όμως, μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο χαλασμάτων, αυτός ο άνθρωπος στέκει χτυπημένος από παντού, αλλά έμπλεος μιας ζωτικής σιγουριάς: οι αξίες για τις οποίες παλεύει δεν χάθηκαν. Μένει προσηλωμένος σ’ αυτές. No light but rather visible που έλεγε και ο Μίλτον.
Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης είχε πιάσει το σωστό τέμπο του Βιέτ Θαν Νγκουιέν από το πρώτο βιβλίο και δεν το αφήνει ούτε εδώ. Αν πρόκειται για εύκολο έργο; Όχι, καθόλου. Ο συγκεκριμένος συγγραφέας είναι καλά αρματωμένος, επομένως χρειάζεται αρκετή μεταφραστική ενέργεια για να μην χαθείς στις συνεχείς περιελίξεις του. Εδώ τα έχουμε όλα στους σωστούς ρυθμούς.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Εμείς –εγώ ο εαυτός μου, και το είναι μου– δεν είμαστε ούτε πραγματικοί ούτε εξωπραγματικοί, μια συνθήκη την οποία δεν έχουν βοηθήσει οι τρύπες στο κεφάλι μου, μια συνθήκη που ήταν ακόμη πιο έντονη όταν πασπαλιζόμασταν με την άσπρη σκόνη του γιατρικού, κάτι που ξέραμε ότι δεν έπρεπε να κάνουμε αλλά που ήταν πάρα πολύ εύκολο να κάνει κανείς, με δεδομένο το πόσο καλά σε κάνει να νιώθεις αυτό το πασπάλισμα, ή όταν μεταμφιεζόμασταν σε Γιαπωνέζο τουρίστα για να περπατήσουμε και πάλι στους δρόμους του Παρισιού. Φορώντας τα γυαλιά μας, είχαμε τέσσερα μάτια αντί για δύο. Αν και οι φακοί ήταν μαϊμού, τα πάντα έμοιαζαν πιο έντονα, πιο εστιασμένα, ακόμη κι αν ήμασταν φτιαγμένοι με το χασίσι, ή όταν πολλαπλασιάζαμε το χασίσι επί το γιατρικό.»