Για το μυθιστόρημα του Χάιντς Χέλε [Heinz Helle] «Η υπέρβαση της βαρύτητας» (μτφρ. Λένια Μαζαράκη, εκδ. Gutenberg). Μυθιστόρημα όχι πλοκής, αλλά ψυχολογικής διεργασίας. Ένας ασθματικός μονόλογος για τη μάχη του Καλού με το Κακό. Κεντρική εικόνα: Πίνακας του Zach Hoskin.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Από το βάθος των λέξεων του Χάιντς Χέλε, σαν χτύπος, σαν υπόκρουση, σαν εν παρόδω σάουντρακ, θα μπορούσε να ακούγεται ο «αδελφικός ύμνος» του Νικ Κέιβ στο τραγούδι του “Brother, my cup is empty” από τον δίσκο Henry’s Dream. Κι αν για τον Κέιβ η έννοια του «brother» προσιδιάζει σε εκείνη του αδελφοποιητού, του συμπότη που ακούει τις αλκοολικές διαχύσεις του φίλου, στο εμπρηστικό μυθιστόρημα του Χέλε διατηρεί την ακριβή σημασία: ο μικρός αδελφός ακολουθεί τον μεγάλο στις νυχτερινές περιπλανήσεις του από μπαρ σε μπαρ, ακούει με προσοχή τις εκμυστηρεύσεις, τα αλύτρωτα πάθη, τις μύχιες φοβίες και τα φιλοσοφικά ερωτήματα που θέτει για τον εαυτό του και τον κόσμο.
Μια κατάβαση στη θάλασσα της μπίρας και της ύπαρξης είναι η Υπέρβαση της βαρύτητας που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση της Λένιας Μαζαράκη. Κάθε γουλιά αποδιώχνει από τα στοιχεία της ζωής τον «αφρό» που σπαταλάει την ουσία και τη γεύση της και προσεγγίζει, ταυτόχρονα, τη φθορά έως το σημείο του θανάτου.
Καμία προσπάθεια να κρύψει τι ακριβώς συνέβη ή θα συμβεί: ο Χέλε από την εναρκτήρια κιόλας φράση μας ενημερώνει, μέσω του νεαρού αδελφού που είναι και ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ότι ο μεγάλος πέθανε, πάει, μας άφησε χρόνους. Καμία ψευδαίσθηση ότι η ζωή μπορεί να τερματιστεί με ήπιο τρόπο. Ο θάνατος υπερίπταται επάνω από το βιβλίο και την αφήγηση του μικρού αδελφού. Εισχωρεί σε κάθε εγκοπή του κειμένου. Κάθε φράση φέρει το εννοιολογικό και υπαρξιακό του βάθος. Κάθε γουλιά δίνει ενέργεια στη γλώσσα να λυθεί, αλλά και δένει τον ομιλούντα ολοένα και πιο σφιχτά στο κατάρτι του θανάτου.
Ο θάνατος υπερίπταται επάνω από το βιβλίο και την αφήγηση του μικρού αδελφού. Εισχωρεί σε κάθε εγκοπή του κειμένου. Κάθε φράση φέρει το εννοιολογικό και υπαρξιακό του βάθος. Κάθε γουλιά δίνει ενέργεια στη γλώσσα να λυθεί, αλλά και δένει τον ομιλούντα ολοένα και πιο σφιχτά στο κατάρτι του θανάτου.
Ο μεγάλος αδελφός είναι ένας πότης ολκής. Μια αλκοολική φιγούρα που όμως δεν περιορίζεται στο να καταναλώνει ποτάμια μπίρας μόνο και μόνο για να ποτίσει την έξη του. Αν το φουκαριάρικο συκώτι του δείχνει να αντέχει (για να θυμηθούμε και τον Νίκο Καρούζο), το μυαλό του κυκλοδρομεί (sic) αενάως γύρω από τα ίδια ζητήματα που έχουν καθορίσει τη ζωή του και τον έχουν οδηγήσει σ’ αυτό το σημείο κατάπτωσης.
Πρόκειται για μαχόμενο ιδεαλιστή, από εκείνους που αψηφούν όλες τις απαγορεύσεις και τα «μη» αυτού του κόσμου και αναζητεί συνεχώς και αδιαλείπτως τις αιτίες των πραγμάτων, τα κρυφά τους νοήματα και κυρίως την ελπίδα πως όλα δεν έχουν υποταχθεί στη βία και το σκότος. Μέσα στο ατέρμονο μεθοκόπι του σκέφτεται άλλοτε άγρια κι άλλοτε μπερδεμένα τους λάθος δρόμους που ακολουθούν συχνά οι άνθρωποι. Τι φτιάχνουν, άραγε, μέσα από πραγματικές ή δήθεν καλές προθέσεις; Αποκτήνωση, πολέμους, βία, τέρατα σαν τον παιδεραστή Ντιτρού, ο οποίος αναφέρεται επί μακρόν στο μυθιστόρημα, ολετήρες σαν τον Χίτλερ (για να σημειωθεί καταλλήλως και το διαρκές ιστορικό τραύμα που κουβαλάει η νεότερη Γερμανία έναντι της ανθρωπότητας) και ένα συθέμελο χάος που γεννιέται από τη μήτρα του ατομικισμού.
Ο Χάιντς Χέλε (Μόναχο 1978) σπούδασε φιλοσοφία στο Μόναχο και τη Νέα Υόρκη. Έχει γράψει τρία μυθιστορήματα, όλα υποψήφια για βραβεία. |
Για τον μεγάλο αδελφό όλα ξεκινούν, ενδεχομένως, από τη στιγμή που ο Ιησούς, ως Υιός του θεού, αποφασίζει να χρησιμοποιήσει το καταλυτικό «εγώ ειμί» στις προσευχές του προς τον επουράνιο Πατέρα. Αυτός ο ριζοσπαστικός ατομικισμός είναι που οδήγησε τον άνθρωπο στον δρόμο της επιβολής και της κατίσχυσης που δηλητηριάζει καθημερινά το ωραιότερο δώρο που του δόθηκε: η ζωή. Μα, κι ο ίδιος παραδέχεται πως η αχαλίνωτη ροπή του προς το αλκοόλ, τίποτα περισσότερο δεν είναι από άμεση συνέπεια του ναρκισσιστικού ατομικισμού του.
Ο μικρός αδελφός είναι συνεργός στο πιόμα, ακούει τον αδελφό του, καταγράφει μέσα τους τα λόγια του και μόνο αφού έχει πεθάνει, με τη μορφή ενός ακατάπαυστου εσωτερικού μονολόγου, ανασυνθέτει τις λέξεις και ουσιαστικά ξαναβρίσκει τον αδελφό του αναβαπτισμένο μέσα του, τον ξαναζεί ή, μάλλον, τον γνωρίζει για πρώτη φορά μέσα από την ουσιαστική διαδικασία της βαθιάς κατανόησης. Είναι ετεροθαλή αδέλφια, δεν έχουν πολλά κοινά στον χαρακτήρα τους, κι όμως με κάποιο τρόπο αυτό το δέσιμο έρχεται να απαλύνει τις αιχμηρές γωνίες που φέρνει η ζωή και τις μαύρες τρύπες που ανοίγει η απώλεια.
Το μυθιστόρημα ξεκινάει με το ύστατο μπαρκάρισμα των δύο αδελφών από μπαρ σε μπαρ. Πού να ήξεραν πως αυτή θα είναι η τελευταία φορά που θα βρεθούν μαζί;
Το μυθιστόρημα ξεκινάει με το ύστατο μπαρκάρισμα των δύο αδελφών από μπαρ σε μπαρ. Πού να ήξεραν πως αυτή θα είναι η τελευταία φορά που θα βρεθούν μαζί; Ο μεγάλος αδελφός θα καταπέσει τόσο πολύ που ουσιαστικά θα πεθάνει μόνος και αβοήθητος, συνεπεία του αλκοόλ.
Αλήθεια, γιατί συμβαίνουν τόσο άσχημα πράγματα στον κόσμο; Γιατί το ισοζύγιο κλείνει πάντα προς την πλευρά του Κακού; Να ένα από τα βασικά ερωτήματα του μεγάλου αδελφού. Γιατί να συμβεί το Ολοκαύτωμα, το Στάλινγκραντ και η Δρέσδη; Γιατί να υπάρξουν άνθρωποι σαν τον Ντιτρού; Αξίζει να φέρνουμε παιδιά σε έναν τέτοιο ανάλγητο κόσμο; Τι νόημα έχει η ζωή και η επαφή μας με τον θάνατο;
Συνήθως σε τέτοια ερωτήματα η αλήθεια έχει υδραργυρικό χαρακτήρα. Δύσκολα καταφέρνεις να την πιάσεις. Ο μεγάλος αδελφός πίνει από λύπη, θυμό και από τη βεβαιότητα πως νηφάλιος δεν θα μπορέσει να βρει ποτέ την άκρη του νήματος. Με τον αδόκητο θάνατό του όχι μόνο δεν διαρρηγνύεται η σχέση ανάμεσα στα δύο αδέλφια, αλλά μέσω του μικρού στήνεται ξανά στα πόδια της η σχέση τους, βγαίνουν στην επιφάνεια οι ενοχές που τους κύκλωναν (όταν ο πατέρας τους άφησε την πρώτη γυναίκα του, βρήκε μια δεύτερη κι έτσι προέκυψε στην οικογενειακή εξίσωση ο μικρός).
Το γεγονός ότι μαθαίνουμε την ιστορία μέσω της προσωπικής του μαρτυρίας δίνει στο βιβλίο μιας μορφή λύτρωσης, μαρτυρίας και αποκάλυψης. Άλλωστε, δεν έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα πλοκής, αλλά ψυχολογικής διεργασίας. Προφανώς γι’ αυτόν το λόγο ο Χέλε επέλεξε να το μεταφέρει στο σώμα ενός ασθματικού μονολόγου.
Έχουμε να κάνουμε με ένα πυκνογραμμένο κείμενο όπου τα σημεία στίξης και οι παράγραφοι χάνονται μέσα στον ορυμαγδό των σκέψεων και των ενθυμήσεων του μικρού αδελφού. Κάπως έτσι εξηγείται πώς ο Χέλε καταφέρνει να χωρέσει τόσα κεφαλαιώδη ζητήματα, με αρκούντως φιλοσοφική διάθεση γραμμένα, σε ένα βιβλίο μόλις 200 σελίδων.
Η απώλεια, ο φόβος, ο πόνος, η μάχη του Καλού με το Κακό είναι ζητήματα που διαπερνούν το ζωτικό χώρο του βιβλίου, αλλά και τη ζωή κάθε νοήματος πλάσματος. Οι απαντήσεις είναι το τελευταίο που μπορεί κανείς να βρει. Ίσως μόνο να αγγίξει τις άκρες τους έπειτα από επίμοχθη αναζήτηση. Το βιβλίο τελειώνει με τον ήχο των θραυσμάτων: μπουκάλια που πέφτουν μέσα σε κάδους ανακύκλωσης. Το λες και συμβολικό. Κάπως έτσι πρέπει να είναι και ο ήχος της ζωής όταν φτάνει στο τέρμα της για να έρθει μια άλλη, καινούργια, να αντικαταστήσει το κενό. Η φύση, ως γνωστόν, δεν αγαπάει τα κενά.
Σε ένα τέτοιο κείμενο που πρέπει να αναμετρηθείς ως αναγνώστης από πρόταση σε πρόταση και από σελίδα σε σελίδα, η μετάφραση της Λένιας Μαζαράκη έρχεται να σταθεί αρωγός. Το κείμενο του Χέλε έχει μια παράξενη μουσικότητα, την οποία ο ίδιος επιδίωξε, δεν του προέκυψε. Όπως έχει πει σε συνέντευξή του, μέντοράς του σε τούτο το εγχείρημα ήταν ο Ντον Ντελίλλο. Το 2018 το βιβλίο περιλήφθηκε στη βραχεία λίστα του Schweizer Buchpreis, ενώ το 2019 κέρδισε το βραβείο Literaturpreis der Stadt Bremen.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Πλησιάζω στην ηλικία που ήταν ο αδελφός μου όταν πέθανε. Ίσως γι’ αυτό τον τελευταίο καιρό τον σκέφτομαι ξανά συχνότερα, σκέφτομαι τα χρόνια που η ασθένειά του έκανε ολοένα πιο αισθητή την παρουσία της, τότε που αρχικά ήρθαμε πιο κοντά μέχρι που άξαφνα χαθήκαμε. Δεν μου είναι και τόσο εύκολο να αντιληφθώ τι συνέβη εκείνη την εποχή μεταξύ μας και γιατί, παρά την οικειότητα που ένιωθα όταν ήμασταν μαζί, δυσκολευόμουν τόσο πολύ να του φέρω αντίρρηση. Ακόμα και σήμερα, που πλέον έχουν περάσει πάνω από εφτά χρόνια, ο θάνατός του μου φαίνεται αδιανότητα εξωπραγματικός και, ενώ από τη μια ο αδελφός μου ουσιαστικά απουσιάζει από την καθημερινότητά μου –τόσο, που κάποιες φορές είναι σχεδόν σαν να ξεχνάω ότι όντως κάποτε είχα αδελφό–, από την άλλη, όταν κοιτάζω τη φωτογραφία του, αισθάνομαι ακριβώς όπως παλιότερα, όπως όταν ήταν ζωντανός».