Για το μυθιστόρημα του Μοχάμεντ Μπουγκάρ Σαρ [Mohamed Mbougar Sarr] «Η πιο μυστική μνήμη των ανθρώπων» (μτφρ. Μήνα Πατεράκη-Γαρέφη, εκδ. Πατάκη), που τιμήθηκε με τη μεγαλύτερη διάκριση των γαλλικών γραμμάτων, το βραβείο Goncourt, για το 2021. Στην κεντρική εικόνα, ο συγγραφέας.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Το σύνηθες τέχνασμα των συγγραφέων: εξαχνώνονται στο χάρτινο περίγραμμα των ηρώων τους. Υπάρχουν παντού και πουθενά. Βρίσκονται εκεί που δεν τους περιμένεις. Συχνά, δε, εκεί που ούτε και οι ίδιοι αντιλαμβάνονται ότι βρίσκονται.
Τι γίνεται, όμως, με τις περιπτώσεις εκείνων που εξαφανίζονται οικειοθελώς, που τους τρώει το μαύρο σκοτάδι, που καίνε τις γέφυρές τους με τον κόσμο κι αποφασίζουν να εισέλθουν στην επικράτεια του πιο περίκλειστου απομονωτισμού; Τι να έχει βρει, άραγε, ο Τόμας Πίντσον στην άκρατη αφάνειά του και δεν επιθυμεί να τη διαρρήξει με τίποτα; Ποια σπάνια χαρά να συνάντησε ο Τζ. Ντ. Σάλιντζερ στην επίμονη ιδιώτευσή του και δεν την έσπασε έως το τέλος της ζωής του;
Από τον Αμπρόουζ Μπηρς έως τον Έντγκαρ Άλαν Πόε κι από την Αγκάθα Κρίστι έως τον Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ, ο κατάλογος των συγγραφέων που εισήλθαν στη μαύρη τρύπα της εξαφάνισης είναι μεν μικρός, αλλά όχι αμελητέος.
Όσο και αν οι συγγραφείς θεωρούνται (και εν πολλοίς είναι) δημόσια πρόσωπα, ως εκ τούτου η παρουσία τους στα θεωρεία της δημοσιότητας θεωρείται εκ των ων ου άνευ, υπάρχουν κι εκείνες οι σπάνιες περιπτώσεις λογοτεχνών που είδαν τη συνάφεια με το πλήθος ως μια μορφή φυλακής και απέδρασαν. Από τον Αμπρόουζ Μπηρς έως τον Έντγκαρ Άλαν Πόε κι από την Αγκάθα Κρίστι έως τον Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ, ο κατάλογος των συγγραφέων που εισήλθαν στη μαύρη τρύπα της εξαφάνισης είναι μεν μικρός, αλλά όχι αμελητέος. Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε την ιδιαίτερη περίπτωση του Αρθούρου Ρεμπό που μετά την επιβλητική ποιητική συλλογή του Μια εποχή στην κόλαση αποφάσισε σε ηλικία μόλις 20 ετών να εγκαταλείψει την ποίηση και να ανοιχτεί στη μεγάλη περιπέτεια του κόσμου.
Ο βίος του Ρεμπό περιλαμβάνει τη δόξα που του πρόσφερε το ποιητικό του θαύμα, αλλά και την απομάκρυνσή του από όλους κι από όλα με μόνο σκοπό την περιπλάνησή του σε Ευρώπη και Αφρική. Επιβιβάστηκε στο μαύρο μεθυσμένο του καράβι και κούνησε μαντίλι.
Ο μαύρος Ρεμπό
Στο μυθιστόρημα του Σενεγαλέζου Μοχάμεντ Μπουγκάρ Σαρ Η πιο μυστική μνήμη των ανθρώπων (εκδ. Πατάκη) ένας εκ των πρωταγωνιστών είναι ο επονομαζόμενος μαύρος Ρεμπό, ο συγγραφέας Τ.Σ. Ελιμάν, που γεύτηκε την άνοδο και την πτώση με το μοναδικό έργο που εξέδωσε με τίτλο «Ο λαβύρινθος του απάνθρωπου». Αυτή η ραγδαία εναλλαγή αποδοχής και αποδόμησης, θα τον οδηγήσει στην απόφαση να αποσυρθεί από το λογοτεχνικό προσκήνιο, να χαθεί από προσώπου γης και το όνομά του να γίνει συνώνυμο της σκιάς. Να ήταν, άραγε, αυτός ο λόγος που τον οδήγησε στην απομάκρυνση; Να συνετρίβη μέσα του; Να ξεθεμελιώθηκε ο εαυτός του; Να μην άντεξε το βάρος της δημοφιλίας του; Θα φανεί στη συνέχεια.
Ο Σαρ αφιερώνει το βιβλίο του στον συγγραφέα Γιάμπο Ουολογκέμ από το Μάλι, ο οποίος αρχικά θαυμάστηκε για το βιβλίο του «Le devoir de violence» (1968), έως τη στιγμή που αποκαλύφθηκε πως το βιβλίο ήταν προϊόν λογοκλοπής. Υπό το βάρος των αποκαλύψεων, ο Ουολογκέμ εγκατέλειψε τον λογοτεχνικό στίβο και εγκιβωτίστηκε σε μια ερμητική σιωπή. Είναι προφανές πως η ιστορία του αποτέλεσε το πρόπλασμα για να γραφτεί η Πιο μυστική μνήμη των ανθρώπων. Έστω κι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση η εξαφάνιση δεν γίνεται αντιληπτή ως μια μορφή εκκεντρικότητας ή αδυναμίας για συνάφεια με τους ανθρώπους, αλλά ως πικρό πεπρωμένο.
Ο Τ.Σ. Ελιμάν κυκλοφορεί σε όλες τις σελίδες του πολυσέλιδου μυθιστορήματος του Σαρ σαν φαντασματική φιγούρα, σαν σκοτεινός άνεμος και παράξενο ολόγραμμα. Όσα μαθαίνουμε γι’ αυτόν είναι όσα μεταφέρουν οι λιγοστοί άνθρωποι που τον έζησαν από κοντά και κάποιες ελάχιστες δικές του καταγραφές. Εντέλει, έχουμε στα χέρια μας λιγοστά ψίχουλα πληροφοριών, τα οποία, φευ, περισσότερο συσκοτίζουν τη φυσιογνωμία του παρά αναδεικνύουν την προβληματική του. Όμως, κι αυτό θα φανεί στη συνέχεια αν είναι έτσι.
Αυτός που τον αναζητεί με έμμονο τρόπο είναι ο νεαρός Σενεγαλέζος συγγραφέας Ντιεγκάν Λατύρ Φέιγ, του οποίου το έργο έχει κινήσει το ενδιαφέρον της γαλλικής πνευματικής ιντελιγκέντσιας με αποτέλεσμα να θεωρείται μια περίπτωση που αξίζει να προσεχθεί και, γιατί όχι;, κάποια στιγμή να διαβεί ακόμη και την μεγάλη πύλη του βραβείου Goncourt. Έχουν περάσει ογδόντα χρόνια από τότε που ο Τ.Σ. Ελιμάν εξέδωσε το βιβλίο του (1938), κι όμως ο Φέιγ, εν έτει 2018, τον ανακαλύπτει, μαγεύεται από το δημιούργημά του, εισχωρεί στο βάθος των νοημάτων αυτού του σχεδόν μυστικιστικού βιβλίου και αναζητώντας τον δημιουργό του επιθυμεί να συνδεθεί, στην ουσία, με τον δικό του εαυτό κι αυτό που, δυνητικά, μπορεί να εξελιχθεί στο μέλλον διά της γραφής.
Διεσπαρμένες στο μυθιστόρημα υπάρχουν οι σκέψεις του Σαρ, μέσα από το στόμα των ηρώων του, γι’ αυτό που ονομάζουμε λογοτεχνική καταγραφή.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει τούτο: πέραν της δεδομένης περιπλάνησης του Φέιγ, αλλά και άλλων ηρώων που κινούνται πέριξ του Τ.Σ. Ελιμάν (αλλά και του ιδίου), η ουσιαστικότερη περιδίνηση που μας προσφέρει ο Σαρ είναι αυτή στον κόσμο της λογοτεχνίας από μέσα, από τη σκοπιά του δημιουργού. Διεσπαρμένες στο μυθιστόρημα υπάρχουν οι σκέψεις του Σαρ, μέσα από το στόμα των ηρώων του, γι’ αυτό που ονομάζουμε λογοτεχνική καταγραφή.
Σαν τα ποιήματα ποιητικής που τείνουν να ακολουθούν μια εντελώς σολιψιστική ιδέα για τον δημιουργό και το δημιούργημά του, τούτο το μυθιστόρημα μας παρουσιάζει άλλοτε με ωμό κι άλλοτε με ρομαντικό τρόπο, την απ’ δω πλευρά ενός βιβλίου, αυτή του συγγραφέα και των δαιμόνων που τον κατέτρεχαν κατά τη διάρκεια της γραφής. Ως εκ τούτου δεν είναι παράξενο που υπάρχει ένα κλασικό name dropping ονομαστών συγγραφέων στο βιβλίο. Από τον Μπολάνιο (το βιβλίο θυμίζει έντονα τους Άγριους Ντετέκτιβ του Χιλιανού) έως τον Γκομπρόβιτς κι από τον Κούντερα έως τον Σάμπατο, ο Σαρ μας προσφέρει μια όψη των λογοτεχνικών καταβολών του.
Φτάνει, δε, στο σημείο κάποιους από αυτούς να τους εντάξει οργανικά στην πλοκή δημιουργώντας ένα μεικτό είδος όπου η μυθοπλασία συλλειτουργεί με την πραγματικότητα δημιουργώντας ένα διαθλασμένο ενδιάμεσο πεδίο δράσης. Μα, και το όνομα που επιλέγει για τον εξαφανισμένο συγγραφέα του είναι ευθεία αναφορά στον Τ.Σ. Έλιοτ, καίτοι η αναχωρητική ψυχοσύνθεσή του παραπέμπει στον Ρεμπό. Στην ουσία, η πιο μυστική μνήμη των ανθρώπων μπορεί να βρεθεί στις καταγραφές, στις τυπωμένες λέξεις, σε εκείνο το πεδίο ανθρώπινης δημιουργίας όπου ο λόγος συναιρεί τρεις διαφορετικές χρονικότητες: το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Ο χρόνος της γραφής είναι πάντα άδηλος, δεν κινείται μονοσήμαντα. Αντιθέτως, μαζεύει στο διάβα του όλα τα φερτά στοιχεία της ανθρώπινης ιστορίας και σε τούτο το βιβλίο υπάρχουν πάρα πολλά.
Δημιουργεί ένα βιβλίο που μοιάζει να κουβαλάει στρώσεις προσωπικών διερωτήσεων, λογοτεχνικών καταγωγικών πηγών, στοιχείων ανιμισμού, έτσι ώστε να συνδεθεί άρρηκτα με τον τόπο του και συμβολιστικών σημάνσεων.
Πρώτα και κύρια ο Τ.Σ. Ελιμάν, που δεν γνωρίζει στην ουσία ποιος είναι ο πραγματικός πατέρας του. Μια έλλειψη που προσμετράται στις αιτίες που τον οδηγούν στην έξοδο προς το πουθενά. Δημιουργεί ένα βιβλίο που μοιάζει να κουβαλάει στρώσεις προσωπικών διερωτήσεων, λογοτεχνικών καταγωγικών πηγών, στοιχείων ανιμισμού, έτσι ώστε να συνδεθεί άρρηκτα με τον τόπο του και συμβολιστικών σημάνσεων. Τι είναι, άραγε, τούτο το βιβλίο; Μια πρόθεση να γραφτεί κάτι που να μοιάζει με «απόλυτο» βιβλίο; Ο Σαρ μας λέει πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να παραχθεί από κανέναν άνθρωπο. Είναι, μήπως, προϊόν λογοκλοπής; «Ο λαβύρινθος του απάνθρωπου» στην αρχή εκθειάζεται για την πρωτοποριακή του ορμή, αλλά στη συνέχεια προκαλεί μέγα σκάνδαλο, καθώς φανερώνεται πως το τελικό κείμενο είναι μια συρραφή άλλων ήδη γνωστών βιβλίων, σε ένα όλον που όσο κι αν δείχνει πρωτογενές στην ουσία στερείται πρωτοτυπίας.
Κι εδώ, όμως, ο Σαρ μας προσφέρει τη δική του θεώρηση για το πώς το έργο κάθε συγγραφέα ρέει μέσα στις φλέβες των επόμενων, αλλά και αιματώνεται από τους προηγούμενους. Κάνει λόγο για τη διαδικασία της ενδιάθρεψης. Τουτέστιν: της ελεύθερης ιδιοποίησης της λογοτεχνικής παρακαταθήκης προς εμπλουτισμό των μεταγενέστερων έργων. Κι ίσως, αυτή η διαρκής και αδιάπτωτη συνέχεια είναι που γονιμοποιεί τη λογοτεχνία κάνοντάς την πάντα επίκαιρη και σημαίνουσα.
Ο Μοχάµεντ Μπουγκάρ Σαρ γεννήθηκε το 1990 στη Σενεγάλη και ζει στη Γαλλία. H πιο µυστική µνήµη των ανθρώπων (La plus secrete memoire des hommes, Εκδόσεις Πατάκη, 2023) πρωτοεκδόθηκε στη Γαλλία το 2021 και απέσπασε το Βραβείο Transfuge καλύτερου γαλλικού μυθιστορήµατος, το Βραβείο Βιβλίου Hennessy καθώς και το Βραβείο Goncourt 2021, την κορυφαία διάκριση των γαλλικών γραµµάτων. Το βιβλίο µεταφράζεται σε περισσότερες από 35 γλώσσες. Τον Απρίλιο του 2022 η γαλλική έκδοση του βιβλίου απέσπασε και το ειδικό βραβείο Choix Goncourt de la Grece, βραβείο του Γαλλικού Ινστιτούτου που δίνει επιτροπή 100 γαλλόφωνων φοιτητών σε 9 ελληνικά πανεπιστήµια. Προηγήθηκαν τρία µυθιστορήµατα: Terre ceinte (Περίκλειστη γη), 2015 (βραβείο Ahmadou Kourouma και Grand Prix du roman metis), Silence du choeur (Σιωπή της χορωδίας), 2018 (βραβείο Litterature-Monde και Etonnants Voyageurs 2018) και De purs hommes (Περί αµιγώς ανδρών), 2018. |
Ένα θέμα καίριας σημασίας που τίθεται σ’ αυτό το βιβλίο είναι η θέση που κατέχει ένας Αφρικανός συγγραφέας στο ευρωπαϊκό λογοτεχνικό γίγνεσθαι. Μπορεί να γίνει οργανικό μέλος της ή θα διατηρεί μονίμως τη θέση του παρία; Θα γίνει αποδεκτός λόγω του εξωτισμού του ή εξαιτίας του βάθους που έχει το έργο του; Είναι μια προβληματική που έχει ευθείες πολιτικές αναφορές.
Η αλλοτριωμένη και καθημαγμένη Αφρική από τη Δύση, εμφανίζεται ωσάν αγρός σπάνιων θαυμάτων, τα οποία, όμως, καταναλώνονται από την Ευρώπη δίχως κάποια πραγματική διάθεση κατανόησης των ιδιαίτερων πτυχών τους. Ο Τ.Σ. Ελιμάν το αντιλαμβάνεται πλήρως. Το ίδιο και ο Φέιγ, αλλά και η μητέρα-αράχνη, η ονομαστή συγγραφέας Σιγκά Ντ., η οποία έχει γνωρίσει τον Ελιμάν και συνδέεται με τον Φέιγ με μια σχέση ψευδο-μητρική και κυριαρχικά ερωτική.
Όλοι φεύγουν, όλοι αναχωρούν σε τούτο το μυθιστόρημα. Όλοι αναζητούν έναν εσώτατο πυρήνα που κινείται μέσα στον κόσμο της γραφής.
Η Σιγκά αναγκάστηκε κι αυτή να φύγει από τη Σενεγάλη αναζητώντας την καθαρότητά της φωνής της στην Ευρώπη. Το αποτέλεσμα ήταν να την απαρνηθούν οι συμπατριώτες της κι εκείνη να αισθανθεί ως εξόριστη συγγραφέας σε μια Ευρώπη που δεν επιθυμεί να την εντάξει στους κόλπους της και να την ενσωματώσει οργανικά στο λογοτεχνικό corpus.
Πολλαπλές αναχωρήσεις
Όλοι φεύγουν, όλοι αναχωρούν σε τούτο το μυθιστόρημα. Όλοι αναζητούν έναν εσώτατο πυρήνα που κινείται μέσα στον κόσμο της γραφής. Από τη Σενεγάλη στο Παρίσι κι από εκεί στην Ολλανδία και την Αργεντινή, ακολουθούμε την τεθλασμένη πορεία του Τ.Σ. Ελιμάν, όπως και των άλλων ηρώων. Λες και η γητεία του Τ.Σ. Ελιμάν είναι αυτή ακριβώς: να σκορπάει μυστήριο που στην άκρη του έχει έναν γάντζο από τον οποίο αγκιστρώνονται όσοι τον γνωρίσουν.
Η κριτική στην αποικιοκρατία δεν είναι αμελητέα στο μυθιστόρημα. Η παρθένα Αφρική τέλει υπό καθεστώς συνεχόμενης δουλείας και εκμετάλλευσης από τους Δυτικούς. Πρόκειται για μια λεόντειο συμφωνία που ακόμη κι αν οι λαοί θέλουν να τη σβήσουν και να την αποτινάξουν από πάνω τους, το τίμημα που οφείλουν να πληρώσουν θα είναι βαρύ. Είναι τόσο γερά προσδεμένοι στο άρμα της Ευρώπης που υπόγεια θέλουν να της μοιάσουν, να γίνουν αρεστοί σ’ αυτήν κι ας ξέρουν πως τούτο δεν μπορεί να συμβεί ποτέ. Κοινώς: η ματαιοπονία των δούλων είναι ισχυρότερη κάποιες φορές από την πλέρια ανάγκη τους για αυτονομία και αυτοδιάθεση.
Πλην της λογοτεχνίας και της πολιτικής, ο τρίτος πυλώνας του μυθιστορήματος είναι η αγάπη ακόμη και κάτω από αντίξοες συνθήκες ή ακόμη κι αν προέρχεται από έναν λαβύρινθο συναισθημάτων. Η μητέρα του Τ.Σ. Ελιμάν χρειάστηκε να σταθεί μπροστά σ’ αυτό το δίλημμα. Ποιο από τα δίδυμα αδέλφια που την αγάπησαν, ο καθένας με τον τρόπο του, θα ακολουθήσει; Και ποιος από τους δύο είναι ο πατέρας του μετέπειτα συγγραφέα-φαινόμενο;
Είναι τόσο πολλοί οι παραπόταμοι της κεντρικής πλοκής που πάντα κάτι διαφεύγει. Σαν να μας λέει με τον τρόπο του ο Σαρ πως η γραμμικότητα των γεγονότων μιας ζωής (πολλών ζωών εν προκειμένω) δεν γίνεται να ενσωματωθούν σε ένα βιβλίο και τούτο διότι η πρόθεση του μυθοπλαστικού αποτελέσματος είναι ξέχωρο από τις αφορμές που το γέννησαν και το διαμόρφωσαν. Είναι μια ολότελα ξεχωριστή οντότητα, κειμενική το δίχως άλλο, που αναπτύσσεται με τους δικούς της νόμους και δεν τελεί υπό την αίρεση της πραγματικότητας. Πάντα κάτι θα διαφεύγει, αλλά και πάντα όλο αυτό το κάτι θα κυκλώνεται από τη γραφή.
Ο Σαρ έφτιαξε ένα πυκνογραμμένο και συνάμα πολυστρωματικό μυθιστόρημα που υμνεί τη λογοτεχνία, δίχως να παραγνωρίζει την κόλαση που περιέχει. Κάποιες φορές χάνεσαι μέσα σ’ αυτή δίχως πιθανότητα απόδρασης. Μοιάζει όλο αυτό σαν τη νιτσεϊκή ρωσική μοιρολατρία: απλώς περιμένεις τον φυσικό θάνατο να σε λυτρώσει από το ευγενές βάσανο. Το αυτό συμβαίνει στο τέλος του μυθιστορήματος στον Τ.Σ. Ελιμάν.
Να σημειωθεί πως ο Σαρ έλαβε το βραβείο Goncourt το 2021 για το συγκεκριμένο βιβλίο. Δεν γίνεται να μην σου περάσει από το μυαλό πως όλο αυτό το κατασκεύασμα κρούει πολύ δικές του ευαίσθητες χορδές και περιέχει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Λογικό και επόμενο. Ο Φέιγ είναι ο Σαρ, αλλά και κάθε συγγραφέας που αποφασίζει να εισέλθει στη μεγάλη πύλη της λογοτεχνίας πιστεύοντας πως δεν είναι αγεωμέτρητος. Η πολύ καλή μετάφραση ανήκει στην Μήνα Πατεράκη-Γαρέφη.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η αθωότητα δεν περνάει στη λογοτεχνία. Τίποτα ωραίο δεν γράφεται χωρίς μελαγχολία. Μπορείς να τη διασκεδάσεις, να την μεταμφιέσεις, να την προεκτείνεις σε απόλυτη τραγωδία ή να την μεταστοιχειώσεις σε ατέρμονη κωμωδία. Όλα επιτρέπονται στις παραλλαγές και στους συνδυασμούς που προσφέρει η λογοτεχνική δημιουργία. Ανασηκώνεις μια καταπακτή θλίψης, και η λογοτεχνία κάνει να ανέβει ένα πελώριο γέλιο από την τρύπα. Μπαίνεις σ’ ένα βιβλίο όπως σε μια λίμνη πόνου, μαύρη και παγωμένη. Αλλά, στο βάθος της, ακούς ξάφνου τον χαρούμενο σκοπό μιας γιορτής: τανγκό φυσητήρων, ζουκ ιππόκαμπων, τουέρκ χελωνών, μούνγουοκ γιγάντιων κεφαλόποδων. Στην αρχή είναι η μελαγχολία, η μελαγχολία να είσαι άνθρωπος· η ψυχή που θα ξέρει να την κοιτάξει μέχρι τον πάτο της και να την κάνει ν’ αντηχήσει στον καθένα, μόνο αυτή θα είναι η ψυχή του καλλιτέχνη – του συγγραφέα.»