Για το μυθιστόρημα της Σάρα Σις (Sarah Chiche) Κρόνος, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στερέωμα σε μετάφραση της Έφης Κορομηλά. Στην κεντρική εικόνα, έργο του Vsevolod Chistiakov.
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Μπορεί ένα παιδί που χάνει τον πατέρα του πριν καν αρχίσει να καταλαβαίνει τον κόσμο, να περάσει, εξαιτίας αυτής της απώλειας, μια ζωή βουτηγμένη στη θλίψη, και να διαταραχτεί η ψυχική του υγεία; Και, μια ψυχική ασθένεια, που κατά κοινή ομολογία, είναι καταδίκη, τόσο γι’ αυτόν που τη φέρει, όσο και για τους γύρω του, μπορεί να γίνει μια ευκαιρία; Ευκαιρία για ενδοσκόπηση, ευκαιρία για αναθεώρηση και επαναπροσδιορισμό, ευκαιρία για συγγραφή;
Το φθινόπωρο του 1977, σε έναν πύργο στη Γαλλία, ένα κοριτσάκι δεκαπέντε μηνών, παίζει με τους κύβους του. Ξαφνικά, η πόρτα του δωματίου όπου βρίσκεται, ανοίγει διάπλατα από μόνη της και ξανακλείνει με απίστευτη ορμή. Την ίδια ώρα, σε έναν θάλαμο της οικογενειακής κλινικής, ο πατέρας του κοριτσιού, ο Χάρι, φεύγει από τη ζωή σε ηλικία τριάντα τεσσάρων ετών.
Ο Χάρι προέρχεται από οικογένεια γιατρών, που κάποτε διατηρούσαν κλινική στην Αλγερία, και, παρά το γεγονός ότι διώχθηκαν από κει και έχασαν τα πάντα όταν η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της, κατάφεραν να τα ξανακερδίσουν, και να στήσουν μια άλλη κλινική στη Γαλλία, εξίσου πετυχημένη. Η μικρή μεγαλώνει σε αυτό τον πύργο με τις αλέες και τους κήπους, όπου όλα είναι πελώρια, τα γεύματα, τα έπιπλα, οι πίνακες κορυφαίων ζωγράφων, τα αυτοκίνητα, η θερμαινόμενη πισίνα. Τα άτομα που την περιβάλλουν «πλέουν μέσα στην αυταπάτη πως, αν όλα είναι τόσο λαμπερά, τόσο υπέροχα, τόσο μεγαλειώδη και σπουδαία, τότε τίποτα δεν θα πεθάνει ποτέ».
Όμως η απουσία όλων αυτών των προσώπων από τη ζωή της, της δημιουργεί τεράστια και δυσαναπλήρωτα κενά.
Όμως ο πατέρας της έχει ήδη πεθάνει κι εκείνη μεγαλώνει χωρίς αυτόν. Λίγο καιρό αργότερα χάνει και τον παππού της, και, σταδιακά, τα πρόσωπα από την οικογένεια του πατέρα της εξαφανίζονται από τη ζωή της, άλλοτε γιατί παύουν να υπάρχουν στη ζωή κι άλλοτε γιατί απομακρύνονται από τη μητέρα της, η οποία είναι κόκκινο πανί για την οικογένεια. Όμως η απουσία όλων αυτών των προσώπων από τη ζωή της, της δημιουργεί τεράστια και δυσαναπλήρωτα κενά. Οι αγκαλιές που στερήθηκε, η συγγνώμη προς τη γιαγιά της, που δεν ειπώθηκε ποτέ και η μορφή του πατέρα που δεν υπάρχει σαν μνήμη παρά μόνο σαν πρόσωπο φωτογραφίας, σε συνδυασμό με μια κληρονομική προδιάθεση ψυχασθένειας από την πλευρά της άλλης γιαγιάς της, τη βουτούν στην κατάθλιψη, σε «έναν πόνο απέραντο όσο ο κόσμος».
Πρέπει να περάσουν περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες, να γίνει η εισαγωγή της σε κλινική, να κάνει χρήση νευροληπτικών και αντικαταθλιπτικών χαπιών, και να μεσολαβήσει η τυχαία συνάντηση με μια γυναίκα που γνώριζε τον πατέρα της, για να βρει τη δύναμη να ανατρέξει στο παρελθόν, στην ιστορία της οικογένειάς της, να μπορέσει να αντικρύσει τα σωστά και τα λάθη, να τα κατανοήσει, να τα καταγράψει και να τηρήσει την υπόσχεση που έδωσε μπροστά στον τάφο του πατέρα της.
Το παρελθόν για κείνη δεν έχει περάσει. Συνεχίζει να υπάρχει, γιατί εκείνη το επιλέγει, γιατί δεν μπορεί διαφορετικά, γιατί δεν έζησε όσα ήθελε από αυτό, όσα δικαιούνταν και όσα είχε ανάγκη.
Αρχίζει λοιπόν να γράφει, όχι βασισμένη σε βιώματα, αλλά στις διηγήσεις των άλλων και στις αποσπασματικές πληροφορίες που της έχουν δώσει. Και γράφει με τον ίδιο τρόπο που ζει: μπαινοβγαίνοντας στο χθες και αναβιώνοντας με το μυαλό και την ψυχή της γεγονότα στα οποία δεν ήταν παρούσα. Η ηρωίδα βλέπει διαρκώς το φάντασμα του πατέρα της, ένα φάντασμα που αποκτά περίγραμμα, είναι χειροπιαστό, είναι εδώ, εκείνη μπαίνει μέσα του, ζει τη ζωή του, γίνεται εκείνος. Γίνεται το αγόρι που ζηλεύει τον τέλειο σε όλα αδερφό του, γίνεται ο νέος άντρας που παρατηρεί τα αστέρια και τους πλανήτες, που εγκαταλείπει την ιατρική γιατί θέλει να ασχοληθεί με την ψυχανάλυση ή τον κινηματογράφο, που πάει κόντρα στη θέληση των δικών του και ερωτεύεται τρελά τη λάθος γυναίκα, που αποκτά μια κόρη και δεν προλαβαίνει να τη χαρεί. Το παρελθόν για κείνη δεν έχει περάσει. Συνεχίζει να υπάρχει, γιατί εκείνη το επιλέγει, γιατί δεν μπορεί διαφορετικά, γιατί δεν έζησε όσα ήθελε από αυτό, όσα δικαιούνταν και όσα είχε ανάγκη.
Γράφει όμως επίσης για την ασθένειά της, για την απομόνωση στην οποία υπέβαλε τον εαυτό της, για την αδυναμία επικοινωνίας με τους γύρω της, για τα σκοτάδια στα οποία είχε βυθιστεί, για το πώς ένιωθε όλο εκείνο το διάστημα που το μόνο που έκανε ήταν να τρώει και να κοιμάται. Γράφει για την απόφασή της να παρεκκλίνει από το μεγάλο οικογενειακό όνειρο, και, ακολουθώντας το παράδειγμα του πατέρα της, αντί για γιατρός, να γίνει ψυχοθεραπεύτρια.
Η συγγραφέας επιλέγει το όνομα Κρόνος για το βιβλίο της. Του δίνει το όνομα του πλανήτη με τους πολλούς δακτυλίους, που εκτός των άλλων συμβολίζει την απομάκρυνση από το παρελθόν και την προσέγγιση των πραγμάτων σε βάθος, του πλανήτη του φθινοπώρου και της μελαγχολίας. Επίσης, του δίνει το όνομα του Τιτάνα που τόλμησε να τα βάλει με τον πατέρα του, αλλά και που έτρωγε τα παιδιά του. Ο Κρόνος μπορεί να είναι ο πατέρας της κι εκείνη ένας από τους δακτυλίους του, που τον περιβάλλουν πάντα, αλλά δεν μπορούν ούτε να απομακρυνθούν ούτε και να τον πλησιάσουν περισσότερο.
H Σάρα Σις (Sarah Chiche) είναι συγγραφέας, κλινική ψυχολόγος και ψυχαναλύτρια. Το μυθιστόρημά της Les Enténébrés (εκδ. Seuil, 2019) απέσπασε το βραβείο Closerie des Lilas. To «Κρόνος» ήταν υποψήφιο για τα βραβεία Goncourt, Médicis, Femina, όπως και για το μεγάλο βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας. Έχει γράψει επίσης τα βιβλία «Μια ερωτική ιστορία της ψυχανάλυσης», καθώς και δοκίμια για τον κινηματογράφο του Μάικλ Χάνεκε και τη λογοτεχνία του Φερνάντο Πεσόα. |
Το βιβλίο σε εισάγει στην ιδιαίτερη ατμόσφαιρά του, ήδη από την πρώτη σελίδα του. Συνεχείς αναδρομές στο παρελθόν, που πραγματοποιούνται με μεγάλη μαεστρία και αποδίδουν τέλεια τη χαώδη συναισθηματική κατάσταση της ηρωίδας. Λόγος σύνθετος, περίπλοκος, χειμαρρώδης. Λέξεις απλές, αλλά συνδυασμένες με τέτοιο τρόπο που αποκτούν μεγάλο ειδικό βάρος, επαναλήψεις που κλιμακώνουν την ένταση, αντιθέσεις που βαθαίνουν τη συγκίνηση, κι ένας μελαγχολικός λυρισμός που το διαπερνά από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Το μυθιστόρημα εκτός από ιστορικά, έχει και αυτοβιογραφικά στοιχεία, κι αυτό κάνει πιο δυνατή τη φωνή του, πιο έντονη την ταραχή που προκαλεί στον αναγνώστη, πιο βαθιά την αλήθεια που αποπνέει.
Ένα βιβλίο για τον πλούτο που, όταν είναι υπερβολικός, είναι καταραμένος και δεν φέρνει σχεδόν ποτέ την ευτυχία, για την απώλεια και τη διαχείριση του πένθους, για την αγάπη ενός παιδιού προς τον πατέρα, για τη στέρηση και τις εμμονές, για την προσπάθεια απομάκρυνσης από το παρελθόν και ταυτόχρονα για την ανάγκη καταβύθισης σε αυτό, σαν τη μόνη οδό λύτρωσης. Ένα βιβλίο αφιερωμένο από τη συγγραφέα στους ευάλωτους και στους πενθούντες.
Η μετάφραση της Έφης Κορομηλά συμπορεύεται με τη συναισθηματικά φορτισμένη ατμόσφαιρα του βιβλίου και αποδίδει τον πόνο και την απόγνωση της ηρωίδας, μέχρι να φτάσει στην αποδοχή της απώλειας.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
«Το μόνο που έχει σημασία είναι ότι, όλοι εκείνοι που αγαπήσαμε, όλοι εκείνοι που θρηνήσαμε, όλοι εκείνοι που φαντάστηκα, όλα εκείνα τα όνειρα που σβήστηκαν, όλοι εκείνοι οι τόποι όπου δεν πήγα ποτέ, όλες εκείνες οι συγκρούσεις, εκείνα τα πάθη, εκείνοι οι σπαραγμοί που δεν υπάρχουν πια παρά μέσα απ’ τις αναμνήσεις των αναμνήσεων που μου διηγήθηκαν, η ολότητα του κόσμου στον οποίο εμφανιστήκαμε, όλα όσα μας σκότωσαν, εκείνον κι εμένα, όλα αυτά δεν θα μας αγγίζουν στο εξής περισσότερο απ’ όσο ένα φύσημα ανέμου που ρίχνει έναν πύργο από κύβους στα πόδια ενός παιδιού που παίζει.»