Για το μυθιστόρημα της Τζούμπα Λαχίρι [Jhumpa Lahiri] «Στις δικές μου διαδρομές» (μτφρ. Άννα Παπασταύρου, εκδ. Gutenberg). Κεντρική εικόνα: © João Ferrão (Unsplash).
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Βίοι παράλληλοι
Μια γυναίκα σαράντα έξι ετών, καθηγήτρια Πανεπιστημίου, περιδιαβαίνει στους δρόμους της πόλης που ζει. Δεν μαθαίνουμε το όνομα της πόλης, ούτε το όνομα της γυναίκας. Βλέπουμε όμως το πρόγραμμά της, αφού καταγράφει σαν να κρατάει ημερολόγιο τις καθημερινές της κινήσεις, καθώς και τα παράξενα που μερικές φορές της συμβαίνουν. Η γυναίκα αυτή πηγαίνει κολυμβητήριο, επισκέπτεται ένα μουσείο, ψωνίζει στο σούπερ μάρκετ, υπολογίζει τα χρήματα που μπορεί κάθε φορά να ξοδέψει, επισκέπτεται τη μητέρα της ή κάποιους φίλους, πηγαίνει στα σημεία της πόλης στα οποία την οδηγεί η ρουτίνα της καθημερινότητάς της. Συναντά ανθρώπους που συμπαθεί, κάποιους που παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή της, άλλους που της είναι αδιάφοροι και παρατηρεί τη συμπεριφορά τους. Παράλληλα ανακαλεί στιγμές από το παρελθόν, θυμάται ιστορίες δικές της και των άλλων, αναπολεί τη ζωή της, όσα έζησε και τη διαμόρφωσαν κι σκέφτεται όσα θα μπορούσε να είχε ζήσει.
Η κόρη θα κουβαλάει πάντα τη ματαίωση ενός ταξιδιού με τον πατέρα, αφού εκείνος την παραμονή του ταξιδιού αρρώστησε και πέθανε.
Μοναχική και ιδιόρρυθμη, είναι έως έναν βαθμό συμφιλιωμένη με τη μοναξιά της και έχει να παλέψει κυρίως με το παρελθόν, με τα βιώματα της παιδικής της ηλικίας, τα οποία ευθύνονται για τον τρόπο ζωής που έχει επιλέξει. Έζησε με έναν πατέρα απόμακρο, που δεν έπαιρνε θέση σ’ αυτά που γίνονταν μέσα στο σπίτι, και με μια μητέρα μονίμως θυμωμένη και καθόλου υποστηρικτική προς την κόρη της. Η κόρη θα κουβαλάει πάντα τη ματαίωση ενός ταξιδιού με τον πατέρα, αφού εκείνος την παραμονή του ταξιδιού αρρώστησε και πέθανε.
Η Τζούμπα Λαχίρι, κόρη Ινδών μεταναστών, γεννήθηκε το 1967 στο Λονδίνο αλλά μεγάλωσε στις ΗΠΑ. Η πρώτη της συλλογή διηγημάτων, Interpreter of Maladies (ελλ. έκδ. Διερμηνέας ασθενειών, Ελληνικά Γράμματα, 2001) κυκλοφόρησε το 1999 και βραβεύτηκε με τα βραβεία Pulitzer-Fiction, Pen/Hemingway και The New Yorker Debut of the Year. Το 2003 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο The Namesake (ελλ. έκδ. Η συνωνυμία, Ελληνικά Γράμματα, 2004). Ακολούθησε το 2008 η δεύτερη συλλογή διηγημάτων της Unaccustomed Earth, η οποία βραβεύτηκε με το Frank O'Connor International Short Story Award και το Asian American Literary Award και το 2013 το μυθιστόρημα The Lowland (ελλ. έκδ. Εκεί όπου ανθίζουν οι υάκινθοι, Μεταίχμιο, 2014). Τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και περιλαμβάνονται στις λίστες των μπεστ σέλερ. Ζει μόνιμα στη Ρώμη. |
Η αναζήτηση της ευεργετικής σκιάς ενός ανθρώπου
Η ηρωίδα δεν μεμψιμοιρεί, δεν ζηλεύει τις ζωές των άλλων, τις πολυπληθείς οικογένειές τους, τις ατελείωτες ευθύνες της καθημερινότητάς τους. Απλά αναρωτιέται πώς μπορεί να νιώθουν κι αν είναι ευτυχισμένοι, ή πώς θα ένιωθε εκείνη, αν βρισκόταν στη θέση τους. Βήμα-βήμα, γνωρίζει τον εαυτό της και καταλαβαίνει ότι το μόνο που λαχταρά, είναι να υπάρχουν γύρω της άνθρωποι με τους οποίους θα μπορεί να μοιράζεται στοργή και ζεστασιά. Μετανιώνει για ό,τι δεν δοκίμασε στη ζωή της, είτε από δειλία, είτε από φόβο.
Με απλότητα και ειλικρίνεια περιγράφονται στιγμές από τη ζωή απλών καθημερινών ανθρώπων και αναφέρονται ακροθιγώς αυτά που τους απασχολούν.
Το βιβλίο απαρτίζεται από σαράντα έξι –όσα και τα χρόνια της πρωταγωνίστριας– μικρά κείμενα, τα οποία θα μπορούσαν να αποτελούν και αυτοτελή διηγήματα. Με απλότητα και ειλικρίνεια περιγράφονται στιγμές από τη ζωή απλών καθημερινών ανθρώπων και αναφέρονται ακροθιγώς αυτά που τους απασχολούν. Και είναι πολλά τα θέματα που θίγονται στο βιβλίο: η σχέση με τα χρήματα, το παρελθόν που είναι πάντα εδώ και καθορίζει τις εκάστοτε επιλογές, οι προβληματικές σχέσεις με τους γονείς και ο εγκλωβισμός σε καταπιεστικούς οικογενειακούς δεσμούς, η χαμένη νιότη, η μοναξιά, η ανάγκη να μοιραστείς με κάποιον ό,τι σε βαραίνει, η ανάγκη για στοργή και εγγύτητα. Η ζεστασιά όμως που απορρέει από την ανθρώπινη επαφή, μπορεί να προκύψει από εκεί που δεν το περιμένεις, για να σου θυμίσει ότι στο μαζί, όλα γίνονται πιο εύκολα και πιο όμορφα. Ότι ποτέ δεν είναι αργά για κάποιον να βγει από το καβούκι του και να τολμήσει να αλλάξει ζωή, να τολμήσει να έρθει πιο κοντά στους άλλους.
Η συγγραφέας ρίχνει μια ευαίσθητη ματιά στους ανθρώπους γύρω της, στα προβλήματά τους, στον πόνο και στις ανάγκες τους. Καταγράφει, τη μοναξιά που τείνει να απαντάται όλο και συχνότερα, και την ανάγκη που έχει ο καθένας να διαρρήξει την επικρατούσα συναισθηματική αποξένωση, διατηρώντας την ελπίδα ότι κάτι καλό μπορεί ανά πάσα στιγμή να συμβεί.
Η μετάφραση της Άννας Παπασταύρου αναδεικνύει την ήρεμη αφήγηση της συγγραφέως, η οποία όμως είναι ταυτόχρονα στοχευμένη και ουσιαστική.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Μόνο ακίνητη δεν είμαι, είμαι πάντα και αποκλειστικά σε κίνηση, περιμένοντας είτε να φτάσω, είτε να επιστρέψω, είτε να φύγω. Μια μικρή βαλίτσα στα πόδια μου, που τη γεμίζω ή την αδειάζω, ή τσάντα στον κόρφο, λίγα ψιλά, ένα βιβλίο βαλμένο μέσα. Υπάρχει τόπος όπου δεν είμαστε περαστικοί; Αποπροσανατολισμένη, χαμένη, αναστατωμένη, σαστισμένη, απορρυθμισμένη, εκτοπισμένη, διωγμένη, εξορισμένη, ξεριζωμένη, αποξενωμένη: ξαναβρίσκω τον εαυτό μου μέσα σ’ αυτή την οικογένεια όρων. Αυτός είναι ο τόπος, οι λέξεις που με βάζουν στον κόσμο.»