Για το μυθιστόρημα της Μάγκι Ο’ Φάρελ: «Το πορτρέτο ενός γάμου» (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Ψυχογιός).
Γράφει ο Κ.Β. Κατσουλάρης
Ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στην Ιταλία, στα χρόνια των Μεδίκων, και φέρνει στο φως μια αποτρόπαιη, αν και όχι ασυνήθιστη εκείνα τα χρόνια, συζυγοκτονία. Τίτλος του, «Το πορτρέτο ενός γάμου» (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Ψυχογιός) και συγγραφέας του η βραβευμένη Ιρλανδή, Μάγκι Ο’ Φάρελ.
Συζυγοκτονία; Συνηθισμένη υπόθεση...
Θα προβληματίσει τον σημερινό αναγνώστη, αν και μάλλον δεν θα έπρεπε, η πληροφορία προς το τέλος του βιβλίου, στο σημείωμα που παραθέτει η συγγραφέας Μάγκι Ο’ Φάρελ, ότι ο βίαιος θάνατος από τα χέρια του συζύγου, ή κάποιου δικού του ανθρώπου, δεν ήταν διόλου ασυνήθιστος τα χρόνια εκείνα, στους κύκλους της Ιταλικής αριστοκρατίας – για να περιοριστούμε εκεί. Είναι χαρακτηριστικό, ότι εκτός από τη Λουκρητία ντι Κόζιμο, την ηρωίδα τούτου του μυθιστορήματος, βίαιο θάνατο βρήκε και η μεγαλύτερη αδερφή της, η Ιζαμπέλα, λίγα χρόνια αργότερα, στη διάρκεια μιας κυνηγητικής εξόρμησης με τον σύζυγό της. Και δεν ήταν οι μόνες, όπως προκύπτει από την έρευνα της συγγραφέα. Οι αριστοκράτες της εποχής, που παντρεύονταν συχνά δύο και τρεις φορές, συχνά σε αναζήτηση του αρσενικού απογόνου (όπως ο Δούκας σύζυγος της Λουκρητίας), δεν δίσταζαν να ξεφορτωθούν βιαίως τη σύζυγο, προκειμένου, σε σύντομο χρονικό διάστημα, να περάσουν στην επόμενη.
Η ζωή των γυναικών, είτε ήταν σύζυγοι, είτε ατιμασμένες αδερφές, είτε ανήθικες πόρνες, ήταν φτηνή, και η απώλειά της σπάνια ξεσήκωνε υπερβολικές αντιδράσεις και ερωτηματικά.
Κι επειδή δεν έχουμε λόγο να πιστεύουμε ότι η συζυγοκτονία ήταν προνόμιο μόνο της άρχουσας τάξης, και ό,τι στα κατώτερα και συνήθως εξαθλιωμένα κοινωνικά στρώματα, βασίλευε ο σεβασμός για τις γυναίκες, συζύγους και αδερφές, δεν θα ήταν παράτολμο να υποθέσουμε το εξής: Η ζωή των γυναικών, είτε ήταν σύζυγοι, είτε ατιμασμένες αδερφές, είτε ανήθικες πόρνες, ήταν φτηνή, και η απώλειά της σπάνια ξεσήκωνε υπερβολικές αντιδράσεις και ερωτηματικά. Περισσότερο εκλαμβανόταν ως ένα φυσικό γεγονός, όπως μια ξαφνική νεροποντή. Το γεγονός ότι αυτή η θλιβερή και απάνθρωπη παράδοση, γιατί για παράδοση πρόκειται, συνεχίζεται, με παραλλαγές, μέχρι τις μέρες μας, και βέβαια και στη χώρα μας, θα ήταν υποκριτικό να μας εκπλήσσει.
Ας επιστρέψουμε όμως στην ηρωίδα μας, στη 16χρονη την εποχή του θανάτου της Λουκρητία, και να τη συναντήσουμε τη στιγμή που έχουν αρχίσει να τη ζώνουν τα φίδια.
Πώς έφτασαν ως εκεί τα πράγματα;
Με αυτή τη φοβερή επίγνωση, ότι ο σύζυγός της σχεδιάζει να την σκοτώσει, ξεκινάει το μυθιστόρημα. Πώς όμως έφτασαν ως εκεί τα πράγματα; Ποιος αδυσώπητος μηχανισμός λειτούργησε;
Όταν ο Αλφόνσο, μελλοντικός Δούκας της Φερράρα εκφράζει την επιθυμία να πάρει για σύζυγό του τη Λουκρητία, κόρη του Δούκα της Φλωρεντίας ντι Κόζιμο, η κοπέλα δεν έχει ακόμη κλείσει τα δεκατρία της, ενώ εκείνος είναι ήδη είκοσι τεσσάρων. Λιγότερο από έναν χρόνο πριν, ήταν όλα συμφωνημένα για να παντρευτεί τη μεγαλύτερή της αδερφή, τη Μαρία, η οποία όμως πέθανε αιφνιδίως, πιθανότατα από πνευμονία, χαλώντας τα σχέδια τα δικά του αλλά και του πατέρα της.
Τώρα όμως έχουν ήδη περάσει δύο χρόνια από τον γάμο τους, και παρά τις προγραμματικά τακτικές, αν και ψυχρές, συνευρέσεις τους, η Λουκρητία δεν έχει ακόμη μείνει έγκυος [...]
Ο Αλφόνσο, δεν έχασε το χρόνο του. Ήθελε οπωσδήποτε μία από τις κόρες του Δούκα της Φλωρεντίας και της Ισπανίδας Ελεωνόρας, την οποία ο λαός αποκαλούσε «Η Γονιμοτάτη», χάρη στα τρία κορίτσια και στα τρία αγόρια, όλα υγιή, που είχε ήδη φέρει στον κόσμο. Για τον Αλφόνσο η στιγμή που θα χριζόταν Δούκας πλησίαζε, μια κι ο πατέρας του ήταν βαριά άρρωστος, κι έτσι η ανάγκη να αποκτήσει το γρηγορότερο έναν διάδοχο, εξασφαλίζοντας μια σαφή γραμμή διαδοχής στο αξίωμα, ήταν επιτακτική.
Τώρα όμως έχουν ήδη περάσει δύο χρόνια από τον γάμο τους, και παρά τις προγραμματικά τακτικές, αν και ψυχρές, συνευρέσεις τους, η Λουκρητία δεν έχει ακόμη μείνει έγκυος, κι ο Δούκας έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται, ότι μια σύζυγος ελαττωματική, που δεν θα φέρει τον πολυπόθητο διάδοχο, του είναι μάλλον άχρηστη.
Η γυναίκα ως σκεύος παραγωγής διαδόχων
Το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος αφορά τη ζωή της Λουκρητίας στο Παλάτσο Βέκιο της Φλωρεντίας, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε με την οικογένειά της, από το 1545, έως το 1578, όταν παντρεύτηκε τον Αλφόνσο και έφυγε να ζήσει μαζί του στη Φεράρα. Είναι ένα λεπτομερές και ιδιαίτερα παραστατικό φρέσκο της εποχής των Μεδίκων, εστιασμένο στους μέσα χώρους της εξουσίας του Δούκα, στους ανελέητους μηχανισμούς διατήρησης και αναπαραγωγής της εξουσίας, στους οποίους υποτασσόταν κάθε απόφαση. Οι γάμοι και των έξι παιδιών ήταν από τα πριν καθορισμένοι, με λεπτομέρειες, βασισμένοι πλήρως σε πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις. Οι κοπέλες, που δίνονταν κατά κανόνα ανήλικες (με τα σημερινά μέτρα και σταθμά) στους συνήθως κατά πολύ μεγαλύτερους άντρες τους, εκπαιδεύονταν στα οικιακά, στη χειροτεχνία και στο κέντημα, αλλά λάμβαναν και κάποιες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, ώστε να μην ντροπιάσουν τον σύζυγο αν έτυχε να βρεθούν σε μια σοβαρή συζήτηση.
Κάθε της ενέργεια, κάθε της προσπάθεια να αποφύγει τη σφαγή της, την φέρνει όλο και κοντύτερα στο μοιραίο.
Τα αγόρια, από την άλλη, επιδίδονταν από νωρίς στις πολεμικές τέχνες, την ξιφασκία, κατά κόρον, εκείνα τα χρόνια, ενώ παράλληλα μυούνταν από τους πατεράδες τους στις αδυσώπητες πλην συχνά λεπτεπίλεπτες τεχνικές της εξουσίας – κατά προτεραιότητα, οι πρωτότοκοι. Σε αυτόν τον κόσμο, όπου η γυναίκα-σύζυγος χρησίμευε καταρχάς ως σκεύος παραγωγής διαδόχων, μια και για τις απλές χαρές της σάρκας υπήρχαν άλλες γυναίκες, πιο κατάλληλες, σε αυτόν τον κόσμο, η γυναίκα με το στίγμα της στειρότητας, στίγμα αυθαίρετο και χωρίς καμιά επιστημονική βάση προφανώς, ισοδυναμούσε με καταδίκη.
Όλα αυτά τα γνωρίζει βέβαια η Λουκρητία, κι αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι όσο περνάει ο καιρός, ο κλοιός γύρω της σφίγγει. Η αιφνίδια μετακόμισή τους, χωρίς υπηρέτες ή άλλα μάτια, σε ένα ερημικό θέρετρο, στη Φορτέτσα, κοντά στο Μποντένο, δήθεν για να πάρει καθαρό αέρα, είναι η απόφαση που πυροδοτεί την αντίστροφη μέτρηση. Κάθε της ενέργεια, κάθε της προσπάθεια να αποφύγει τη σφαγή της, την φέρνει όλο και κοντύτερα στο μοιραίο. Ή μήπως, την τελευταία στιγμή, θα καταφέρει να διαφύγει, με τη βοήθεια του καλόψυχου Τζάκομο, ενός από τους ζωγράφους που κλήθηκαν να φιλοτεχνήσουν το πορτρέτο της;
Ένας ολοζώντανος χαρακτήρας
Την βραβευμένη Ιρλανδή συγγραφέα τη γνωρίσαμε πριν από δύο χρόνια, με το υποβλητικό μυθιστόρημά της Άμνετ, όπου με αφορμή τον πρόωρα χαμένο γιο του Σαίξπηρ, φιλοτέχνησε ένα εκπληκτικά πρωτότυπο και συγκινητικό πορτρέτο της γυναίκας του, Αν Χάθαγουεϊ.
Κι εδώ, την ίδια περίπου εποχή, αλλά στην Ιταλία, παρά τη ζοφερή ατμόσφαιρα που υποβάλλει η σταδιακή επίγνωση ότι η ηρωίδα δεν θα έχει καλό τέλος στα χέρια του αδίστακτου Δούκα συζύγου της, η συγγραφέας δημιουργεί έναν ολοζώντανο χαρακτήρα, μιας κοπέλας χαρισματικής και ιδιαίτερης, που επικοινωνεί βαθιά με τα ζώα, και που σε έναν άλλον κόσμο θα είχε λάμψει με το ταλέντο της στη ζωγραφική.
Η ειρωνεία; Ο Αλφόνσο, που όλα δείχνουν ότι φόνευσε την 16χρονη Λουκρητία και πρώτη Δούκισσα της Φεράρα, παντρεύτηκε δύο ακόμη φορές, αλλά δεν απέκτησε κανέναν απόγονο. Με βάση τα όσα γνωρίζουμε σήμερα, οι πιθανότητες να ήταν στείρος είναι συντριπτικές.
* Ο Κ.Β. Κατσουλάρης είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Αφαίας και Τελαμώνος» (εκδ. Μεταίχμιο).