
Σχετικά με το μεταπολεμικό βρετανικό μυθιστόρημα*
Της Σώτης Τριανταφύλλου
Οι κωμωδίες γεννιούνται στις κώμες αλλά τα μυθιστορήματα γεννιούνται στις πόλεις.
Τα βρετανικά μυθιστορήματα γεννήθηκαν στις πόλεις που βρίσκονταν σε τόπους μαυρισμένους από την κάπνα των εργοστασίων και τη σκόνη των ορυχείων. Μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, η λογοτεχνική παραγωγή μετατοπίστηκε από το Λονδίνο στη Μεσαγγλία και στο Γιόρκσαϊρ: οι συγγραφείς ήταν γιοι ανθρακωρύχων (Σταν Μπάρστοου, Μπάρρυ Χάινς, Ντέιβιντ Στόρεϋ), μανάβηδων (Κηθ Γουότερχαουζ) και τσαγκάρηδων (Κόλιν Γουίλσον)· βρίσκονταν σε πόλεμο με τον κόσμο· αλλά η ζωή τους διέφερε από τη γιορτή των Αμερικανών συγχρόνων τους[1]. Οι Angry Young Men δεν είναι απόβλητοι, είναι –με δυσφορία- ενταγμένοι· και θέλουν να ενταχθούν περισσότερο και καλύτερα. Ανάμεσά τους υπάρχουν «διανοούμενοι» όπως ο Τζον Γουέιν, ο Κίνγκσλεϋ Έιμις και ο Μάλκομ Μπράντμπερυ – διανοούμενοι αλλά επίσης επαρχιώτες, έκπληκτοι μπροστά στη μεταπολεμική πραγματικότητα, στη μεταμόρφωση της Βρετανίας σε κράτος πρόνοιας και επιτρεπτικότητας.
Από το 1953, όταν εκδόθηκε το «Hurry On Down» (ε.τ. «Απόφοιτος με μέτριο βαθμό») του Τζον Γουέιν, μέχρι το 1959, όταν εκδόθηκε το «Δεν κάνει να τρώμε ανθρώπους» του Μάλκομ Μπράντμπερυ, οι Συντηρητικοί κέρδισαν το χαμένο έδαφος: το 1959 οι Τόρυς ξαναβρέθηκαν στην κυβέρνηση με πλειοψηφία εκατό εδρών. Και παρ’ όλ’ αυτά, η Βρετανία είχε αλλάξει για πάντα: αυτό που παρέμενε αναλλοίωτο ήταν η συλλογική έλλειψη φαντασίας που ανάγκαζε τους συγγραφείς να δραπετεύουν μέσα από τη λογοτεχνία - όπως ο Τζόναθαν Σουίφτ τον 18o αιώνα και ο Λιούις Κάρολ τον 19o, τώρα ο Κηθ Γουότερχαουζ δραπέτευε με τον «Μπίλλυ τον Ψεύτη» από το Στράντοτον του Γιόρκσαϊρ σε φανταστικούς τόπους και καιρούς. Οι τρεις αυτοί «Οργισμένοι» ήταν οι λιγότερο οργισμένοι: είχαν βαρεθεί την απόγνωση της δεκαετίας του ’40, δεν τους ενδιέφεραν τα βάσανα και δεν άντεχαν τη λεγόμενη «ποιητική ευαισθησία» – επρόκειτο για ανθρώπους έτοιμους να βρουν τη μεγαλύτερη δυνατή άνεση μέσα σ’ έναν επισφαλή, εμπορευματικό κόσμο.
Οι ήρωες των «Οργισμένων» δυσφορούσαν χωρίς σαφή αιτία: στο «Κοίτα πίσω με οργή» ο Τζίμι Πότερ φωνασκεί· στο «Χώρος στην κορυφή» ο Τζο Λάμπτον δεν είναι παρά ένας φτωχός αριβίστας. Οι «Οργισμένοι» περιέγραφαν ένα σκηνικό από βρόμικες κουζίνες, εργοστάσια και μπιραρίες –μια working-class Bρετανία- τη στιγμή ο Χάρολντ Μακμίλλαν δήλωνε περιχαρής ότι «η πάλη των τάξεων είναι αναχρονιστική». Έτσι, παρότι θεωρούσαν τον εαυτό τους φορέα προόδου, τα λογοτεχνικά και ιδεολογικά επιχειρήματα των Οργισμένων δεν άργησαν να ξεπεραστούν: στο «Δεν κάνει να τρώμε ανθρώπους», ο καθηγητής Στιούαρτ Τρης που έχει μεγαλώσει με τις αξίες της δεκαετίας του ’30 και ο Λούι Μπέιτς που έχει μεγαλώσει μέσα στην εργατική τάξη συμφωνούν ότι ο άνθρωπος, με τη μορφή που ήταν γνωστός ώς τότε, «καταρρέει»· ότι οι ηθικές αρχές διαλύονται, ότι όλα αποσυντίθενται. Αναρωτιέται κανείς πότε ο κόσμος δεν κατέρρεε, πότε οι αξίες δεν διαλύονταν: η ιστορία του βρετανικού μυθιστορήματος καταγράφει είτε τον φόβο για την ενδεχόμενη αστάθεια του κοινωνικού συστήματος, είτε τον κατακρημνισμό του. Στην πραγματικότητα, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, όταν ανέβηκαν στη σκηνή τα έργα των Οργισμένων, κι όταν γράφτηκαν αυτά τα μυθιστορήματα της «περιφέρειας», μια καινούργια ελισαβετιανή εποχή άρχιζε για τη Βρετανία: τα έθιμα και οι θεσμοί αμφισβητούνταν αν και όχι τόσο θεαματικά όσο περιγράφεται στα μυθιστορήματα· εμφανίζονταν καινούργια γούστα και καινούργια επαγγέλματα, καινούργιες μουσικές (το σκιφλ, το ροκ εντ ρολ), καινούργιοι χοροί και νεανικές υποκουλτούρες. Οι teddy boys αντιδρούσαν με το ντύσιμο, τη μουσική και το γλωσσικό ιδίωμα στην πλήξη του τσαγιού και των οικογενειακο-πατριωτικών ηθών – και άθελά τους έγιναν οι νέοι ήρωες της εργατικής τάξης διευρύνοντας τόσο το ταξικό χάσμα όσο και το χάσμα των γενεών που ήταν τότε ένα αληθινά μεγάλο χάσμα. Επίσης, έγιναν οι μεγαλύτεροι καταναλωτές: οι μεταπολεμικοί μισθοί επέτρεπαν την αγορά πρωτοφανών ποσοτήτων δίσκων, τσιγάρων, τζην, μπουφάν και σουέντ παπουτσιών που αποτελούσαν ένα είδος στολής. Τέλος, όπως παρατηρεί σαστισμένος ο καθηγητής Τρης, έπιναν καφέ εσπρέσο παραμερίζοντας το πατροπαράδοτο αγγλικό τσάι.
Αυτή η στάση ζωής που τέμνεται μ’ εκείνη των Οργισμένων μέσα και έξω από τα μυθιστορήματα (π.χ. του Άρθουρ Σήτον στο «Σάββατο βράδυ, Κυριακή πρωί») δεν συνεπάγεται καμιά επαναστατικότητα υπό την μαρξιστική έννοια. Ο teds και οι Οργισμένοι δεν συμπαθούσαν την πολιτική και τους πολιτικούς ενώ αντιμετώπιζαν με εχθρότητα τους έγχρωμους μετανάστες. Μολονότι τα μέσα ενημέρωσης τους παρομοίαζαν με τους Ρομαντικούς, οι teds δεν είχαν ιδέα ποιος ήταν ο «τρελός Σέλλεϋ» στον οποίον παραπέμπει ο Μάλκομ Μπράντμπερυ· όσο για τους «εξωτικούς ανθρώπους» σαν τον κύριο Εμπολερόζα στο «Δεν κάνει να τρώμε ανθρώπους» μπορούσαν ακόμα να τους αποφεύγουν. Όχι για πολύ: οι φυλετικές συγκρούσεις στο Νότινγκ Χιλ τον Αύγουστο του 1958 ενέπνευσαν τους «Αρχάριους» του Κόλιν Μακ Ίννες, το πιο hip μυθιστόρημα της εποχής εκείνης τόσο από την άποψη του περιεχομένου όσο και του γλωσσικού ύφους. Στο εξής, οι διογκούμενες κοινότητες ανθρώπων «με εθνικές ενδυμασίες» -όπως ο κύριος Εμπολερόζα- θα καταλάβουν όλο και περισσότερο χώρο στο λεγόμενο «μετα-αποικιακό μυθιστόρημα».
Το σίγουρο είναι ότι, παρά τις μεταλλάξεις του σκηνικού –ιδιαίτερα στο Λονδίνο που λίγα χρόνια αργότερα θα γίνει «swinging»- το μεταπολεμικό βρετανικό μυθιστόρημα περιγράφει βροχερές πόλεις όπου γκρινιάρηδες άνθρωποι πλήττουν μέχρι θανάτου. Το Σέφιλντ του Μπράντμπερυ, το Λέστερ του Γουίλλιαμ Κoύπερ, του Γουόρλεϋ του Τζον Μπρέιν εικονογραφούνται ανελέητα: στις μικρές κοινωνίες επικρατούν οι ηλίθιοι – στην «αντιπολίτευση» εμφανίζονται νιτσεϊκοί και σοσιαλιστές (υπό την ευρεία έννοια) που μοιράζονται τον παραδοσιακό μεγαλοϊδεατισμό και τη φιλοδοξία για «χώρο στην κορυφή». Σαν τον καθηγητή Τρης στο «Δεν κάνει να τρώμε ανθρώπους» αυτή η παρδαλή «αντιπολίτευση» εμπνεόταν από έμφυτο συντηρητισμό τον οποίον ονόμαζε αξιοκρατία, καθώς και από μια αυτοσυγκράτηση που δεν ήταν παρά η έρημος των αισθημάτων, η παγερή πραγματικότητα.
Στα μυθιστορήματα των Οργισμένων συναντάμε απλές αλήθειες, αλήθειες συνηθισμένων ανθρώπων: ο Μπίλλυ ο Ψεύτης αποσύρεται σ’ έναν κόσμο ψευδαισθήσεων – είναι ένας δειλός· κι ο Βικ Μπράουν στο «Ένας τρόπος για ν’ αγαπάς» εγκαταλείπεται σ’ έναν βεβιασμένο γάμο –χαρακτηριστικό της εποχής πριν από την αντισύλληψη και την άμβλωση- ενώ ο Τζο Λάμπτον ονειρεύεται «Μια Aston Martin, λινά πουκάμισα των τριών λιρών κι ένα κορίτσι με μαύρισμα τύπου Ριβιέρας». Αυτές ήταν οι φαντασιώσεις των πολιτών μιας χώρας που βρισκόταν στα πρόθυρα της σεξουαλικής επανάστασης. Αλλά η σεξουαλική επανάσταση άργησε – οι ήρωες σαν τον καθηγητή Τρης δεν την πρόλαβαν.
Ο καθηγητής Τρης στο «Δεν κάνει να τρώμε ανθρώπους» νιώθει αμηχανία μπροστά στη μοντέρνα κατάσταση: η μελαγχολία του οφείλεται στο ότι «άργησε». Οι Οργισμένοι Νέοι –οι όχι και τόσο οργισμένοι, οι όχι και τόσο νέοι- είναι αυτοί που απεργάζονται τη μοντέρνα κατάσταση: έτσι, οι συγγραφείς που γεννήθηκαν και έγραψαν μια δεκαετία αργότερα -ο Χάρολντ Πίντερ, ο Έντουαρντ Μποντ- βρέθηκαν σε ευνοϊκή θέση· ήταν ακόμη νέοι όταν ανακαλύφθηκε το σεξ κι όταν κυκλοφόρησε το πρώτο LP των Beatles.
- [1] Gene Feldman, Max Gartentberg (ed.),The Beat Generation and the Angry Young Men Panther Books London, 1960
* Διαβάστε εδώ http://www.bookpress.gr/diabasame/xeni-pezografia/ungry-young-men και εδώ http://www.bookpress.gr/diabasame/xeni-pezografia/eating-people τα άλλα δύο κείμενα της Σώτης Τριανταφύλλου για το μεταπολεμικό βρετανικό μυθιστόρημα.