
Για το βιβλίο της Ντάλια Γκρινκεβιτσούτε «Σκιές στην τούνδρα» (μτφρ. Κωνσταντίνα Στασινού, εκδ. Βακχικόν), «αναμνήσεις της συγγραφέα από την εμπειρία της φυλάκισής της στα γκουλάγκ της Σιβηρίας επί σταλινικού καθεστώτος». Στην κεντρική εικόνα, αγόρια σε γκουλάγκ (David Center for Russian and Eurasian Studies).
Γράφει η Λεύκη Σαραντινού
Ένα βιβλίο για γερά νεύρα που θα μας ταρακουνήσει και θα μας βάλει σε σκέψεις είναι αυτό της Λιθουανής συγγραφέως Ντάλια Γκρινκεβιτσούτε, που έζησε από το 1927 μέχρι και το 1987. Η μυθιστορία της Γκρινκεβιτσούτε έχει τίτλο Σκιές στην τούνδρα (μτφρ. Κωνσταντίνα Στασινού) και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Χειρόγραφα θαμένα στον κήπο από το φόβο της KGB
Πρόκεται για το πρωτόλειο των αναμνήσεων της συγγραφέως από τη φρικτή εμπειρία της φυλάκισής της στα γκουλάγκ της Σιβηρίας επί σταλινικού καθεστώτος. Η συγγραφέας συνελήφθη σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών μαζί με τη μητέρα και τον αδελφό της και απελάθηκε στη Ρωσία. Σε ηλικία είκοσι ενός ετών δραπέτευσε από τα γκουλάγκ, στα οποία εργαζόταν σε καθημερινή βάση και σε απάνθρωπες συνθήκες επί δώδεκα ή και δεκατέσσερις ώρες ημερησίως, και επέστρεψε στην πατρίδα της τελικά το 1956. Στη συνέχεια, κατάφερε να σπουδάσει γιατρός και αρχικά εργάστηκε ως τέτοια, πριν το καθεστώς αποφασίσει πως είναι επικίνδυνη ως πρώην εξόριστη που ήταν και της αφαιρέσει την άδεια. Σε ηλικία είκοσι δύο ετών ξεκίνησε να καταγράφει τις εμπειρίες από τη φυλάκισή της, αλλά τελικά έθαψε τα χειρόγραφα σε ένα δοχείο στον κήπο του σπιτιού της από φόβο μήπως τα ανακαλύψει η KGB.
Ακόμη κι αν ο αναγνώστης γνωρίζει τι ακριβώς συνέβαινε στα γκουλάγκ και έχει διαβάσει στο παρελθόν και άλλα παρόμοιου περιεχομένου πονήματα, δεν υπάρχει περίπτωση να μην συγκλονιστεί από τα γραφόμενα και τις περιγραφές της Γκρινκεβιτσούτε.
Οι καταγραφές αυτές ανακαλύφθηκαν τυχαία το 1991, όταν η συγγραφέας είχε πια πεθάνει. Έκτοτε αποτελούν βασικό υποχρεωτικό ανάγνωσμα –και δικαίως– στα σχολεία της Λιθουανίας, αφού απεικονίζουν με μελανά χρώματα την κακομεταχείριση που υπέστησαν οι άλλες εθνότητες της Σοβιετικής Ένωσης στα χέρια του ρωσικού ολοκληρωτικού καθεστώτος.
![]() |
Η Ντάλια Γκρινκεβιτσούτε (Dalia Grinkevičiūtė, 1927-1987) ήταν Λιθουανή συγγραφέας και γιατρός. Μετά την εισβολή των Σοβιετικών στο Κάουνας, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, εξορίστηκε σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών μαζί με τη μητέρα και τον αδερφό της, και πέρασε την εφηβεία της σε ένα σιβηρικό γκουλάγκ. Κατάφερε να αντέξει την πείνα, την παγωνιά και τη σκληρή καθημερινή εργασία, ώσπου στα είκοσι ένα της δραπέτευσε και επέστρεψε στην πατρίδα της, από όπου εκδιώχθηκε ξανά στη Σιβηρία το 1951. Μετά τον θάνατο του Στάλιν, επέστρεψε στη χώρα της και σπούδασε ιατρική. Στη συνέχεια εργάστηκε ως γιατρός, μέχρι που της απαγορεύτηκε να ασκεί το επάγγελμα. Τα απομνημονεύματά της από τα χρόνια της εξορίας και της σοβιετικής καταπίεσης κατέχουν εξέχουσα θέση στη λιθουανική λογοτεχνία και διδάσκονται στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας. Η έκδοση Σκιές στην τούνδρα βασίζεται στα απομνημονεύματα της περιόδου 1949-50, που εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1997 και εκτέθηκαν στο Πολεμικό Μουσείο στο Κάουνας. Έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, μεταξύ άλλων στα γερμανικά και στα αγγλικά, και πλέον στα ελληνικά. |
Ακόμη κι αν ο αναγνώστης γνωρίζει τι ακριβώς συνέβαινε στα γκουλάγκ και έχει διαβάσει στο παρελθόν και άλλα παρόμοιου περιεχομένου πονήματα, δεν υπάρχει περίπτωση να μην συγκλονιστεί από τα γραφόμενα και τις περιγραφές της Γκρινκεβιτσούτε. Ο πόνος από την απώλεια της πατρίδας και της προηγούμενης ζωής τους και την αναίτια κακομεταχείριση της συγγραφέως είναι διάχυτος σε κάθε σελίδα και θα συγκινήσει ακόμη και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη. Μετά από κάποιους μήνες παραμονής στα στρατόπεδα, οι άνθρωποι που διαμένουν στα γκλουλάγκ έχουν απολέσει πλέον και το τελευταίο ίχνος της ανθρώπινης υπόστασής τους:
«Να ’μαστε λοιπόν. Πλάσματα που κάποτε αυτοαποκαλούμασταν άνθρωποι, γελούσαμε, φλερτάραμε, καλούσαμε φίλους για επίσκεψη, κανονίζαμε καλοκαιρινές διακοπές έπειτα από εξουθενωτικούς χειμώνες στην πόλη, θυμώναμε που η ράφτρα έκανε μαντάρα ένα ρούχο μας ή γιατί ένα διαμέρισμα με δύο δωμάτια μας έμοιαζε μικρό. Όλοι είναι σιωπηλοί. Δεν είναι καν παρόντες. Οι άνθρωποι που ήταν κάποτε έχουν χαθεί από καιρό. Πέθανα στις 14 Ιουνίου. Το μόνο που έχει μείνει στους δεκατρείς στρατώνες είναι οι νεκροί και οι σχεδόν νεκροί. Μόνο τρεις κατηγορίες ανθρώπων έχουν μείνει: οι νεκροί, οι ετοιμοθάνατοι και όσοι αργοπεθαίνουν, αλλά με μια πιθανότητα να ζήσουν».
Πρόκειται για ένα εντελώς δυστοπικό περιβάλλον, στο οποίο μονάχα η ακλόνητη θέληση για ζωή και η καλή τύχη μπορεί να άφηναν κάποιον να επιβιώσει. Το φοβερό κρύο, η ελλιπής διατροφή, η κακομεταχείριση των αιχμαλώτων και οι ασθένειες έκαναν τη επιβίωση των κρατουμένων πραγματικά ανυπόφορη.
Τέλος, να συμπληρώσουμε ότι τη μετάφραση του πονήματος υπογράφει η Κωνσταντίνα Στασινού.
*Η ΛΕΥΚΗ ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ είναι συγγραφέας, ιστορικός και καθηγήτρια μουσικής. Τελευταίο της βιβλίο, ο τόμος «Γραφο... σκιάσεις: Ασκήσεις δημιουργικής γραφής για εφήβους και ενήλικες» (εκδ. 24 Γράμματα).