
Για το μυθιστόρημα του Λερντ Χαντ (Laird Hunt) «Ο νυχτερινός δρόμος», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις, σε εξαιρετική μετάφραση του Χρήστου Οικονόμου. Φωτογραφία: Λόρενς Μπέιτλερ
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Είναι μια ζεστή μέρα του Αυγούστου στην Πολιτεία της Ιντιάνα. Εκείνη τη μέρα, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο Μάρβελ,όπου θα απαγχονιστούν τρεις νεαροί μαύροι (καλαμποκολούλουδα) που κατηγορούνται ότι δολοφόνησαν έναν λευκό (καλαμποκομούστακο). Άντρες, γυναίκες, παιδιά με τα παιχνίδια τους, μαμάδες με τα μωρά τους, όλοι κατευθύνονται στην περιοχή λες και πρόκειται να πάρουν μέρος σε κάποια γιορτή.
Μέσα στο πλήθος είναι και η Ότι Λι, μια νέα κι όμορφη λευκή γυναίκα, η οποία συνοδεύεται από τον σύζυγό της τον Ντέιλ και τον εργοδότη της τον Μπαντ. Ο Μπαντ, σωματώδης και άξεστος, αρέσκεται να τρομοκρατεί τον κόσμο, γιατί διαθέτει τη σωματική και την οικονομική δύναμη να το κάνει. Η Ότι Λι τον ανέχεται και του επιτρέπει να την χαϊδεύει, αφού η φρίκη που υφίσταται από κείνον, δεν έχει τη χειρότερη μορφή που θα μπορούσε να έχει, καθώς εκείνος είναι ανίκανος και επιπλέον, τα έξτρα χρήματα που της δίνει, της είναι απαραίτητα.
Στη διαδρομή, η Ότι Λι θυμάται πρόσωπα από το παρελθόν και γεγονότα που την οδήγησαν σε αυτό που είναι σήμερα: τη νίκη στα καλλιστεία, την τρελή μητέρα της, τη φθίνουσα πορεία του γάμου της.
Οι τρεις τους ταξιδεύουν με το αυτοκίνητο του Μπαντ. Εκεί που σταματούν για φαγητό ή για να πιουν κάτι, συναντούν ανθρώπους που έχουν τον ίδιο προορισμό με αυτούς, άλλους που απομακρύνονται τρομοκρατημένοι κι άλλους που προσεύχονται για κείνους που πρόκειται να πεθάνουν. Στη διαδρομή, η Ότι Λι θυμάται πρόσωπα από το παρελθόν και γεγονότα που την οδήγησαν σε αυτό που είναι σήμερα: τη νίκη στα καλλιστεία, την τρελή μητέρα της, τη φθίνουσα πορεία του γάμου της. Κάποιες στιγμές, κατά έναν μαγικό τρόπο,νιώθει ότι βγαίνει από το σώμα της, αποστασιοποιείται από τον εαυτό της και γίνεται κάποια άλλη. Όμως, εκείνο που δεν φεύγει καθόλου από το μυαλό της, είναι αυτό το φως, το οποίο η αγγελοπαρμένη Σάλι Γκάνερ της είπε ότι πρόκειται να συναντήσει σήμερα. Περιμένει ότι αυτό το φως θα τη βοηθήσει να δει μπροστά. Εκεί μπροστά, όπου πάντα υπάρχουν εκπλήξεις. Και σιγά-σιγά, η επιθυμία της να δει τον απαγχονισμό, εξανεμίζεται.
Την ίδια διαδρομή, αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους, κάνει μερικές ώρες πριν, και η δεκαεξάχρονη καλαμποκολούλουδη Κάλα, η οποία μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο και τώρα μένει σε ανάδοχη οικογένεια. Το πρωί της ίδιας μέρας, περίμενε στο ποτάμι τον εραστή της, και καθώς εκείνος δεν ήρθε ποτέ, πηγαίνει στο Μάρβελ αποφασισμένη να τον συναντήσει, παρά τους κινδύνους που ξέρει ότι κρύβει αυτό το ταξίδι. Κρατά ένα καλάθι με τα σάντουιτς που είχε φτιάξει το πρωί. Τώρα στο καλάθι της έχει προστεθεί και ένα πιστόλι. Οδηγεί τον Δικτάτορα, το οικογενειακό αυτοκίνητο με το οποίο κυκλοφορούσαν μόνο βράδυ, από φόβο ότι τα καλαμποκομούστακα θα τους το κατέστρεφαν.
Περπατούν στον σκοτεινό νυχτερινό δρόμο, προσδοκώντας ότι αυτός θα τους οδηγήσει σε ένα φωτεινό μονοπάτι.
Η Ότι Λι και η Κάλα συναντιούνται σε κάποιο σημείο της διαδρομής, όταν πια έχει νυχτώσει. Η Ότι Λι δεν έχει φτάσει ακόμα στο Μάρβελ, η Κάλα επιστρέφει από εκεί. Προχωρούν ταυτόχρονα στη σκοτεινιά της νύχτας και στη σκοτεινιά του κόσμου, τόσο διαφορετικές αλλά και τόσο ίδιες. Θέλουν και οι δύο να αποδράσουν από την ασφυκτική ζωή που ζουν, θέλουν να ξεχάσουν τη βία που έζησαν ως παιδιά αλλά και τη βία της τωρινής τους ζωής, να διώξουν το φόβο και την απόγνωση, να απομακρυνθούν από τους εφιάλτες τους, από την εξαχρείωση και την ανηθικότητα, να βρουν μια χαραμάδα ελπίδας. Περπατούν στον σκοτεινό νυχτερινό δρόμο, προσδοκώντας ότι αυτός θα τους οδηγήσει σε ένα φωτεινό μονοπάτι.
Υπάρχει και μια τρίτη γυναίκα, η Σάλι Γκάρνερ, η οποία μετά από ένα χτύπημα στο κεφάλι, επικοινωνεί με τους αγγέλους, και ελπίζει αυτός ο κόσμος να είναι πιο ισορροπημένος απ’ ό,τι φαίνεται. Και τέλος, υπάρχει κι ένας χάρτης, ο οποίος δεν σε βοηθάει να πας κάπου, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Σου δείχνει σε ποια μέρη δεν πρέπει να πας.
![]() |
Ο Laird Hunt γεννήθηκε το 1968 στη Σιγκαπούρη. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα και στο Jack Kerouac School of Disembodied Poetics στο Naropa University. Σπούδασε επίσης Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Εργάστηκε στο Γραφείο Τύπου του ΟΗΕ, δίδαξε δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Ντένβερ και σήμερα είναι καθηγητής στο Brown University. Είναι παντρεμένος με την ποιήτρια Eleni Sikelianos, απόγονο του Άγγελου Σικελιανού. Έχει δημοσιεύσει έντεκα βιβλία, έχει μεταφράσει βιβλία από τα γαλλικά, ενώ άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στις εφημερίδες New York Times, Washington Post, Wall Street Journal, Guardian, Irish Times και Los Angeles Times. |
Η βία ένα με την καθημερινότητα
Το βιβλίο είναι βασισμένο στο λιντσάρισμα δύο νεαρών μαύρων -ο τρίτος κατάφερε να αποδράσει-, που έλαβε χώρα στις 7 Αυγούστου 1930, στο Μάριον της Ιντιάνα. Το κείμενο είναι δομημένο σε τρία μέρη, το καθένα με τον δικό του αφηγητή, όλα σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με χαρακτηριστική ζωντάνια και αμεσότητα, συχνές και πρωτότυπες μεταφορές, έντονα λυρικό ύφος και μια θλίψη διάχυτη παντού. Οι τρεις γυναίκες αφηγούνται από τη δική τους οπτική, το ίδιο γεγονός,το λιντσάρισμα, το οποίο είναι μεν ο κεντρικός άξονας του βιβλίου, όμως δεν περιγράφεται και δεν εικονοποιείται πουθενά.
Γιατί είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσει κανείς ότι η αποδοχή του κακού είναι ένας από τους τρόπους που ο καθένας μας το βοηθά να ευημερήσει;
Ο συγγραφέας περιγράφει τα συναισθήματα από τα οποία διακατέχεται το πλήθος, στο οποίο, εκτός από τους φανατικούς οπαδούς της Κλαν, υπάρχουν και απλοί, καλοί και συνηθισμένοι άνθρωποι, οι οποίοι με τη θέλησή τους παίρνουν μέρος σε κάτι απάνθρωπο. Ποια γοητεία μπορεί να ασκεί στο πλήθος ένας απαγχονισμός, και τι είναι αυτό που τον καθιστά λαϊκό θέαμα; Είναι δυνατόν η διαδικασία θανάτωσης κάποιων ανθρώπων να φέρνει ευφορία σε κάποιους άλλους; Τι είναι αυτό που ξυπνάει στον άνθρωπο τα πιο άγρια ένστικτά του και τον κάνει να εκδηλώνει τις αντιφατικές πλευρές της φύσης του; Τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους όχι μόνο να ανέχονται και να υποστηρίζουν τη φρίκη, αλλά και να την επευφημούν; Γιατί είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσει κανείς ότι η αποδοχή του κακού είναι ένας από τους τρόπους που ο καθένας μας το βοηθά να ευημερήσει;
Η τοπική κοινωνία στην πολιτεία της Ιντιάνα είναι διχασμένη. Εκείνη τη μέρα άλλοι χαίρονται κι άλλοι φοβούνται, άλλοι αδημονούν κι άλλοι ανησυχούν, άλλοι γιορτάζουν κι άλλοι πενθούν. Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης του 1929 είναι πλέον ορατές στην αμερικανική ενδοχώρα. Ανεργία και φτώχεια. Άνθρωποι που έχασαν τα σπίτια τους και μένουν σε παραγκουπόλεις. Άνθρωποι που είναι διατεθειμένοι να κάνουν οτιδήποτε, αρκεί να έχουν κάτι να χορτάσουν την πείνα τους. Άνθρωποι που νιώθουν τη βία στο πετσί τους και είναι έτοιμοι να την χρησιμοποιήσουν κι εκείνοι, όταν βρεθούν σε θέση ισχύος. Ο συγγραφέας πραγματοποιεί μια ενδελεχή καταβύθιση στον ψυχισμό των ανθρώπων του αμερικανικού νότου.Το μυθιστόρημα εξεικονίζει μια εποχή ασταθή κι επικίνδυνη, όπου ο ρατσισμός βρίσκεται σε έξαρση, και μια κοινωνία που θέλει να βγει από το τέλμα, να νιώσει δυνατή και κυρίαρχη, ακόμα και σκοτώνοντας.
Πάντα όμως υπάρχουν και οι φωτεινές εξαιρέσεις, εκείνοι που θα επιλέξουν να ακολουθήσουν τον αντίθετο δρόμο, θα ψάξουν την ελπίδα και το φως. Το κείμενο, αν και αναφέρεται σε γεγονότα που έγιναν έναν αιώνα πριν, είναι τραγικά επίκαιρο, καθώς ο ρατσισμός και η βία, και στις μέρες μας καλά κρατούν.
Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορεί επίσης το μυθιστόρημά του Neverhome, που τιμήθηκε στη Γαλλία με το Μεγάλο Βραβείο Αμερικανικής Λογοτεχνίας.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Πού τελειώνουν όμως όλα αυτά; Ήμουνα τριάντα χιλιόμετρα από το πουθενά﮲ αρκετά είχε κρατήσει αυτή η φαρσοκωμωδία, ήταν ώρα να φύγω από κείνο το χωράφι. Ό,τι και να γινόταν στο Μάρβελ, ήταν ώρα πια να γυρίσω σπίτι. Σηκώθηκα, ξεσκόνισα το φουστάνι μου, και σιγά-σιγά, σαν να ήταν λουλούδι που άνθιζε μέσα από το όνειρο εκείνης της ατέλειωτης νύχτας, μια καλαμποκολούλουδη κοπέλα φάνηκε να πλησιάζει από τον δρόμο. Στην αρχή δεν πρόσεξα ότι κρατούσε ένα πιστόλι στο χέρι. Όταν έφτασε κοντά μου, σήκωσε το πιστόλι και με σημάδεψε. Συνέχισε να με σημαδεύει καθώς περπατούσε, κι εγώ κράτησα την ανάσα μου, μετά πάτησε τη σκανδάλη, ακούστηκε ένα κλικ, χαμογέλασε, την ξαναπάτησε, ύστερα κατέβασε το πιστόλι, σταμάτησε να χαμογελάει, έφτυσε, και χάθηκε ακολουθώντας τα ίχνη της άμαξας στο σκοτάδι.»