Για το μυθιστόρημα της Χάνια Γιαναγκιχάρα [Hanya Yanagihara] «Προς τον παράδεισο» (μτφρ. Μαρία Ξυλούρη, εκδ. Μεταίχμιο).
Γράφει ο Κ.Β. Κατσουλάρης
Την 48χρονη σήμερα Χάνια Γιαναγκιχάρα τη γνωρίσαμε από το δεύτερο βιβλίο της, το Λίγη ζωή, ένα ογκώδες μυθιστόρημα για τις σχέσεις μιας παρέας νέων και φιλόδοξων gay αντρών σε μια άχρονη Νέα Υόρκη, ένα βιβλίο που αν και δίχασε τους αναγνώστες, γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία.
Στο νέο της μυθιστόρημα, το οποίο διαδραματίζεται επίσης εξ’ ολοκλήρου στη Νέα Υόρκη, παρούσα είναι και πάλι η κουίρ θεματολογία, με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Το βιβλίο είναι κι αυτό εκτενέστατο, πάνω από 800 σελίδες, κι αυτό που του δίνει την ιδιαίτερη ταυτότητά του είναι καταρχάς η δομή του: Είναι χωρισμένο σε τρία μέρη, που επικοινωνούν χαλαρά μεταξύ τους, καθώς από το ένα στο άλλο μεσολαβούν εκατό ολόκληρα χρόνια. Με το πρώτο να λαμβάνει χώρα στα τέλη του 19ου αιώνα, και συγκεκριμένα το 1893, το δεύτερο το 1993 και το τρίτο το 2093, το μυθιστόρημα καλύπτει έτσι ένα χρονικό εύρος διακοσίων χρόνων.
Είναι χωρισμένο σε τρία μέρη, που επικοινωνούν χαλαρά μεταξύ τους, καθώς από το ένα στο άλλο μεσολαβούν εκατό ολόκληρα χρόνια.
Υπάρχει μάλιστα ένα σημείο στον χάρτη που, τρόπον τινά, βρίσκεται το δραματουργικό κέντρο και των τριών ιστοριών: Ένα μεγάλο σπίτι, ένα οίκημα, πάνω ακριβώς στην Ουάσιγκτον Σκουέρ, το σπίτι όπου μεγάλωσε ο Ντέιβιντ, ο ήρωας την πρώτης ιστορίας – το σπίτι που θα πρέπει να αφήσει πίσω του αν θέλει να αναζητήσει τον δικό του δρόμο στη ζωή.
Τρία (σχεδόν) αυτοτελή μυθιστορήματα
Ακούγεται ίσως υπερβολικό, αλλά είναι αλήθεια. Το Προς τον παράδεισο συναπαρτίζεται από τρία (σχεδόν) αυτοτελή μυθιστορήματα, με το πρώτο και το δεύτερο να εκτείνονται σε διακόσιες σελίδες έκαστο, ενώ το τρίτο, το μεγαλύτερο, καταλαμβάνει από μόνο του κοντά στις τετρακόσιες σελίδες.
Το πρώτο, που είναι ίσως και το πιο τολμηρό στις επινοήσεις του, λαμβάνει χώρα σε μια υποθετική Αμερική, χωρισμένη σε τρεις ή και τέσσερις διακριτές επικράτειες. Η Νέα Υόρκη είναι το συμβολικό κέντρο αυτής της χώρας μέσα στη χώρα που αποκαλείται Ελεύθερες Πολιτείες, κι η οποία χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα προοδευτικές για την εποχή ιδέες, με βασικότερη την ανοχή στην αντρική και γυναικεία ομοφυλοφιλία, και σε όλες τις πιθανές παραλλαγές. Ο γάμος μεταξύ ομοφύλων, όχι μονάχα είναι νόμιμος, αλλά είναι και απολύτως αποδεκτός, περίπου μπανάλ, κάτι που δεν ισχύει βέβαια στην υπόλοιπη χώρα, ούτε στη Δυτική Αμερική, ούτε στις λεγόμενες Αποικίες, που χοντρικά αντιστοιχούν στον σημερινό Αμερικανικό Νότο.
Σε αυτό το περιβάλλον, ο εύθραυστος γόνος μιας ιδιαίτερα επιφανούς οικογένειας, των Μπίνγκαμ, θα βρεθεί απέναντι σε ένα εκ πρώτοις όψεως κλασικό μελοδραματικό δίλημμα, που όμως η συγγραφέας το χειρίζεται με ιδιαίτερη βαθύνοια και λεπτότητα: Γάμος από συμφέρον, μέσα από το συνοικέσιο που του έχει κανονίσει ο υπερπροστατευτικός παππούς του, ή γάμος από έρωτα, και φυγή προς κατάκτηση της Δύσης με τον αγαπημένο του, με όλα τα ρίσκα και τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται;
Στο δεύτερο μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα, μεταφερόμαστε στα 1993, σε μια Νέα Υόρκη πολύ πιο κοντά στον ρεαλισμό, με το Έιτς να έχει καθορίσει τις ζωές μιας ευρύτερης παρέας, και πρωτίστως τις επιλογές ενός πολύ διαφορετικού Ντέιβιντ, χαβανέζικης καταγωγής. Ολόκληρη η αφήγηση λαμβάνει χώρα μέσα σε μια βραδιά, βραδιά αποχαιρετισμού για έναν φίλο που πεθαίνει, με μεγάλες αναδρομές στο παρελθόν και στη σχέση του Ντέιβιντ με τον πολλά χρόνια μεγαλύτερό του, τον επιτυχημένο δικηγόρο Τσαρλς.
Μια αφήγηση που ξεκλειδώνει τις αθέατες περιοχές του κεντρικού ήρωα, δίνοντας μια διάσταση ταυτοτική-εθνοτική σε μια ιστορία που μέχρι εκείνη τη στιγμή φάνταζε ως τυπικά νεοϋορκέζικη.
Κι όμως, το τελευταίο μέρος αυτής της ενότητας παίρνει μια εντελώς αναπάντεχη τροπή, καθώς διαβάζουμε τον μονόλογο του χαβανέζου παππού του Ντέιβιντ, μια αφήγηση που ξεκλειδώνει τις αθέατες περιοχές του κεντρικού ήρωα, δίνοντας μια διάσταση ταυτοτική-εθνοτική σε μια ιστορία που μέχρι εκείνη τη στιγμή φάνταζε ως τυπικά νεοϋορκέζικη.
Φτάσαμε λοιπόν στο τρίτο μέρος του βιβλίου, που από μόνο του είναι ένα μελλοντολογικό, δυστοπικό μυθιστόρημα, με όλα τα χαρακτηριστικά του είδους. Η αφήγηση σε αυτό το μέρος λαμβάνει χώρα σε δύο χρονικές περιόδους: η πρώτη, με πρωταγωνίστρια μια γυναίκα, την Τσάρλι, το 2093, ενώ η δεύτερη, που έχει επιστολογραφικό χαρακτήρα, με κεντρικό αφηγητή τον παππού της, 40 χρόνια νωρίτερα.
Ο κόσμος του μέλλοντος που μας παρουσιάζει η Γιαναγκιχάρα είναι εφιαλτικός.
Ο κόσμος του μέλλοντος που μας παρουσιάζει η Γιαναγκιχάρα είναι εφιαλτικός. Όχι μονάχα μαστίζεται από αλλεπάλληλες και όλο και πιο απρόβλεπτες πανδημίες ιών, σαν κι αυτήν που ζήσαμε και χειρότερες, αλλά ένα είδος ολοκληρωτικού καθεστώτος έχει επιβληθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, και σε άλλα μέρη του κόσμου όπως υποψιαζόμαστε.
Οι άνθρωποι, που ακολουθούν έναν απόλυτο και καθημερινό προγραμματισμό από την κυβέρνηση, μέσα από τακτικά δελτία ειδήσεων που είναι υποχρεωμένοι να παρακολουθούν, αμείβονται με κουπόνια που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα αγαθά, ενώ πλην μιας συγκεκριμένης κάστας που ζει πλουσιοπάροχα, διάγουν βίο με τα ελάχιστα. Οι γάμοι μεταξύ τους κανονίζονται από τρίτους, με την εμπλοκή των Αρχών, ενώ η ερωτική επιθυμία είναι περισσότερο προσανατολισμένη στην αναπαραγωγή.
Ωστόσο, μια μεγάλη ανατροπή προετοιμάζεται, τα πρώτα ίχνη της οποίας τα εντοπίζουμε στην αφήγηση που προηγείται χρονικά, μα που θα επηρεάσει καταλυτικά της ζωή της ηρωίδας.
Η ηρωίδα είναι διαρκώς φοβισμένη, κι αναζητά την παρουσία του συζύγου της, μονάχα όμως γιατί είναι ταγμένος να την προσέχει. Ωστόσο, μια μεγάλη ανατροπή προετοιμάζεται, τα πρώτα ίχνη της οποίας τα εντοπίζουμε στην αφήγηση που προηγείται χρονικά, μα που θα επηρεάσει καταλυτικά της ζωή της ηρωίδας, της Τσάρλι.
Σε αυτό το πλαίσιο, η αξία της ανθρώπινης ζωής είναι μηδαμινή, ολόκληρες ομάδες του πληθυσμού, και μεμονωμένα άτομα βεβαίως, θυσιάζονται χωρίς κανέναν δισταγμό, στο όνομα της ασφάλειας. Ένας κόσμος τρομακτικός, όπου κάθε ανθρώπινο συναίσθημα μοιάζει να έχει στεγνώσει.
Επιμειξίες και υβριδισμός
Είναι προφανές από τα προηγούμενα ότι το μεγάλο στοίχημα της Γιαναγκιχάρα έχει να κάνει με τους τρόπους που τα τρία μέρη του βιβλίου της, τα τρία διακριτά μυθιστορήματα, επικοινωνούν μεταξύ τους, φωτίζουν το ένα το άλλο, προκαλούν συνειρμούς και συναισθηματικές συνάψεις. Η ίδια η συγγραφέας, προϊόν ενός χαβανέζου πατέρα ιαπωνικής καταγωγής και μιας κορεάτισας μητέρας, που μεγάλωσε στη Χαβάη αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες και σήμερα διευθύνει το περιοδικό για την μόδα και την τέχνη των Τάιμς της Νέας Υόρκης, καταλαβαίνει πολύ καλά από επιμειξίες και υβριδισμό.
Kάθε ιστορία καταλήγει σε ένα άνοιγμα, ένα πέταγμα σε ένα καλύτερο μέρος, που δεν είναι άλλο από τον συμβολικό Παράδεισο του τίτλου.
Αν υπάρχει ένα συναίσθημα που διατρέχει έντονα και τις τρεις ιστορίες, και που προκύπτει αβίαστα από την περίοδο της πανδημίας, όταν γράφτηκε το βιβλίο, είναι το αίσθημα του πόσο πολύτιμο είναι να μπορείς να σταθείς δίπλα στους δικούς σου ανθρώπους και πόσο οδυνηρό είναι όταν αυτό δεν το καταφέρνεις. Κι επίσης, κάθε ιστορία καταλήγει σε ένα άνοιγμα, ένα πέταγμα σε ένα καλύτερο μέρος, που δεν είναι άλλο από τον συμβολικό Παράδεισο του τίτλου.
Ένα περίπλοκο και εξαιρετικά φιλόδοξο μυθιστόρημα, μια κοινωνική και πολιτική αλληγορία που χαίρεσαι να τη διαβάζεις και να την ανακαλύπτεις, σαν μια μεγάλη άγνωστη χώρα, χάρη και στην πολύ καλή μετάφραση της Μαρίας Ξυλούρη.
* Ο Κ.Β. ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι συγγραφέας.