
Για το μυθιστόρημα της Σίλβια Αβαλόνε «Μια φιλία» (μτφρ. Λούλα Καραγιαννάκη, εκδ. Αίολος). Στην κεντρική εικόνα, στιγμιότυπο από την ταινία «Ginger and Rosa» (2012).
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Με ποια κριτήρια επιλέγουμε τους φίλους μας; Ποιοι παράγοντες θωρακίζουν μια φιλία για ν’ αντέξει στο χρόνο και τι μπορεί να την διαρρήξει; Τι πιθανότητες έχει μια φιλία, να ξαναβρεί τη λάμψη της, όταν την έχουν αμαυρώσει γεγονότα που προκάλεσαν πόνο και απογοήτευση;
Φθινόπωρο του 2000. Η δεκατετράχρονη Ελίζα Τσερούτι, παιδί χωρισμένων γονιών, αναγκάζεται να πάει να μείνει με τον πατέρα της, ο οποίος τής είναι ουσιαστικά άγνωστος, να ζήσει σε μια καινούρια πόλη, την Τ., όπου δεν γνωρίζει κανέναν, και να αποχωριστεί τη μητέρα της, με την οποία τη συνδέει σχέση λατρείας. Η Ελίζα δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στη νέα της ζωή. Στο σχολείο κανείς δεν την αποδέχεται. Για όλους είναι η επαρχιώτισσα, η άσχημη, η ακοινώνητη, που δεν ξέρει να ντύνεται και να φέρεται.
Η προσέγγιση
Η μόνη που την πλησιάζει είναι η Μπεατρίτσε Ροσέτι, η καλλονή του σχολείου. Και ο λόγος που την πλησιάζει αρχικά, είναι για να κάνουν μαζί μια παρανομία: να κλέψουν ένα πανάκριβο τζιν παντελόνι. Και η Ελίζα δέχεται να πάρει μέρος σε αυτό.
Η Μπεατρίτσε, παρά το νεαρό της ηλικίας της, έχει την ικανότητα να διαβάζει τα εσώψυχα των άλλων.
Η Μπεατρίτσε, παρά το νεαρό της ηλικίας της, έχει την ικανότητα να διαβάζει τα εσώψυχα των άλλων. Καταλαβαίνει ότι με την Ελίζα έχουν πολλά κοινά, παρά το γεγονός ότι δείχνουν τόσο διαφορετικές: η μία μοναχική και εσωστρεφής, η άλλη δυναμική και γοητευτική. Κι οι δυο τους είναι μόνες, και ψάχνουν απεγνωσμένα κάτι ή κάποιον που θα γιατρέψει τις πληγές τους και θα γεμίσει τα κενά της ψυχής τους. Σταδιακά, γνωρίζουν καλύτερα η μία την άλλη, δένονται με μια δυνατή φιλία και με αφοσίωση άνευ όρων. Μαζί ανακαλύπτουν τον εαυτό τους και τον κόσμο, ερωτεύονται, έχουν περίπου την ίδια εποχή την πρώτη τους ερωτική εμπειρία, διαβάζουν παρέα, έρχονται σε επαφή με το διαδίκτυο, συζητούν για τα θέματα που τις απασχολούν. Η σχέση τους μπαίνει πάνω από κάθε τι, πάνω κι από τη σχέση τους με τους γονείς ή τους συντρόφους τους. Μέχρι εκείνη τη μέρα που ανατρέπονται τα πάντα.
Και η ρήξη
Η αφήγηση ξεκινά από τον Δεκέμβριο του 2019. Η Μπεατρίτσε, εκμεταλλευόμενη την ομορφιά της και τις δυνατότητες του διαδικτύου, έχει πλέον γίνει πλούσια και διάσημη. Παντού κυκλοφορούν φωτογραφίες της και όλοι ασχολούνται μαζί της. Η Ελίζα, που είναι και η αφηγήτρια της ιστορίας, είναι τριάντα τεσσάρων ετών, καθηγήτρια Πανεπιστημίου, και μεγαλώνει μόνη τον γιο της. Μετά από δεκατρία χρόνια, πέντε μήνες και δεκαπέντε μέρες που έχει να μιλήσει με τη Μπεατρίτσε, η Ελίζα αποφασίζει να ανατρέξει στα ημερολόγια που κρατούσε στην εφηβεία της, για να μπορέσει να καταλάβει τι ήταν αυτό που οδήγησε στη ρήξη μιας σχέσης τόσο σημαντικής για κείνη.
Όσο πιο δυνατή είναι μια σχέση, τόσο δυνατότερος είναι και ο πόνος που συνοδεύει τη διάρρηξή της.
Με τα ημερολόγια η Ελίζα κάνει μια αναδρομή στο παρελθόν κι εμείς μαθαίνουμε για τη ζωή της στην επαρχιακή πόλη όπου ζούσε με τη μητέρα και τον αδελφό της, για το πώς αγάπησε τη λογοτεχνία και έγινε φανατική αναγνώστρια, για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε δίπλα σε έναν πατέρα που τον ήξερε ελάχιστα, όταν ήρθε στην Τ.. Και βέβαια, βλέπουμε όλες τις λεπτομέρειες για τη γνωριμία της με την Μπεατρίτσε και τη σταδιακή και απόλυτη σύνδεσή τους, μέχρι τη μοιραία μέρα που η φιλία τους καταστράφηκε. Μαθαίνουμε για το πώς γκρεμίστηκε ο κόσμος της όταν είδε τη Μπεατρίτσε να φιλάει τον Λορέντζο, το αγόρι της, για το πώς ένιωθε όλον αυτό τον καιρό χωρίς την Μπεατρίτσε δίπλα της. Όσο πιο δυνατή είναι μια σχέση, τόσο δυνατότερος είναι και ο πόνος που συνοδεύει τη διάρρηξή της. Και για την Ελίζα, η σχέση αυτή ήταν το παν.
Η συγγραφέας περιγράφει πολύ γλαφυρά τις φάσεις ενηλικίωσης των ηρωίδων, τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά τους καθώς από έφηβες γίνονται γυναίκες, τις απόψεις και τα θέλω τους. Εξαιρετικά ενδιαφέροντες όλοι οι χαρακτήρες του βιβλίου: η Ελίζα, που παρατηρεί, αναλύει και φιλοσοφεί τα πάντα, η Μπεατρίτσε, που θεωρεί ότι η εντυπωσιακή εμφάνιση είναι ο δρόμος για την επιτυχία, αλλά κι ο τρόπος να κρύβεις την αλήθεια, η αντισυμβατική μητέρα της Ελίζας, που δεν της ταιριάζει ο γονεϊκός ρόλος, αλλά αγαπάει τα παιδιά της με τον δικό της τρόπο, η καταπιεστική μητέρα της Μπεατρίτσε, που βάζει σαν στόχο ζωής για την κόρη της, την επαγγελματική επιτυχία που δεν έζησε η ίδια, και πολλοί άλλοι, με τον μικρό ή μεγάλο ρόλο τους στην εξέλιξη της ιστορίας. Με άφθονες διακειμενικές αναφορές- η Ελίζα είναι λάτρης της λογοτεχνίας-, με ζωντανό, εκμυστηρευτικό λόγο, με αφήγηση που συναρπάζει και κλιμακώνει την αγωνία για το τι θα συμβεί παρακάτω, έχουμε ένα μυθιστόρημα ογκώδες αλλά καθόλου κουραστικό, που κυριολεκτικά σε ρουφάει στις σελίδες του, και σε κάνει να ξαναζήσεις τη φάση της ενηλικίωσης μαζί με τις δύο ηρωίδες, να νιώσεις τη χαρά και τον ενθουσιασμό, ή τον πόνο και την απόγνωσή τους.
![]() |
Η Σίλβια Αβαλόνε (Silvia Avallone) γεννήθηκε το 1984 στην Μπιέλα, μια πόλη στην Περιφέρεια του Πιεμόντε, στη βόρεια Ιταλία. Σπούδασε Φιλοσοφία και Λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο της Μπολόνια, όπου και ζει σήμερα. Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 2007 με την ποιητική συλλογή Il libro dei vent’anni. Στη συνέχεια δημοσίευσε σύντομα διηγήματα σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Το πρώτο της μυθιστόρημα Acciaio (Ατσάλι) κυκλοφόρησε το 2010. Το βιβλίο είχε μεγάλη επιτυχία και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, ενώ κέρδισε το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα Campiello (2010) και ήταν υποψήφιο για το βραβείο Strega, το πιο σημαντικό της Ιταλίας, μεταφέρθηκε δε και στον κινηματογράφο. Άλλα έργα της είναι τα: Marina Belezza (2013), Da dove la vita è perfetta (2018) και το ανά χείρας Un’ amicizia (2020). Το 2012 κυκλοφόρησε στη Γαλλία το Le Lynx. Αρθογραφεί στην εφημερίδα Κοριέρε ντέλα Σέρα και στα εβδομαδιαία ένθετά της «Σέτε» και «Λετούρα». |
Η ψηφιακή επανάσταση και η δύναμη του διαδικτύου με τα θετικά και τα αρνητικά του, οι προβληματικές σχέσεις μέσα στην οικογένεια, η δύναμη της φιλίας και ο ουσιαστικός της ρόλος στην ολοκλήρωση του ανθρώπου, οι πιθανότητες του να αποβεί μια φιλία επικίνδυνη, είναι μερικά από τα θέματα του βιβλίου. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε τη δύναμη της εικόνας, τη διαφορά του είναι και του φαίνεσθαι, καθώς και το απρόβλεπτο της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Η μετάφραση της Λούλας Καραγιαννάκη αποδίδει την ικανότητα της συγγραφέως να αφηγείται με συναρπαστικό τρόπο την πολυπλοκότητα των σχέσεων και των συναισθημάτων των ηρωίδων του βιβλίου.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
«Κατά τη γνώμη της ψυχαναλύτριάς μου, αρχικά θα προτιμούσα να επιστρέψω στην κοιλιά της μάνας μου, και στη συνέχεια, αφού αυτό δεν γινόταν, να εγκλειστώ στο σώμα της Μπεατρίτσε﮲να φωλιάσω ανάμεσα στα σπλάχνα και την καρδιά της και να παραμείνω εκεί ασφαλής, να με νανουρίζουν τα όργανα και οι παλμοί της, να γίνω ένα με τους ιστούς της και να μη γεννηθώ ποτέ. Αλλά η αληθινή ζωή, σύμφωνα με τη γιατρό Ντε Άντζελις, αρχίζει μόνο όταν προδώσεις αυτόν που αγαπάς για να μην προδώσεις τον εαυτό σου﮲ όταν φεύγεις, τότε γίνεσαι αυτός που είσαι. Αλλά αυτή η διχοτόμηση, ανέκαθεν με φόβιζε. Η ελευθερία, συνοδεύεται από έναν αβυσσαλέο ίλιγγο».